Σε γενικές γραμμές, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το κυρίαρχο λογοτεχνικό λόγο τον επιβάλλουν οι άντρες και όχι οι γυναίκες. Το έργο των ποιητριών αποτιμάται, συνολικά σχεδόν, αρνητικά και κατατάσσεται στην ελάσσονα ποιητική παραγωγή. Υπήρξαν βέβαια και θετικές αντιδράσεις από πολλούς, όπως παραδείγματος χάρη αυτή του Γρηγορίου Ξενόπουλου και του Κωστή Παλαμά. Ο πρώτος αναφέρει ότι οι γυναίκες είναι πιο επιτυχημένες διηγηματογράφοι, ενώ ο δεύτερος ομολογεί ότι η ιδεώδης γυναίκα είναι αυτή που δεν ασχολείται με τον αργαλειό της Πηνελόπης αλλά προτιμά να παίζει τη λύρα της Σαπφούς. Παρά ταύτα η εμφυλοποίηση των λογοτεχνικών ειδών επηρεάζει αρνητικά τη γυναικεία λογοτεχνική παραγωγή με αποτέλεσμα την αποσιώπησή της.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι οι γυναίκες που γράφουν ποίηση σ’ αυτή τη περίοδο ακολουθούν την κυρίαρχη τότε ρομαντική παράδοση και καθώς οι θεμελιωτές της είναι άνδρες ποιητές (Παπαρρηγόπουλος, Παράσχος, Ζαλοκώστας κ.α.), οι ποιήτριες ακολουθούν παθητικά και όχι δημιουργικά αυτή την παράδοση τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, το οποίο είναι κυρίως ελεγειακού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η ποίησή τους να μην αποτελεί τολμηρή αντιρρητική ποίηση στον κυρίαρχο αντρικό ποιητικό λόγο. Η ποίησή τους αποτελεί μάλλον μια έκφραση, ασφαλώς δημιουργική, αλλά χαμηλόφωνη. Συνάμα δηλώνουν τις φεμινιστικές τους θέσεις. Καθώς μάλιστα πολλές από αυτές ασκούν το επάγγελμα της δασκάλας κατακτούν με τον καιρό αντίστοιχο κοινωνικό κύρος και επομένως ο ποιητικός λόγος τους καταξιώνεται. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ποιητική παραγωγή τους αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό μέρος της ανδρικής παραγωγής, η χαμηλόφωνη ποίησή τους αποτελεί συγχρόνως μια θαρραλέα πράξη και γενναία τόλμη.
Με τίτλο Η Χαμηλόφωνη τόλμη κυκλοφορήθηκε προσφάτως από τις πολύ καλές Εκδόσεις Νίκας το βιβλίο που έγραψαν έξι γυναίκες φιλόλογοι, συνδεδεμένες μεταξύ τους με μακρόχρονη φιλία και κυρίως με κοινή αγάπη για τα γράμματα και την ποίηση. Είναι οι: Ασπασία Γκιόκα, Ζωή Κατσιαμπούρα, Τασούλα Καραγεωργίου, Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου και Ανθούλα Δανιήλ. Το βιβλίο τους, που αποτελεί ένα συλλογικό έργο εξετάζει αντίστοιχα έξι ποιήτριες που δημιούργησαν το έργο τους στο πρώτο περίπου μισό του 20ου αιώνα και το οποίο αποτελεί όντως μια χαμηλόφωνη, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, τόλμη. Οι ποιήτριες είναι οι εξής: Ελένη Σ. Λάμαρη, Μαρία Πολυδούρη, Αιμιλία Δάφνη, Μυρτιώτισσα, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη και Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου.
Απάντηση στο ερώτημα σε τί συνίσταται συγκεκριμένα αυτή η λυρική ρομαντική τόλμη, στην περίοδο μάλιστα που ο μοντερνισμός άρχιζε να ζει το θρίαμβό του, επιχειρούν να μας δώσουν οι έξι επιμέρους ενότητες του παρόντος βιβλίου, οι οποίες βασίζονται και σε ικανή βιβλιογραφία. Σε γενικές γραμμές, πέρα από τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία των εξεταζόμενων ποιητριών, γνωρίζουμε από κοντά, το λυρικό πάθος της Πολυδούρη, όπως πάλλεται στα ποιήματά της, σ’ εκείνα κυρίως που γράφτηκαν μετά το θάνατο του Καρυωτάκη. Γνωρίζουμε επίσης τα σχετικά με την πρωτοποριακή χρήση της γλώσσας από την Αιμιλία Δάφνη που χρησιμοποίησε ενίοτε και λέξεις αρχαίες στην ποίησή της, ξεπερνώντας έτσι με τόλμη, τις επιταγές του δημοτικισμού.
Εντυπωσιαζόμαστε επίσης από την ερωτική σωματικότητα της Μυρτιώτισσας, που δεν αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις χαμηλόφωνη τόλμη, αλλά θαρραλέα και δυναμική έκφραση του ερωτικού της πάθους (όπως π.χ. επισημαίνει, εκτός βιβλίου σε άρθρο της, η Ανθούλα Δανιήλ για το ποίημα Voluptas (βλέπε Περί ου…..). Παρακολουθούμε στην αντίστοιχη ενότητα για την Ελένη Λάμαρη, μια λεπτοφυή ύπαρξη, ποιήτρια και μουσικό, αποτραβηγμένη στο σπίτι της να κεντάει τον δεκαπεντασύλλαβο , το σονέτο και την ιταλική τερτσίνα. Η ζωή της όλη ήταν τα τραγούδια της και οι συνθέσεις της. Μαθαίνουμε γι αυτήν ότι στα τελευταία της χρόνια κατάκειται ασθενής υπομένοντας καρτερικά τη βαριά της ασθένεια και τις αλγηδόνες της, ότι έγινε δημόσιος έρανος για να μπορέσει να γιατρευτεί και ότι γύριζε για ελεημοσύνη από πόρτα σε πόρτα με ένα τόμο ποιημάτων της στο χέρι.
Στην προτελευταία ενότητα εξετάζεται η Μαυροειδή – Παπαδάκη που διακρίνεται για την πολυμορφία των εμπνεύσεών της, την κοινωνική και πατριωτική διάσταση της ποίησής της και της ζωής της. Είναι η ποιήτρια που έγραψε τον Ύμνο του ΕΛΑΣ «Με το τουφέκι μου στον ώμο». Και στην τελευταία ενότητα εξετάζεται η Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου, η σπουδαία αυτή ποιήτρια και ζωγράφος. Όπως αποδεικνύεται στην ενότητα, δεν είχε δίκιο ο Καρυωτάκης , στην κρίση του γι’ αυτήν, στο ποίημά του «Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου/ και δίπλα σ΄αυτή το όνομά μου».
Στη συνέχεια, ύστερα από κάθε ενότητα, υπάρχει ένα ικανοποιητικό και με γνώση καμωμένο «Ανθολόγιο» για κάθε ποιήτρια. Υπάρχει επίσης η βασική βιβλιογραφία για την εκπόνηση της κάθε μελέτης. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο, που διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα. Οι συγγραφείς, όλες τους, όπως είπαμε φιλόλογοι, όλες τους σε ώριμη πια ηλικία και η καθεμιά με τη δική της ξεχωριστή επίδοση στη γραφή ποιημάτων, διηγημάτων και κριτικών δοκιμίων καταφέρνουν να μας δώσουν ένα επιστημονικό βιβλίο που σπάζει την κρούστα άδικης σιωπής γι’ αυτές τις ποιήτριες.