Πέρασαν 51 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου (17 Νοε 1973). Το πώς έγιναν τα γεγονότα είναι γνωστό σε όλους. Έχουν γραφτεί βιβλία, ποιήματα, δημοσιογραφικά άρθρα κι έχουν γίνει τόσες και τόσες εκδηλώσεις σε κάθε επέτειο.
Στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς εύκολα μαρτυρίες ανθρώπων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα. Κι αυτές οι προσωπικές μαρτυρίες είναι νομίζω πιο διαδραστικές από πολλές γενικές εξιστορήσεις των γεγονότων της εξέγερσης, γιατί μας φανερώνουν τον τρόπο που ο καθένας επεξεργάζεται και αφομοιώνει τα γεγονότα.
Θα αναφερθώ σε μια δική μου προσωπική μαρτυρία.
Ναι, ήμουν εκεί στο τριήμερο της εξέγερσης. Είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο και δούλευα στα φροντιστήρια της Κάνιγγος και της οδού Σίνα. Είχα νοικιάσει μια μικρή γκαρσονιέρα, 30 τ.μ., στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη 53, 2ος όροφος, μέσα στη Στοά, πάνω ακριβώς από το θέατρο Αλάμπρα.
Σ’ αυτά τα 30 τετραγωνικά σύχναζαν 5-6 φίλοι μου. Όλοι τους ήταν παιδιά με αγάπη για τα γράμματα και νοιάζονταν πολύ για τα κοινωνικοπολιτικά πράγματα. Τους θαύμαζα και μάθαινα απ’ αυτούς, γιατί ήταν πολιτικά πολύ συνειδητοποιημένοι. Συχνά μιλούσαν για τη Δικτατορία, για τον Αλέξανδρο Παναγούλη που στις 13 Αυγούστου του 1968 έκανε απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου και για τη Δήλωση του νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη εναντίον της Δικτατορίας που έγινε στις 28 Μαρτίου 1969.
Κι όταν μάθαμε για τον ξαφνικό θάνατο του ποιητή, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, στις 22 του Σεπτέμβρη πήγαμε στην κηδεία του, στο Α’ Νεκροταφείο, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες κόσμου, στην πλειοψηφία τους νέοι, και είχαν μετατρέψει την κηδεία του σπουδαίου ποιητή σε αντιδικτατορική διαδήλωση, όπως άλλοτε στα χρόνια της Κατοχής (27 Φεβρουαρίου 1943) ο κόσμος είχε μετατρέψει την κηδεία του Κωστή Παλαμά, του άλλου μεγάλου ποιητή μας, σε αντιπολεμική -αντιγερμανική διαδήλωση. Ο κόσμος στην κηδεία του Σεφέρη τραγουδούσε : Στο περιγιάλι το κρυφό, το ποίημά δηλαδή «Άρνηση» που το είχε μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης και ήταν απαγορευμένο από τη Χούντα. Τραγουδούσε επίσης το Πότε θα κάνει ξαστεριά κι ασφαλώς τον Εθνικό μας ύμνο. Αυτή η μαζική διαδήλωση ήταν η πρώτη μαζική διαδήλωση, στην οποία εκφράστηκε η λαϊκή οργή ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς .
Τις επόμενες μέρες διαβάσαμε το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Σεφέρης στις 31 Μάρτίου του 1971, το «Επ’ Ασπαλάθων». Κάποιος από την παρέα είχε φέρει στη γκαρσονιέρα μου την εφημερίδα το ΒΗΜΑ της 23ης Σεπτεμβρίου, όπου είχε δημοσιευτεί το ποίημα. Μας το διάβασε:
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη …
Γαλήνη.
– Τι μπορεί να μου θυμίσει τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
Αν και δεν ξέραμε τότε λεπτομέρειες που θα μας βοηθούσαν στην κατανόηση του ποιήματος, ωστόσο καταλάβαμε ότι μιλούσε για την τιμωρία του τύραννου Αρδιαίου για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει και ο οποίος συμβόλιζε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο.
Έκτοτε η πολιτική κατάσταση είχε γίνει ανάμεσα στα μέλη της παρέας μας όλο και περισσότερο το μόνιμο θέμα μυστικών συζητήσεων. Σιγά σιγά είχε αρχίσει κιόλας να φυσάει ένας άνεμος αισιοδοξίας που έδιωχνε την απελπισία. Τα γεγονότα της Νομικής Σχολής (τον Φεβρουάριο του 1973) και το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που παίχτηκε τον Ιούνιο του 1973 στο θέατρο Αθήναιον της οδού Πατησίων, είχαν κάπως αλλάξει το κλίμα του φόβου που είχε σκορπίσει η Χούντα. Το Μεγάλο μας Τσίρκο ήταν μια σπουδαία καλλιτεχνική θεατρική παράσταση γεμάτη πατριωτισμό, που στρεφόταν ενάντια στο καθεστώς. Τη μουσική είχε γράψει ο Σταύρος Ξαρχάκος, τραγουδιστής ήταν ο Νίκος Ξυλούρης και ηθοποιοί η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος.
Έτσι λοιπόν στο τριήμερο της εξέγερσης η παρέα μας αναθαρρυμένη είχε πάρει θέση στο μπαλκόνι του φροντιστηρίου «Γνώση», απέναντι ακριβώς από το Πολυτεχνείο. Κατεβαίναμε στην Πατησίων, ανεβαίναμε πάλι στο μπαλκόνι, χειροκροτούσαμε, τραγουδούσαμε : αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας (ποίημα του Γιάννη Ρίτσου), ένα το χελιδόνι (ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη) και τα άλλα γνωστά τραγούδια, φωνάζαμε τα συνθήματα που μετέδιδε ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου: Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία. Υπήρχε ένας μεγάλος ενθουσιασμός που έδιωχνε τελείως τον φόβο κι έφερνε ελπίδες.
Πρώτη μέρα, πρώτη νύχτα , δεύτερη μέρα, δεύτερη νύχτα στο πόδι με μικρή ξεκούραση της παρέας στη γκαρσονιέρα. Και τρίτη μέρα το ίδιο, μέχρι τα μεσάνυχτα. Η κούραση είχε μαζευτεί. Άφησα τους άλλους και πήγα στην γκαρσονιέρα κι έπεσα ξερός για ύπνο. Βαθύς ύπνος! Τόσο βαθύς που δεν άκουσα το τανκ που γκρέμισε την πόρτα του Πολυτεχνείου. Την άλλη μέρα το πρωί την είδα πεσμένη στο προαύλιο. Η περιοχή ζωσμένη από τα όργανα της τάξης και της επιβολής. Μ’ έπιασε μεγάλο άγχος και μεγάλη θλίψη κι ενοχή. Αργότερα μάθαμε ότι κάποιος φοιτητής σκοτώθηκε κατά την εισβολή του τανκ και κάποιος άλλος τραυματίστηκε! Τα άλλα παιδιά της παρέας είχαν μείνει εκεί μέχρι που το τανκ έριξε την πόρτα, όπως κι όλο το άλλο πλήθος, ενώ εγώ πήγα και κοιμήθηκα. Θλίψη κι ενοχή επειδή δεν ήμουν εκεί έξω. Αυτή η απουσία μου μου φάνηκε ότι δεν ήταν μια απλή σύμπτωση από κούραση, αλλά κυρίως ότι δεν ήμουν πολύ συνειδητοποιημένος. Αν ήμουν, έπρεπε να ήμουν εκεί με τ’ άλλα παιδιά, που δεν κοιμήθηκαν. Το ίδιο κουρασμένα ήταν κι εκείνα, όμως δεν κοιμήθηκαν. Ήταν ΕΚΕΙ.
Αυτό το αίσθημα της απουσίας μου από τα δραματικά γεγονότα εκείνης της νύχτας και το αίσθημα της ενοχής μου στάθηκαν η βάση για το ποίημα «Συνειδητοποίηση» που έγραψα λίγο αργότερα. Το παραθέτω, για να επεκταθεί το νόημα αυτής της προσωπικής μου μαρτυρίας, να μην απουσιάζουμε δηλαδή από γεγονότα που κρίνουν την πορεία της κοινωνίας.
Δεν ήμουν εκεί∙ έλειπα όταν τα παιδιά άνοιγαν τα μανταλωμένα παράθυρα στις γειτονιές
και τα σπίτια γέμιζαν συντροφιές με ολάνθιστα λουλούδια.
Δεν ήμουν εκεί∙ έλειπα και χωρίς να το θέλω ζούσα σ’ ένα όνειρο τον ρόλο ενός ηλίθιου.
Εσύ έτρεχες να ξεφύγεις το σίδερο κι εγώ ‘κανα προσευχές για την “salutem mundi”.
Κι όταν σε σκότωσαν δεν ήρθα ούτε στην κηδεία σου, ενώ οι άλλοι σε τραγουδούσαν
έβαφαν τους τοίχους με κόκκινο, έκαιγαν στο προαύλιο τις εφημερίδες με το σωρό
–θυμίσου το Μάρτη που μού ‘στειλες το πρώτο χελιδόνι!—
Βρισκόμουνα πολύ μακριά για ν’ ακούσω και να δω
σ’ ένα κόσμο που μελετούσε την άρνηση και τη σιωπή.
Άργησα να γυρίσω, μα τώρα ένα πλήθος χειροκροτάει μέσα μου.
Τ’ ακούς;;
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Τι έγινε με τα συνθήματα του Πολυτεχνείου που σαν βεγγαλικά φώτισαν τη νύχτα της Δικτατορίας? Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία φώναξαν τότε μαθητές, φοιτητές κι όλος ο κόσμος! Ο καθένας μας ας δώσει μοναχός του την απάντηση. Εγώ κάποια στιγμή ύστερα από χρόνια έδωσα μια ποιητική απάντηση με το ποίημα Επέτειος Πολυτεχνείου, στο οποίο εκφράζω την οργή μου για την κοινωνία και την Πολιτεία που δεν αξιοποίησαν τα συνθήματα του Πολυτεχνείου για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία.
Το ίδιο μαβί που το κοιτάζω χρόνια χωρίς αλλαγή.
Κορνιζωμένη ιδέα που δεν ταξιδεύει στην ιστορία
μήτε στα όνειρα αλλά κοιμάται σε μνήμες τραυματισμένες.
Φωνές, πληγές, χρώματα, παζάρι!
Στην αγορά των πραματευτών η δικαιοσύνη
στα βλέμματα των χαφιέδων πίσ’ από τα τζάμια
Και τα πουλιά πιασμένα σε δίχτυα και ξόβεργα
Αργοπεθαίνουν χωρίς ανασασμό.
Αχ ο Νοτιάς να πάψει να φυσά
να πάρει φωτιά μια νύχτα το φεγγάρι
να κατεβούμε στη ζωή απ’ την πλευρά του ήλιου,
τη φωτεινή!