Η Λία Σιώμου (Λία Αντωνοπούλου) είχε την τύχη-μοίρα πολλών Ελλήνων/ίδων να ξενιτευτούν από τα νεανικά τους χρόνια για χάρη των σπουδών ή ανεύρεσης εργασίας και να παραμείνουν στην ξένη γη έκτοτε μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, η ποιήτριά μας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην μεταπολεμική Αθήνα, όπου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Χημικό τμήμα). Στη συνέχεια έφυγε για την Αμερική, όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές (Master’s of Science στη Βιοχημεία) στο Michigan State University. Εργάστηκε σε διάφορα πανεπιστήμια ως ερευνήτρια. Ειδικεύτηκε ακόμη σε θέματα υγείας του εργαζομένου και προστασίας του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Υπουργείο Ενέργειας της Αμερικής. Έκανε δηλαδή αξιόλογες σύγχρονες σπουδές και σταδιοδρόμησε με επιτυχία. Η ίδια όμως, όπως ομολογεί στον πρόλογο του βιβλίου της, αν της δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία, η Φιλολογία θα της ταίριαζε περισσότερο.
Τι την οδήγησε στην ποίηση; Η ζωή της στην ξένη που ήταν/είναι διαφορετική από τη ζωή στην πατρίδα και οι δυσκολίες που δημιουργεί ο ξένος τόπος στην επικοινωνία. Αισθανόταν ότι ο κόσμος γύρω της δεν την καταλάβαινε, ενώ μέσα της ξεχείλιζαν οι ιδέες και τα συναισθήματα που της δημιουργούσε η ζωή και ιδιαίτερα η νοσταλγία για την πατρίδα της. Η ποίηση έγινε ο τρόπος να σπάσει τη σιωπή της και να επικοινωνήσει με τους άλλους, να στείλει το μήνυμά της, ελεύθερο από συμβατικότητες. Ένα μήνυμα αγάπης προς τον συνάνθρωπό της «τις ώρες τις ιερές που ψάχνει στ’ άστρα να βρει τ’ αχνάρια του, τις σβησμένες ελπίδες του, τα χαμένα όνειρά του», αποκτώντας έτσι η ποίησή της κοινωνικό χαρακτήρα.
Από το 2001 μέχρι το 2014 έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, που περιέχονται στον παρόντα τόμο που έχει τίτλο: Της ζωής και της αγάπης. Οι συλλογές αυτές είναι: Ερωδιού η κατοικία, Αλκυονίδες (Εκδ. Δωδώνη 2001), Μαγιοστέφανο, Σπονδή Ονείρου, Εν γη Ερήμω, Άττικα και εις Μνήμην Ουτοπίας (Εκδ. Γαβριηλίδης). Οι συλλογές ξεχωρίζουν μέσα στον τόμο η μία από την άλλη καθώς έχουν αναπαραχθεί τα ωραία χρωματιστά εξώφυλλά τους. Σύνολο σελίδων: 445. Σύνολο ποιημάτων: 298. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς πρόκειται για ένα ολόκληρο ποιητικό έργο που η εξοικείωσή του θα πάρει πολύ χρόνο. Σ’ αυτή την παρουσίαση του τόμου λίγα μόνο πράγματα χωράνε, ικανά όμως για να παρακινήσουν τον αναγνώστη να αφιερώσει ανάλογο χρόνο για την ανάγνωσή του.
Η ποίηση λοιπόν της Λίας Σιώμου είναι λυρική, χαμηλόφωνη, νοσταλγική, με φρέσκια ποιητική γλώσσα, που διαθέτει μουσικότητα και κάνει πολύ ευχάριστα τα ποιήματά της. Οι λέξεις της βγαίνουν αβίαστα και με ευκρίνεια τα υπηρετούν. Πολλά απ’ αυτά γι’ αυτό το λόγο έχουν μελοποιηθεί. Τα ποιήματα της Λίας Σιώμου δεν ακολουθούν τον κανόνα του μοντερνισμού. Τα περισσότερα είναι παραδοσιακά με μέτρο και με ομοιοκαταληξία, όχι όμως με αυστηρότητα. Βρήκα όλων των ειδών μέτρα: ιαμβικά (Τα μυστικά της ζήσης μου/χαμένα όνειρά μου/βήμα το βήμα τα ‘συρε/ στην άμμο του γιαλού), μεσοτονικά (Μ’ ανέμους στους δρόμους’…μια ελπίδα γι’ ασπίδα), αναπαιστικά (Με ακτίνες σελήνης…και μ’ ασήμι φωτός), ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο (Ζωές π’ ανθίσατε απλά σαν άνοιξης λουλούδια….κύμα το κύμα κύλησε κι η θλίψη σου για μένα) κλπ. Τις περισσότερες φορές όλα μαζί τα μέτρα τα συναντάμε μέσα στο ίδιο ποίημα, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι παρά τη χαρούμενη επιφάνειά τους, κάτω απ’ αυτά κρύβεται μια ανήσυχη προσωπικότητα που ψάχνει να βρει την ψυχή της. Κι αυτό φαίνεται καλύτερα στη συλλογή Εν γη ερήμω, όπου όλα τα μέτρα κι οι ομοιοκαταληξίες θα σπάσουν και τα περισσότερα ποιήματα θα προσεγγίσουν πεζή εκφορά. Ο λόγος και οι εκτιμήσεις της ποιήτριας θα αποκτήσουν ρεαλισμό και χωρίς τις δεσμεύσεις του ποιητικού λόγου θα μας μιλήσει πιο φανερά:
Ακίνητη υπό το βάρος των αναμνήσεων/ κουρασμένη από την πολυχρόνια πορεία/ εν γη ερήμω και ανύδρω.
Και ξετυλίγει τον μίτο στους λαβυρίνθους του νου./Και τον τυλίγει και πάλι μιαν άκρη ζητώντας να βρει./ Μια προσπάθεια συστηματική, αναλυτική/χωρίς ποτέ να φθάνει στη λύση του θεωρήματος…..Η προσπάθειά του να τα αναλύσει όλα/να λύσει τον γόρδιο οδήγησε εις αδιέξοδο./Η πολλή ανάλυση κατέληξε εις παράλυσιν.
Και η απόσταση μεταξύ των αστέρων έτη φωτός./ Όση και η δική μου από τους συνανθρώπους μου./Χαμένη νιώθω, μικρή/σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Σε αντίθεση με τον γνωστό στίχο του Σεφέρη «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» τη Λία Σιώμου, όπου κι αν ταξίδεψε, η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αττική τη μαγεύει και τη γεμίζει μια βαθιά κι ανείπωτη νοσταλγία. Είναι βέβαια πρώτα ο οδυσσειακός νόστος της πατρίδας, του τόπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε, αλλά είναι και ο νόστος του πανέμορφου ελληνικού-αττικόύ ουρανού, όπου πειθήνιος ο ήλιος στο ηρακλειτικό απόφθεγμα («Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα∙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν») ανατέλλει το πρωί και δύει το βράδυ, για να θυμίζει στους ανθρώπους την κοινωνική τους ευθύνη, αλλά και με το φως του να λαμπρύνει τη φύση.
Η Λία Σιώμου στις πρώτες κιόλας σειρές του προλόγου της γράφει: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, τα μεταπολεμικά χρόνια, κι αγάπησα την Αττική μ’ ένα τρόπο που θα μ’ ακολουθούσε μετέπειτα σε όλη τη ζωή μου. Οι αναμνήσεις μου από τη χώρα του ήλιου και της θάλασσας πλαισίωσαν τα όνειρά μου και πλάσανε τον εαυτό μου μ’ έναν τρόπο, αναμφισβήτητα, καθαρά Ελληνικό». Και παρά την μακροχρόνια παραμονή της στην Αμερική, η οποία δεν ευνοούσε την ποιητική έκφραση μιας Ελληνίδας, η Λία Σιώμου μπόρεσε να κρατήσει στο μυαλό και στην ψυχή της την ελληνική θεματολογία και τον ελληνικό τρόπο του φιλοσοφείν, την ελληνική γλώσσα και την αγάπη της για την Ελλάδα και κυρίως για την Αττική. Στα ποιήματά της φαίνεται η μεγάλη νοσταλγία της για τη ζωή της στα νεανικά της χρόνια στην Ελλάδα και η συνακόλουθη θλίψη της, γιατί βρίσκεται μακριά από τη γενέθλια γη.
Θυμήθηκα τα κύματα/τα γαλανά της Αττικής
Τους κάμπους της με τις ελιές/τα στάχυα και τα σκίνα
Τα βράχια της π’ ανθίζανε/μικρές, μαβιές οι κυκλαμιές
Τους λόφους της π’ ευώδιαζαν/πεύκα θυμάρια και μυρτιές.
(island Memories, σ.167)
Θυμάται τις γειτονιές της Αθήνας εκεί που όνειρα τριγύριζαν τα χρόνια τα γλυκά της νιότης τα χαμένα…τ’ άσημα χαμόμηλα/τα πράσινα τα βρύα …τις βιολέτες τις μικρές, τις γαληνές/που έφερναν στον νου Επιταφίους, Πασχαλιές…τους κήπους με τα γιασεμιά/τις ανεμώνες και τα γιούλια/ τις γλάστρες με τα βασιλικά/το άρωμα που χύναν τα ζουμπούλια.
(Γειτονιές της Αθήνας, σ.169)
Στο παρακάτω πολύ ωραίο ποίημα η Λία Σιώμου προσπαθώντας να ανακαλύψει τα αίτια της αγάπης της για την Αττική χρησιμοποιεί μια σειρά από «άστοχα ερωτήματα», που φανερώνουν τη μεγάλη της νοσταλγία για το όμορφο φυσικό τοπίο της. Αξίζει να διαβάσει κανείς αυτό το ποίημα που το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερά της, ικανό να σταθεί επάξια ανάμεσα σε άλλα παρόμοια παραδοσιακά ποιήματα σπουδαίων ποιητών, και γι’ αυτό το παραθέτω ολόκληρο:
Να ‘ταν τα όνειρα που σεργιανούσαν
στις γειτονιές σου τότε Αττική;
Να ‘ταν το μύρο απ’ τα θυμάρια σου
π’ ανέπνεε γι’ αγέρα η ψυχή;
Να’ ταν οι παπαρούνες που ‘διναν
στους κάμπους της ψυχής το χρώμα;
Να ‘ταν τα στάχυα των αγρών
που πρασινίζαν στην καρδιά τα όνειρα
και στο φτωχό το χώμα;
Να’ ταν τα πεύκα σου και οι μυρτιές
που γέμιζαν τον νου με ευωδιές;
Να ‘ταν η αγάπη για τον ουρανό
τον αίθριο τον γαλανό;
Να ‘ταν το άρωμα μιας πασχαλιάς
τα ανθάκια της τρελής της μυγδαλιάς
μιας κυκλαμιάς απλής των βράχων
τα μικρά, μαβιά ανθούλια
που γέμιζαν τον νου με όνειρα
κι ανθίζαν στην καρδιά τα γιούλια;
(«Αττική», σ. 170)
Από τα πρώτα κιόλας ποιήματά της η Λία Σιώμου φαίνεται καθαρά με πόση λαχτάρα κι ευθύνη αναλαμβάνει το έργο της ποιητικής έκφρασής της. Αισθάνεται πως έχει το ποιητικό χάρισμα και όπως όλοι οι ποιητές επικαλούνται τη Μούσα, αρχής γενομένης από του Ομήρου, έτσι κι η Λία Σιώμου με περισσή ευλάβεια την παρακαλεί «Δώσε μου μούσα το σκοπό, δώσ’ μου και τις ωδές». Με το χάρισμά της θα επιτελέσει με την πολλή πλούσια ποιητική της ύλη έναν υψηλό σκοπό, αντάξιο της ποίησης. Και να ποιος είναι ο ορισμός της ποίησης, κατά τη Λία Σιώμου: «Ένας συνταυτισμός κοινών ονείρων, κάτι σαν κι αυτό που βλέπεις στη ζεστή ματιά τ’ ανθρώπου π’ αγαπάς, που χωρίς να μιλήσει αδειάζει τ’ αστέρια τ’ ουρανού στις φλέβες σου και κάνει το αίμα σου να κυλά για έναν προορισμό στη γη».