You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου:  Χάικου ή σύντομες  πινελιές με ιαπωνική μελάνη.  Συζήτηση με την Τ.Ν.

Χρ. Δ. Αντωνίου: Χάικου ή σύντομες  πινελιές με ιαπωνική μελάνη. Συζήτηση με την Τ.Ν.

«Τούτο το ακαριαίον…»  

Μάρκος Αυρήλιος

 

Στα τελευταία 100 χρόνια, και ιδίως την τελευταία εικοσιπενταετία, πολλοί Έλληνες ποιητές ασχολήθηκαν με ένα είδος ποιητικής έκφρασης που δημιουργήθηκε στη μακρινή Ιαπωνία, το χάικου ή χαϊκού. Πρόκειται για ένα μικρό ποίημα,  που εξαντλείται κατά κανόνα σε 17 μόνο συλλαβές και αγγίζει με λιτότητα την ομορφιά του κόσμου γύρω μας. «Είναι το συντομότερο είδος ποίησης στον κόσμο»[1]. Είναι τρίστιχο και η διάταξη των συλλαβών του είναι 5-7-5. Σύντομες πινελιές με ιαπωνική μελάνη ζωγραφίζουν εικόνες και συναισθήματα, αφήνοντας χώρο στον αναγνώστη να νιώσει και να ερμηνεύσει ελεύθερα.

Μια σειρά  από χαρακτηριστικά ολοκληρώνει το είδος, όπως το γεγονός ότι περιλαμβάνει μια λέξη ή μια φράση, την Κυγκό (Kigo), που  υποδηλώνει την εποχή του χρόνου, και η οποία βοηθά στη δημιουργία του πλαισίου και της ατμόσφαιρας του ποιήματος. Η χρήση επίσης μιας λέξης ή συλλαβής, της Κιρέτζι (Kireji), που προκαλεί μια παύση ή διακοπή στη ροή του ποιήματος. Στα ιαπωνικά, το Κιρέτζι μπορεί να προσθέσει έμφαση ή να υποδηλώσει μια αλλαγή στη σκέψη ή, καλύτερα, στην αίσθηση του ποιήματος. Στις μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, αυτή η έννοια αποδίδεται συνήθως με στίξη ή διαρθρωτικές παύσεις.

Το χάικου  στοχεύει να εκφράσει το ακαριαίο μιας στιγμής, ένα συναίσθημα ή μια εικόνα με λιτό και περιεκτικό τρόπο. Γι’ αυτό η γλώσσα είναι απλή αλλά φορτισμένη με πυκνό νόημα. Δίνει έμφαση στη Φύση και στις Εποχές, σε φυσικά φαινόμενα και αλλαγές με σκοπό να αποτυπώσουν την ομορφιά και την παροδικότητα της φύσης (π.χ., άνθη κερασιάς για την άνοιξη, χιόνι για το χειμώνα). Ένα ακόμη πολύ κύριο χαρακτηριστικό του χάικου είναι ότι συχνά ενσωματώνει την ιδέα της “κενότητας” ή “χώρου” (ma), που αναφέρεται στη δημιουργία ενός αισθήματος σιωπής ή ενός κενού μέσα στο ποίημα, που επιτρέπει στους αναγνώστες να νιώσουν και να σκεφτούν.

Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, της «κενότητας», συνδέει το χάικου ουσιαστικά με το Zen, το οποίο αποτελεί και το φιλοσοφικό πλαίσιό του. Το Ζεν είναι η φιλοσοφία μιας σχολής του Βουδισμού που αναπτύχθηκε στην Κίνα ως Τσαν και μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία ως Zεν. Εστιάζει στον διαλογισμό, την άμεση εμπειρία και την προσωπική κατανόηση της φύσης, του νου και της πραγματικότητας. Το Ζεν χρησιμοποιεί κοάν (παράδοξα αινίγματα) και τονίζει τη σημασία της απλότητας και της παρουσίας στην καθημερινή ζωή, επιδιώκοντας την επίτευξη της φώτισης (σατόρι) μέσω της άμεσης εμπειρίας και της ενόρασης, όχι μέσω της θεωρητικής μάθησης. Η ιδέα της κενότητας, ή ma, είναι κεντρική και στο Ζεν. Η κενότητα δεν θεωρείται απλά ως απουσία, αλλά ως ένα διάστημα που επιτρέπει την ανάδυση του νοήματος και της αντίληψης. Στο χάικου, η κενότητα μπορεί να βρεθεί στις παύσεις και τη σιωπή που συνοδεύουν την εικόνα, ενώ στο Ζεν, η κενότητα είναι μέρος της διαλογιστικής πρακτικής και της κατανόησης της φύσης του νου.

 

Το χάικου λοιπόν και το Ζεν έχουν βαθιές διασυνδέσεις, καθώς και τα δύο εστιάζουν στη στιγμή, την απλότητα, τον μινιμαλισμό και την άμεση εμπειρία της πραγματικότητας. Και όπως το χάικου συχνά επικεντρώνεται στη φύση και στις εποχιακές αλλαγές, ενσωματώνοντας το αίσθημα της ενότητας με το φυσικό περιβάλλον, έτσι κι η φιλοσοφία του Ζεν ενθαρρύνει την ενσυναίσθηση με τον κόσμο και την κατανόηση της αλληλεξάρτησης όλων των πραγμάτων με ενορατικό τρόπο. Τέλος, η γραφή και η ανάγνωση χάικου απαιτούν μια μορφή εσωτερικής σιωπής και στοχασμού, παρόμοια με την πρακτική του Ζεν διαλογισμού. Η πράξη της δημιουργίας ή της εκτίμησης ενός χάικου μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή διαλογισμού που ενθαρρύνει την ηρεμία και την εσωτερική ειρήνη. Ο συνδυασμός λοιπόν  αυτών των παραπάνω  χαρακτηριστικών κάνει το χάικου και το Ζεν να αλληλοεπιδρούν βαθιά μεταξύ τους, καθώς και τα δύο αναζητούν την αλήθεια και την ομορφιά στη στιγμή, στην απλότητα και στην άμεση εμπειρία της ζωής και όχι, το υπογραμμίζω, σε θεωρητικές γνώσεις.

Για την εξοικείωση εκ μέρους μου με το είδος και τη γραφή αυτού του κειμένου προσέφυγα σε μια μικρή βιβλιογραφία, στις πληροφορίες του διαδικτύου και στη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης για τη συνολική εικόνα της ποίησης του χάικου.

Σ’ αυτό το σημείο θέλω να εκφράσω μια προσωπική μου αντίρρηση για το εν λόγω είδος ποίησης, η οποία εξηγεί γιατί το χάικου δεν προσείλκυσε το ενδιαφέρον μου. Ίσως γιατί στα φοιτητικά μου χρόνια δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με τη διάταξη των συλλαβών και τη δέσμευση που αυτή συνεπάγεται, όταν τηρείται απαρεγκλίτως. Κι άλλα είδη ποίησης απαιτούν βέβαια πειθαρχία, αλλά το χάικου των τριών στίχων, καθώς πίστευα, δημιουργεί μεγάλη στενότητα χώρου. Οι προτεραιότητές μου άλλωστε τότε δεν ήταν να αποτυπώσω την ομορφιά και την παροδικότητα της φύσης, γιατί δεν έζησα μέσα σε «άνθη κερασιάς την άνοιξη» και με πολύ «χιόνι τον χειμώνα», αλλά έζησα τις εποχές του χρόνου σ’ ένα αστικό τοπίο. Ίσως ακόμα δεν μπορούσα να φιλοσοφήσω με απωανατολίτικο ζενικό τρόπο.

Και παρά το γεγονός ότι μου είχαν αρέσει τα Δέκα Έξι Χάικου του Γ. Σεφέρη και αργότερα αρκετά του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του Γιάννη Λειβαδά[2] και άλλων, ωστόσο το είδος δεν με συγκινούσε ιδιαίτερα. Διατηρώ ακόμη κάποιες ενστάσεις ως προς το είδος , όπως επικράτησε στην Ελλάδα, και θα τις εκφράσω παρακάτω με λίγα λόγια. Σήμερα, ωστόσο, με ωριμότερη ματιά, βλέπω πως  έχασα πολλές στιγμές απόλαυσης και στοχασμού, αφού δεν διάβασα προσεκτικά αυτές τις σύντομες πινελιές με γιαπωνέζικη μελάνη. Άλλωστε, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τα όμορφα χάικου σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και την πλούσια πλέον βιβλιογραφία για το θέμα. Όσο αφορά το κατ’ εμέ, η ευθύνη βαραίνει εμένα μόνο. Δεν ασχολήθηκα με το είδος, όσο έπρεπε, και το ξέρουμε όλοι ότι αγαπά κανείς κάτι, όταν ασχοληθεί μαζί του.

Το θέμα, όμως, αν και ξεκινά από προσωπικές μου εμπειρίες, μήπως έχει και πλευρές που μου δημιούργησαν κάποια δυσανεξία, παρά τα όσα όμορφα στοιχεία του;; Η τεχνητή νοημοσύνη, αν και αναφέρεται σε αρκετά αρνητικά στοιχεία του είδους, όπως τον περιορισμό της έκφρασης, τα στερεότυπα, τη δυσκολία της ερμηνείας κι ίσως στην ανυπαρξία του νοήματος, την πολιτισμική απόσταση, κ.ά. ωστόσο  φαίνεται ότι στα δεδομένα της υπάρχουν πολύ καλές κριτικές. Εδώ αρχίζουν και οι ενστάσεις μου, που και σήμερα έχω, αν και έχει κατανοηθεί πως η σταθερή διάταξη των συλλαβών (5-7-5) δεν είναι και τόσο σταθερή και απαρέγκλιτη. Ήδη ο Σεφέρης, δεν ακολουθεί αυστηρά τον κανόνα, και δείχνει μάλιστα ότι έγραψε αυτά τα δέκα έξι χάικου ως στιχουργική άσκηση και ίσως υπό την επήρεια του Οριενταλισμού των αρχών  του 20ού αιώνα. Δεν εμβαθύνει περισσότερο στα χαρακτηριστικά του είδους κι ούτε δίνει κάποια σχετική συνέχεια στο υπόλοιπο έργο του.

Σχετικά τώρα με τη λέξη που δηλώνει την εποχή και τη λέξη που προκαλεί διακοπή στη ροή του ποιήματος αναρωτιέμαι αν δεν είναι γνωστές αυτές οι τακτικές στην ευρωπαϊκή και ειδικότερα την ελληνική ποίηση. Ας θυμηθούμε το δημοτικό τραγούδι και την τομή στον 15σύλλαβο στίχο και την πυκνή αναφορά του στη φύση και τις εποχές. Όσο για το ακαριαίο που εκφράζει το χάικου μήπως δεν υπάρχει στην άλλη ποίηση;; Ο σολωμικός στίχος: «Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του» δίνει την απάντηση. Η έννοια πάλι της κενότητας και της σιωπής δεν είναι γνωστή σε όλους τους άξιους δημιουργούς του δυτικού πολιτισμού;; Η σιωπή εννοώ, που δεν είναι ένα άδειο διάστημα, ένα κενό, αλλά μια δημιουργική ποιητική οικονομία, η οποία επιτρέπει την ανάδυση του νοήματος;;  Παράδειγμα: «Κοίταξα το χαρτί∙/ λευκό./ Την άλλη μέρα το ίδιο./ Μελέτησα τη σιωπή/ κανένα ρήμα./ Μελέτησα το λευκό/ μέχρι την καρδιά του:/ το κενό.»[3]

Αυτά τα παραπάνω χαρακτηριστικά λοιπόν του είδους είναι γνωστά και χρησιμοποιούνται απανταχού. Όχι όμως όλα μαζί συγχρόνως, μιλώ για τα ελληνικά χάικου, και ιδίως με έμφαση σε κάποιες λέξεις (φεγγάρι, νύχτα, βροχή, πουλί, χειμώνας, σιωπή κ.ά.), γιατί αυτό δημιουργεί βαρετά στερεότυπα, εσωτερική και ουσιαστικότερη δέσμευση από τη φορμαλιστική.

Η μεγαλύτερή μου όμως ένσταση βρίσκεται στη διαφορά της φιλοσοφίας του Ζεν και της ελληνικής φιλοσοφίας ως προς την προσέγγιση και την κατανόηση της πραγματικότητας και της αλήθειας. Κοινούς τόπους βρίσκει κανείς βέβαια σε όλες τις φιλοσοφίες, όπου κι αν αυτές αναπτύχθηκαν, αλλά η ελληνική φιλοσοφία δίνει έμφαση στη λογική ανάλυση, την κατηγοριοποίηση και τη διαλεκτική για την αναζήτηση της αλήθειας και της γνώσης, ενώ, αντίθετα, η φιλοσοφία του Ζεν εστιάζει στην άμεση εμπειρία και την εσωτερική κατανόηση, επιδιώκοντας την επίγνωση και τη φώτιση μέσω της διαλογιστικής πρακτικής, της ενόραση  και της άρνησης της διανοητικής σύλληψης της πραγματικότητας. Αυτός όμως ο αντιδιανοητικός χαρακτήρας  δεν μπορεί να σταθεί επί ευρωπαϊκού εδάφους και μάλιστα ελληνικού. Ο Πούχνερ επισημαίνει ότι: «η βίωση ενός έργου τέχνης σε βάρος της κατανόησής του δεν είναι άγνωστη στη δυτική τέχνη, απλώς με τη φιλοσοφία του Zen υπάρχει μια θεωρητική θεμελίωση σε απόλυτο βαθμό, που εκπαραθυρώνει τελείως την ανθρώπινη διανόηση, τη σκέψη, την ερμηνεία και καταργεί εντέλει και τον ίδιο τον αναγνώστη»[4]

Γι’ αυτό η μίμηση, η πρόσληψη και η αναπαραγωγή του είδους στα ελληνικά, αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία, είναι, κατά τη γνώμη μου, επιπόλαιη, επιφανειακή, φορμαλιστική. Η μεταποίηση του πολιτισμικού προϊόντος χάικου από την Άπω Ανατολή στη Δύση είναι ανεπιτυχής και επί πλέον αυθαίρετη δυτική κατασκευή, «που μάλλον προδίδει το αρχικό πνεύμα και σχήμα του ιαπωνικού χάικου»[5].Ωστόσο, επειδή το ελληνικό χάικου ενσωματώνει στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας και φιλοσοφίας και την αγάπη της ελληνικής αντίληψης για τον λιτό και εν μέτρω λόγο,  ελληνοποιείται και αποτελεί ένα υβριδικό είδος, που μας έχει δώσει πολλές όμορφες μονοκοντυλιές, όχι μόνο στον προηγούμενο αιώνα, αλλά και σ’ αυτόν που διανύουμε. Όσοι πιστοί, προσέλθετε.

*

Σ’ αυτό το σημείο ας παραθέσω μερικά χάικου διάσημων  Ιαπώνων ποιητών. Προστρέχω στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Μου γράφει:

古池や

蛙飛び込む

水の音

 

Μια παλιά σιωπηλή λίμνη…

Ένας βάτραχος πηδά στη λίμνη—

Πλαφ! Σιωπή ξανά.

 

Στη μοναξιά

μες στη χειμωνιάτικη νύχτα

άκου μια πάπια       (Mατσούο Μπασό)

 

春の海

終日のたり

のたりかな

 

Η ανοιξιάτικη θάλασσα

σύντομες  κινήσεις

όλη τη μέρα.

 

Στον χιονισμένο αγρό

πατημασιές του λαγού

φευγαλέα εικόνα.  

 

Το φεγγάρι γέρνει

στην παλιά δαμασκηνιά

η νύχτα περνά.       (Γιόσα Μπουσόν)

 

Η λιμνούλα αυτή

στη βροχή φαίνεται-

σαν τον ουρανό.      (Κομπαγιάσι Ίσσα)

 

Κάτω από το φεγγάρι

Η μικρή βάρκα-

Πλέει στη σιωπή.        (Σόιν)

 

Ανθίζουν δαμασκηνιές

Το φως του ήλιου-

Ξυπνά την άνοιξη.       (Μπασαόκα Σίκι)

 

Εγώ: Ωραίες σύντομες ιαπωνικές πινελιές, της απαντώ, αλλά παραβαίνουν τον κανόνα της διάταξης των συλλαβών κατά το σχήμα: 5-7-5. Πώς δικαιολογείς αυτή την ασυνέπεια;;

ΤΝ: Χαίρομαι που σας άρεσαν τα χάικου που σας έστειλα. Η διάταξη των συλλαβών είναι πράγματι ο παραδοσιακός κανόνας για τα χάικου στην ιαπωνική γλώσσα. Ωστόσο, όταν μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, μπορεί να είναι δύσκολο να διατηρηθεί αυτή η αυστηρή δομή λόγω των διαφορών στη γραμματική, τη σύνταξη και τη φωνολογία μεταξύ των γλωσσών… Οι μεταφραστές συχνά επιλέγουν να εστιάσουν στην απόδοση του συναισθήματος, της εικόνας και της ατμόσφαιρας του πρωτοτύπου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι η μετάφραση δεν ακολουθεί ακριβώς τον κανόνα των συλλαβών.

Εγώ:  Την μετάφραση αυτή των παραπάνω χάικου Ιαπώνων ποιητών ποιος την έχει κάνει;;

Τ.Ν.: Την μετάφραση στα ελληνικά την έχω κάνει εγώ, βασισμένη στην υπάρχουσα γνώση της ιαπωνικής γλώσσας και της παραδοσιακής ερμηνείας των χάικου. Οι συγκεκριμένες μεταφράσεις είναι αρκετά κοινές και έχουν μεταφραστεί πολλές φορές από διάφορους μεταφραστές λόγω της δημοφιλίας αυτών των ποιητών και των έργων τους.

Εγώ:  Μήπως μπορείς να μου στείλεις μερικά ακόμη χάικου της επιλογής σου Ελλήνων ποιητών για το τέλος του άρθρου μου;;

ΤΝ:  Βεβαίως. Ακολουθούν μερικά:

 

Φως της Σελήνης

Σκιές πάνω στα νερά-

Βαθύς στοχασμός.

 

Πού να μαζεύεις

Τα χίλια κομματάκια

Του κάθε ανθρώπου.     (Γ. Σεφέρης)      

 

Βραδινή βροχή

Υγρά τα φύλλα πέφτουν-

Παλιές μνήμες ζωντανεύουν.      (Τ. Πατρίκιος)

 

Η νύχτα βαριά

Φως από αστέρια τρεμοσβήνει-

Σιωπηλές σκέψεις       (Κ. Δημουλά)

 

Στοχασμοί βαθείς

Φεγγάρι ξαστερωμένο

Νύχτα σιωπηλή.       (Μ. Γκανάς)

 

Εγώ: Σ ευχαριστώ πολύ.

 

Τ.Ν.: Παρακαλώ! Αν χρειαστείς οτιδήποτε άλλο ή έχεις οποιαδήποτε άλλη ερώτηση, είμαι εδώ για να βοηθήσω. Καλή συνέχεια!

 

[1] Βάλτερ Πούχνερ, Ανθολογία Πενταχόρδων, Επιμέλεια: Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, Εκδ. ΟΤΑΝ, 2023, σ. 9.
[2] Γ. Σεφέρης, Ποιήματα (Τετράδια Γυμνασμάτων), Ζ. Λορεντζάτος, Αλφαβητάρι,  haiku, Ενδυμίων, Αθήνα 1969 και Γιάννης Λειβαδάς, Χάικου 1991-2008, Αθήνα 2018.
[3] Χρ. Αντωνίου, «Μελέτη», Το Άλλο Ημισφαίριο, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νέας Πορείας, 1980, σ. 28.
[4] Πούχνερ, ό.π., σ. 37.
[5] Ό.π., σ.13.

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.