– Χτυπάτε, πελεκάτε με, σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτιά, σφυρί κι αμόνι.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μια από τις σημαντικότερες μορφές της προεπαναστατικής περιόδου θέλω μ’ αυτό το σημείωμα να θυμηθούμε σήμερα, προπαραμονή της εθνικής μας εορτής της 25ης Μαρτίου, τον Κατσαντώνη. Πρόκειται για ένα ήρωα ίδιας αξίας και σημασίας με τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο και τον Καραϊσκάκη. Οι ιστορικοί μάλιστα τον θεωρούν ως ένα πρόδρομο της Επανάστασης του 1821, γιατί η δράση του εναντίον των Τούρκων άρχισε στα 1800 περίπου και τέλειωσε με τον θάνατό του το 1809. Λιγόχρονη η δράση του αλλά γεμάτη με μάχες και κλέφτικη παλικαριά. Στα μέρη που έδρασε, στα βουνά δηλαδή των Αγράφων, στο Βάλτο, στο Ξηροπόταμο Αιτωλοακαρνανίας και σ’ άλλες περιοχές, ο Κατσαντώνης έγινε θρύλος και χιλιοτραγουδήθηκε για τα κατορθώματά του.
Σήμερα όμως δυστυχώς είναι άγνωστος και ξεχασμένος από τους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σ αυτό το σημείωμα δεν έχουν σημασία οι ακριβείς ημερομηνίες, οι λεπτομέρειες της ζωής του, η προσφυγή σε επιστημονική βιβλιογραφία. Είναι πολύ καλύτερα, για να τον θυμηθούμε και να αναλογιστούμε τι του οφείλουμε για την απελευθέρωση του γένους, να δούμε πολύ σύντομα λίγα βιογραφικά στοιχεία για την κλέφτικη ζωή του και τη δράση του, όπως τα βρήκαμε σε κάποια βιβλία, σε ορισμένες μαρτυρίες, σε βίντεο και αφηγήσεις που θυμόμαστε από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Περισσότερα μπορούν και πρέπει να γίνονται με την πρωτοβουλία των Δήμων και οπωσδήποτε από την εκπαίδευση, η οποία συνεχώς με την πάροδο του χρόνου αποεθνικοποιείται και τα πρότυπα που προβάλλει δεν έχουν παρά ελάχιστη σχέση με ήρωες και πατριωτισμό.
Ο Κατσαντώνης λοιπόν γεννήθηκε στα 1775 στο χωριό Μάραθο των Αγράφων. Πατέρας του ήταν ο Γιάννης Μακρυγιάννης και μητέρα του η Αρετή, κόρη του ξακουστού κλεφτοκαπετάνιου των Αγράφων Βασίλη Δίπλα, ο οποίος βάφτισε κιόλας τον μικρό ανιψιό του Αντώνη. Αντώνης Μακρυγιάννης ήταν λοιπόν το όνομα του Κατσαντώνη. Από μικρό παιδί ήταν τσοπάνης, όπως οι περισσότεροι σ εκείνη την εποχή της αγροτοποιμενικής ζωής στα απέραντα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στα 25 του έπεσε θύμα ενός ξυλοδαρμού από τους Τούρκους και αυτό το γεγονός ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής του. Πήρε την απόφαση να βγεί κλέφτης στα βουνά, όπως ο θείος του και ανάδοχός του (ο νονός του) Καπετάνιος Δίπλας. Η μάνα του που ήθελε να τον εμποδίσει τον παρακαλούσε λέγοντάς του κάθε τόσο: «Κάτσ’ Αντώνη μου, μη φεύγεις…κάτσ’ Αντώνη μου…». Έτσι του βγήκε το παρατσούκλι: Κατσαντώνης με το οποίο έμεινε αθάνατος μέσα στην ελληνική ιστορία.
Πολέμησε τους Τούρκους δίπλα στον νουνό του από τον οποίο έμαθε πολλά για την πολεμική τέχνη. Πολύ γρήγορα απόκτησε δικό του ασκέρι (στρατιωτικό σώμα) από 80-100 περίπου άτομα κι έγινε από τότε ο φόβος και ο τρόμος «Τουρκών και Αρβανιτάδων» στα μέρη όπου δρούσε. Είχε ηγετική προσωπικότητα και ενέπνεε το στρατιωτικό του σώμα, το οποίο αποτελούσε κατά τον ιστορικό Δημήτριο Φωτιάδη μια Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπόλεμου. Στο ασκέρι αυτό εντάχτηκαν ξακουστοί κλέφτες, όπως τα δυο του αδέρφια ο Κώστας Λεπενιώτης κι ο Γιώργος Χασιώτης, αλλά κι ο Γιώργος Τσόγκας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κ.ά. Με τις νίκες του απέναντι στους Τούρκους έδωσε θάρρος και απαντοχή στους τυραννισμένους Έλληνες της περιοχής των Αγράφων και των Τζουμέρκων. Γρήγορα ο λαός αναθαρρυμένος έφτιαξε τραγούδια για τον γενναίο Κλέφτη:
Βγήκεν Αντώνης στα Άγραφα
Αντώνη Κατσαντώνη
γιε μ’, να μάσει παλικάρια
Αντώνη Κατσαντώνη.
Τα μάζεψε τα μέτρησε
γιε μ’ , ισά με τρεις χιλιάδες
κι έκατσε και τα ορμήνεψε
γιε μ’ , σαν μάνα σαν πατέρας:
Τούρκοι να μην περάσουν
γιε μ’ , Άγραφα και Τζουμέρκα
Αντώνη Κατσαντώνη.
Ο Αλή Πασάς ο τοπάρχης στην περιοχή των Ιωαννίνων, ανησύχησε, θύμωσε για τη δράση του Κατσαντώνη σ’ όλη την περιφέρειά του. Πρώτη του ενέργεια, για να τον εκφοβίσει, ήταν να συλλάβει τους γονείς του και να τους βασανίσει και στη συνέχεια να τους σκοτώσει. Ο Κατσαντώνης ήπιε αυτό το πικρό ποτήρι μιας μεγάλης θλίψης, χωρίς όμως να φοβηθεί. Αντίθετα κιόλας ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τον χαμό των γονέων του. Ύστερα ο τοπάρχης της περιοχής των Ιωαννίνων δημιούργησε το 1807 ένα μεγάλο ασκέρι με αρχηγό τον Βελή Γκέκα με αποκλειστικό σκοπό να συλλάβει και να σκοτώσει τον Κατσαντώνη. Στο βουνό Προσηλιάκο άρχισε ο πόλεμος των Τούρκων ενάντια στο ελληνικό ασκέρι κοντά στα χωριά Μάραθος και Άγραφα. Έγινε σκληρή μάχη που σταμάτησε, όταν ύστερα από μονομαχία, κατά κάποιον τρόπο, ο Κατσαντώνης σκότωσε τον στρατηγό Βελή Γκέκα. Τα τούρκικα στρατεύματα ηττημένα επέστρεψαν στα Γιάννενα.
Η νίκη του Κατσαντώνη, που γρήγορα διαδόθηκε στην άλλη σκλαβωμένη Ελλάδα, έδωσε μεγάλη χαρά στους Έλληνες και όλοι αναγνώρισαν την ανδρεία του και την πολεμική του τέχνη. Ήταν τότε που οι Ρώσοι τον κάλεσαν να τον κάνουν αξιωματικό στο ρωσικό στρατό αλλά ο Κατσαντώνης αρνήθηκε θεωρώντας την παρουσία του στα Άγραφα τελείως απαραίτητη. Τον κάλεσε κι ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Λευκάδα στη Συνέλευση των Κλεφτοαρματολών θεωρώντας τον ως αρχηγό των Κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Πήγε στη Λευκάδα, αλλά στο δρόμο έδωσε δυο ακόμη νικηφόρες μάχες ενάντια στους Τούρκους του Αλή. Στη Λευκάδα τον υποδέχτηκαν όλοι οι Κλεφτοαρματολοί (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Βαρνακιώτης κ.ά.) με πολλές τιμές, καθώς και ο ίδιος ο Καποδίστριας. Σ’ αυτή τη Συνέλευση ορκίστηκε, όπως και οι άλλοι οπλαρχηγοί, να αγωνιστεί υπέρ της Παλλιγγενεσίας του έθνους αποδείχνοντας έτσι την εθνική του συνείδηση.
Όταν γύρισε στα Άγραφα συνέχισε τις νικηφόρες μάχες ενάντια στα στρατεύματα του Αλή, αλλά δυστυχώς το καλοκαίρι του 1808 κατέπεσε από την αρρώστια της ευλογιάς που από χρόνια τον ταλάνιζε. Αναγκάστηκε τότε να αποσυρθεί στο σπήλαιο Φούρκα της Ευρυτανίας που βρισκόταν σε μια δυσπρόσιτη περιοχή. Δυστυχώς, όμως ο τόπος που κρυβόταν προδόθηκε από κάποιο καλόγηρο στον Αλή, ο οποίος έστειλε στράτευμα πολλών εκατοντάδων ανδρών με αρχηγό τον σφραγιδοφύλακά του Άγο Βλαστάρη για να τον συλλάβει. Και ο λαός τραγούδησε για εκείνη την ημέρα με λόγια που η αίσθησή του συνέλαβε να λέει ο ίδιος ο Κατσαντώνης:
Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι απέρναγα, θολό κατεβασμένο,
και πέρα δεν απέρασα και δώθε δεν εβγήκα,
Μόν’ πήρα τον κατήφορο στη μέση του ποτάμι.
Ξηγάτε παλικάρια μου, ξηγάτε τ’ όνειρό μου.
Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και γρήγορα ο «Αετός των Αγράφων» βρέθηκε στα μπουντρούμια του Αλή. Κι ο λαός τραγούδησε με το στόμα πάλι του Κατσαντώνη:
Κι εσείς Τζουμέρκα κι άγραφα, παλικαριών λημέρια…
Μην πείτε πως με πιάσανε με προδοσιά και δόλο…
Αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα…
Η θλίψη του λαού για τη σύλληψη του γενναίου Κλέφτη ξεχείλισε στα δημοτικά τραγούδια κι έφερε τον καημό του ίσαμε σήμερα:
Το μάθατε τι γίνηκε ψηλά στο Μοναστήρι;
Τον Κατσαντώνη πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από πίσω,
κι’ αυτός κοντοστεκότανε και στους αγάδες λέει:
Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνω
να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες,
να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες.
Και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλικαριών λημέρια,
εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς να μολογάτε,
τους Τούρκους πως πολέμαγα κι πάντα τους νικούσα.
Ν’ αφήσω διάτα στα παιδιά, σ’ αυτόν το Λεπενιώτη,
φωτιά να βάλλει στ’ Αγραφα, σ’ αυτό το Μοναστήρι,
να κάψει τον καλόγηρο που πρόδωσε εμένα.
Ο Αλή Πασάς ευθύς διέταξε να σκοτώσουν τον Κατσαντώνη με φρικτό τρόπο: να του σπάσουν τα κόκαλα ένα-ένα. Ήταν ένας τρόπος των Τούρκων τότε να θανατώνουν τους Κλέφτες. Έβαζαν κάποιο σιδερά, συνήθως «γύφτο», που με ένα σφυρί έσπαγε τα κόκαλα πάνω στο αμόνι μέχρι ο καταδικασμένος να πεθάνει.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης παρουσιάζει ποιητικά αυτές τις τελευταίες δραματικές στιγμές του μαρτυρίου του Κατσαντώνη ως εξής:
Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι
κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.
Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·
νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,
και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:
– Χτυπάτε, πελεκάτε με,
σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας,
φωτιά, σφυρί κι αμόνι.
Δεκάδες δημοτικά τραγούδια ύμνησαν τα κατορθώματα αυτού του ανδρειωμένου Κλέφτη και το μαρτυρικό του τέλος, γιατί ο λαός τον αγάπησε πολύ, περισσότερο ίσως από τους άλλους ήρωες του 1821. Ήταν ένας παθιασμένος αγωνιστής της Λευτεριάς, πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης, ανδρείος, άξιος πολεμιστής που ποτέ δεν προσκύνησε την εξουσία του καιρού του. Έγινε ένας λαϊκός ήρωας που δυστυχώς για σήμερα είναι ξεχασμένος. Στα παιδικά μας χρόνια, εμείς οι μεγαλύτεροι, βλέπαμε συχνά την πολύ αγαπητή παράσταση στο «Θέατρο Σκιών»: «Καραγκιόζης: Ο ήρωας των Αγράφων, Κατσαντώνης». Και σήμερα πολλοί Καραγκιοζοπαίχτες συνεχίζουν να παίζουν με παραλλαγές την ίδια παράσταση[1].
Επιλογικά, θέλω να πω ότι στην ισοπεδωμένη εποχή που ζούμε αισθάνομαι πολύ συχνά την ανάγκη να διαβάσω κάτι για ηρωϊκές πράξεις και ήρωες.