«Φωτιά και τζεκούρι στους προσκυνημένους» Θ. Κολοκοτρώνης Τη φράση που αποτελεί την προμετωπίδα του παρακάτω κειμένου την είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν τον Μάιο του 1826 προσπαθώντας να φυσήξει πνοή στην Ελληνική Επανάσταση και να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ Πασά, ο οποίος, μαζί με τον προδότη οπλαρχηγό Δημήτρη Νενέκο, προσπαθούσε να την καταπνίξει. Την ίδια σκληρή φράση την είχε ήδη γράψει σε μια επιστολή του της 15ης Ιουνίου 1822 προσπαθώντας να ξεσηκώσει τους Έλληνες, ώστε να βοηθήσουν στην πολιορκία της Πάτρας. Έγραφε τότε: Εις Ελόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, όλα από Ζάτουνα έως Ασπρα Οσπήτια. Ευθύς όπου λάβετε το παρόν μου να ακούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον οποίον διορίζω με πληρεξουσιότητα να πάρη τα άρματά σας, και όλοι μαζύ να ελθήτε το ογληγορώτερον κατά το χρέος σας. Του έδωσα άδεια διά εκείνους από εσάς οπού δεν θελήσουν, να θύση και να απολέση με φωτιά και με τζεκούρι, οι δε λοιποί είσθε εις την αγάπην μου, και κάμνετε το χρέος σας με προθυμίαν, και ελπίζω ότι θ’ ακολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ακολουθήσατε λοιπόν, καθώς σας γράφω, και ακολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη, να προφθάσετε το ογληγορώτερον. 15 Ιουνίου 1822, Σαραβάλι, εκ της πολιορκίας Πατρών. Ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Έκτοτε, αυτή η θρυλική φράση παρέμεινε επίκαιρη σε κάθε ιστορική περίοδο μέχρι σήμερα και χρησιμοποιήθηκε σε αντίστοιχες περιπτώσεις προσωπικής, κοινωνικής και εθνικής μειοδοσίας με σκοπό την δραστηριοποίηση της κοινωνίας, την εξέγερσή της και την τιμωρία των «Νενέκων». Αυτή η φράση αποτελεί και τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλάρης» του Κωστή Παλαμά, που ανήκει στη συλλογή Σατιρικά Γυμνάσματα. Είναι ένα ποίημα που, ενώ ακολουθεί το σατιρικό κλίμα αυτής της συλλογής, ωστόσο αυτό που κυρίως το χαρακτηρίζει είναι η οργή, ο θυμός που φτάνει σε σημείο να καλέσει την κοινωνία της εποχής του σε μια νέα Επανάσταση: Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλάρης, ο στοχασμένος να Κολοκοτρώνης! –Το φύσημά σου πού θα ξαναπάρεις; Κάπου το χέρι απλώνεις· πού τ’ απλώνεις; –Μακριά, πολύ μακριά, αλλού πέρα! Στ’ αγνά· δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις· Στον πόλεμο, στων όλων τον πατέρα, στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία, στην κλεφτουριά, στου Τούρκου τη φοβέρα!— –Και γύρω σου κ’ εμπρός σου η Πολιτεία με τα λογής παλάτια τα πλατιά, σκολειά, καζάρμες, θέατρα, υπουργεία; Μ’ αποκρίθη:–Τσεκούρι και φωτιά! Αφορμή για τη γραφή του είναι ο χάλκινος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (έργο του γλύπτη Λάζαρου Σώχου, 1904) που είναι μέχρι σήμερα στημένος μπροστά στην Παλαιά Βουλή των Ελλήνων στην οδό Σταδίου, όταν ο ποιητής πιθανόν τον πρωτοαντίκρισε. Η μνημειακή σύνθεση του Σώχου παρουσιάζει τον Γέρο του Μοριά έφιππο («Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλλάρης») πάνω σ’ ένα ψηλό βάθρο. Ο Κολοκοτρώνης δεν παρουσιάζεται απαθής μορφή πάνω στο άλογο, όπως συχνά συμβαίνει σε άλλα αγάλματα άλλων ηρώων, αλλ’ αντίθετα έχει μια μεγάλη κινητικότητα και ζωντάνια, σαν να θέλει να πει κάτι που σκέφτεται («στοχασμένος»). Το δεξί του χέρι είναι υψωμένο και δείχνει τον δρόμο «Μακριά, πολύ μακριά, αλλού πέρα!», ενώ το κεφάλι του είναι στραμμένο προς τα πίσω, προς το παρελθόν, «στ’ αγνά», που «δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις». Στραμμένο μάλλον, όπως ερμηνεύουν αυτή την αντιθετική κίνηση μελετητές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ξ. Κοκκόλης, Μιχ. Μερακλής κ.ά) στην εποχή της Τουρκοκρατίας, στον καιρό της αντίστασης της «κλεφτουριάς» και της Επανάστασης του 1821. Σε εποχές δηλαδή αγνές, αγάπης προς την σκλαβωμένη πατρίδα και σε ηθικά πεδία απλησίαστα για τους Έλληνες της εποχής του. Αυτό, κατά τον ποιητή, θέλει να πει ο Κολοκοτρώνης στους ανθρώπους εκείνης της περιόδου και στέκεται πάνω στο άλογο, σε επαναστατική κίνηση, «στοχασμένος». Μια επιστροφή προς τα πίσω, στο ηρωικό παρελθόν θέλει να δείξει. Αυτή την αγνότητα και τον ηρωισμό του παρελθόντος ακύρωσε ο ταπεινωτικός ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και το άσχημο ελληνικό παρόν ευθύς μετά το ’97 μέχρι το 1909, μέχρι δηλαδή την Επανάσταση στο Γουδί (15 Αυγούστου 1909). Με τα Σατιρικά Γυμνάσματά του ο Παλαμάς αυτό το παρόν σατιρίζει, γιατί, παρόλο που έγιναν σ’ αυτά τα χρόνια πολλά θετικά βήματα, ωστόσο το βάραιναν η δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος, η οικονομική στενότητα (είχε επιβληθεί ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος ΔΟΕ) ως επακόλουθο της χρεοκοπίας του 1893. Συγχρόνως οι διεθνείς εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο απαιτούσαν πολλές αλλαγές στα ελληνικά πράγματα και σοβαρές ετοιμασίες για τις προκλήσεις του κοντινού μέλλοντος στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας. Για να καταλάβουμε πόσο στενοχωρούσε τον Παλαμά αυτή η κατάσταση της Ελλάδας, ας λάβουμε υπόψη και τα παρακάτω. Τα Σατιρικά Γυμνάσματα ο Παλαμάς τα πρωτοδημοσίευσε στο πολιτικά μαχητικό περιοδικό Νουμάς σε δυο σειρές. Την πρώτη τον Ιανουάριο του 1908 και τη δεύτερη τον Σεπτέμβριο του 1909. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έγραψε όλα μαζί σ’ αυτά τα λίγα χρόνια, αλλά σιγά-σιγά αρχής γενομένης από τον καιρό του ελληνοτουρκικού πολέμου (3 Φεβρ. – 4 Δεκ του 1897). Εκείνη την περίοδο μάλιστα είχε αρχίσει να δημοσιεύει στην εφημερίδα Ακρόπολις Εσπερινή μια σειρά από άρθρα που, όπως θεωρήθηκε, αποτελούν το πρόπλασμα των Σατιρικών Γυμνασμάτων. Τα περισσότερα απ’ αυτά είναι κείμενα γραμμένα με οργή, με θυμό, με πικρό κριτικό λόγο, μ’ ένα αίσθημα βαθιάς θλίψης για όσα συνέβαιναν στην εποχή του: την εθνική ταπείνωση, την πολιτική διαφθορά, την υποκρισία, την αρχαιολατρεία της Πολιτείας και των «δασκάλων», η οποία εμπόδιζε την εξέλιξη και την ανάπτυξη της δημοτικής γλώσσας, την κακή κατάσταση των Θεσσαλών προσφύγων του πολέμου, την άθλια οικονομική κατάσταση κ.ά. Όλα τα παραπάνω δικαιολογούν τον θυμό του και την πολύ καυστική σάτιρα που εξαπολύει στα Σατιρικά Γυμνάσματά του. Ο ποιητής, λοιπόν, με τη βοήθεια της περσόνας του, δηλαδή για τη συγκεκριμένη περίπτωση του ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, θέλει να ξεσηκώσει πόλεμο, μια νέα επανάσταση τόσο για την πραγμάτωση της Μ. Ιδέας, όσο και για τη βελτίωση της ελληνικής κοινωνίας σε πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο προβάλλοντας ως πρότυπο την αγνή και γενναία κλεφτουριά, που τη χαρακτηρίζει η «αγράμματη σοφία» της λαϊκής παράδοσης, γόνος της οποίας υπήρξε κι ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά. Στην τελευταία στροφή του ποιήματος ο ποιητής, αν και ξέρει ποιος είναι ακριβώς ο επαναστατικός λόγος του χάλκινου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο έχει ανοίξει διάλογο από την αρχή του ποιήματος, προσποιείται πως θέλει να τον μεταπείσει προβάλλοντας τα επιτεύγματα της Πολιτείας και της σύγχρονής του ζωής (βασιλικά παλάτια, σκολειά, καζάρμες, θέατρα, υπουργεία). Η απάντηση όμως που παίρνει είναι: «Τσεκούρι και φωτιά!». Το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί και σήμερα πολύ επίκαιρο, καθώς η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι τηρουμένων των αναλογιών παρόμοια σε βασικά σημεία με εκείνη που βίωνε ο Παλαμάς εκείνο τον καιρό. Ήδη διανύουμε ως χώρα τον δέκατο τρίτο χρόνο μεγάλης οικονομικής κρίσης, έχουμε ογκωδέστατο και μη βιώσιμο οικονομικό χρέος, μας έχει επιβληθεί οικονομική επιτήρηση γιατί η Ελλάδα είναι πτωχευμένη χώρα, υπάρχει πολιτική διαφθορά και αδιαφορία για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, εκατοντάδες χιλιάδες νέοι έχουν ξενιτευτεί προς εύρεση εργασίας στο Εξωτερικό, αντιμετωπίζουμε την απειλή γειτονικής χώρας, κ.ά. Ας μη καθησυχάζουμε και τουλάχιστον κάθε φορά που περνάμε την οδό Σταδίου στο ύψος της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων ας ατενίζουμε τον «χαλκόπλαστο καβαλάρη» ψιθυρίζοντας το: «Τσεκούρι και φωτιά!».