Σε προηγούμενο κείμενό μου στο Περί ου (Χάικου ή σύντομες πινελιές με ιαπωνική μελάνη. Συζήτηση με την Τ.Ν., 13 Ιουλίου 2024) είχα εκφράσει τη γνώμη μου για το Χάικου ή Χαϊκού, το ποιητικό αυτό είδος που επικράτησε τα τελευταία 100 χρόνια και στην Ελλάδα ως μίμηση του αντίστοιχου ιαπωνικού είδους. Πρόκειται για ένα μικρό ποίημα, που εξαντλείται κατά κανόνα σε 17 μόνο συλλαβές και αγγίζει με λιτότητα την ομορφιά του κόσμου γύρω μας. «Είναι το συντομότερο είδος ποίησης στον κόσμο»[1]. Διαρκεί όσο κρατάει μια ανάσα. Αποτελεί μια ποιητική προσπάθεια να συλληφθεί η ρευστότητα της στιγμής, προκειμένου να διατηρηθεί αναλλοίωτη στην αιωνιότητα. Κι επειδή οι 17 συλλαβές δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν μια στιγμιαία εμπειρία, ο ποιητής του χάικου περιγράφει μια ιδέα αφήνοντας τον αναγνώστη να τη συμπληρώσει , να την επεκτείνει. Με άλλα λόγια, είναι μια ιδιαίτερη ποιητική φόρμα που εκφράζει το ακαριαίο φωτογραφίζοντας κάθε φορά ένα στιγμιότυπο (instantané) ακολουθώντας μια ιδιαίτερη ποιητική φόρμα και προκαλεί μια μικρή έκρηξη αφύπνισης. Χάικου είναι αυτό που βλέπει κανείς από το στιγμιαίο άνοιγμα και κλείσιμο μιας βεντάλιας. Δίνω δυο-τρία ιαπωνικά παραδείγματα, ασφαλώς σε μετάφραση:
Η παλιά στέρνα, αχ! Ανάμεσα στα χόρτα Στην καμπάνα του ναού
Ένα βατράχι πηδάει μέσα: ένα άγνωστο λουλούδι κουρνιασμένη, κοιμάται
ο ήχος του νερού! ανθίζει λευκό. η πεταλούδα. Ω!
(Μπασό 1643-1694) (Σίκι 1869-1902) (Μπουσόν 1716-1784)
Η ποίηση Χάικου ξεκίνησε να γράφεται στην Ιαπωνία τον 17 αιώνα μ. Χ.[2] και απόκτησε κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα: πολύ συχνά περιλαμβάνει μια λέξη ή μια φράση που υποδηλώνει την εποχή του έτους για να δείξει την αλλαγή στη φύση και τη ζωή του ανθρώπου. Περιλαμβάνει επίσης μια λέξη που προκαλεί μια παύση ή διακοπή στη ροή του ποιήματος :
Στ΄άνθη κερασιάς Το κοράκι κάθεται Σε άκρες και γωνιές
ανοιξιάτικη αύρα∙ σε ξερό κλαδί∙ το κρύο παραμένει:
φτάνει η αυγή. το φθινοπωρινό βράδυ. άνθη δαμασκηνιάς.
(Τ.Ν.) (Μπασό) (Μπουσόν 1716-17
Ενσωματώνει ακόμη την ιδέα της «κενότητας», του αδειάσματος του μυαλού, που δημιουργεί μέσα στο ποίημα την αίσθηση της σιωπής ή του κενού χώρου, επιτρέποντας έτσι στους αναγνώστες να νιώσουν το ποιητικό στιγμιότυπο:
Μέσ’ στη σιγή μου Ο κορυδαλλός∙ Η ιπομαία[3], αχ!
κύμα αργό ανασαίνει∙ η φωνή του σταμάτησε Ο κουβάς παγιδεύτηκε!
το κενό μιλά. Μην αφήνοντας τίποτε πίσω. Παρακάλεσα για νερό.
(Τ.Ν.) (Άμπου) (Τσίγιο 1703-1775)
Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, της «κενότητας», που στις άλλες γλώσσες εκφράζεται κυρίως με σημεία στίξης, συνδέει το χάικου ουσιαστικά με το Zen, το οποίο αποτελεί και το φιλοσοφικό πλαίσιό του[4]. Το Ζεν είναι η φιλοσοφία μιας σχολής του Βουδισμού που αναπτύχθηκε στην Κίνα ως Τσαν και μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία ως Zεν. Ο ζενικός διαλογισμός δίνει αποκλειστική προτεραιότητα στην άμεση εμπειρία και στην προσωπική κατανόηση της φύσης, του νου και της πραγματικότητας, επιδιώκοντας την επίτευξη της φώτισης (σατόρι) μέσω της άμεσης εμπειρίας και της ενόρασης, όχι μέσω, πρέπει να το τονίσουμε αυτό, της λογικής επεξεργασίας και της θεωρητικής μάθησης.
Η «κενότητα» αποκλείει τη λογική επεξεργασία και είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που απομακρύνει τα ελληνικά χάικου από το πρωτότυπο, γιατί η ελληνική δημιουργία βασίζεται από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα κυρίως στη λογική επεξεργασία και εκτίμηση. Γι’ αυτό η πρόσληψη και η αναπαραγωγή του είδους στα ελληνικά, αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία, είναι, κατά τη γνώμη μου, επιφανειακή και φορμαλιστική. Η μεταποίηση του πολιτισμικού προϊόντος χάικου από την Άπω Ανατολή στη Δύση δεν είναι τόσο επιτυχής∙ είναι δυτική κατασκευή, «που μάλλον προδίδει το αρχικό πνεύμα και σχήμα του ιαπωνικού χάικου»[5]. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, όταν οι κατευθύνσεις της ιαπωνικής και ελληνικής-δυτικής φιλοσοφίας είναι τόσο διαφορετικές.
Ωστόσο, επειδή το ελληνικό πνεύμα είναι ιστορικά μαθημένο στις προσαρμογές και αφομοιώσεις ξενικών στοιχείων, καταφέρνει να ενσωματώνει στο χάικου στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας και φιλοσοφίας και την αγάπη της ελληνικής αντίληψης για τον λιτό και τον εν μέτρω λόγο. Άλλωστε και το χάικου, στο πεδίο των πολιτιστικών προσμείξεων, δεν παρέμεινε αναλλοίωτο , αλλά λιγότερο ή περισσότερο δημιουργικά εντάχθηκε στην πολιτισμική παράδοση της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Κοινό στοιχείο που βοήθησε τη δημιουργική αφομοίωση στάθηκε η μινιμαλιστική του αντίληψη, με την οποία γονιμοποίησε κιόλας τη δυτική ποίηση. Έτσι, το χάικου ως ένα δυτικό, επομένως κι ελληνικό, κατόρθωμα αποτελεί ένα είδος, που μας έχει δώσει πολλές όμορφες μονοκοντυλιές, όχι μόνο στον προηγούμενο αιώνα, αλλά και σ’ αυτόν που διανύουμε .
Μια αξιόλογη συλλογή χάικου μας έδωσε τον Απρίλιο (2024) που πέρασε ο Βασίλης Παπαβασιλείου: Στιγμιότυπα αφύπνισης-Χαϊκού, Εκδόσεις Ιωλκός. Δοκιμασμένος συγγραφέας με πέντε ποιητικές συλλογές, εκ των οποίων οι δύο με χάικου, και ένα βιβλίο πολύ καλών διηγημάτων. Πέραν των άλλων, εκείνο που πρώτα μπορούμε να πούμε είναι ότι ποσοστιαία οι δύο στις πέντε συλλογές με χάικου φανερώνουν την αγάπη του Παπαβασιλείου για το είδος. (Η πρώτη του συλλογή: Ενόραση, 2016, περιέχει 54 χάικου και η τωρινή 114. Σύνολο 168).
Αυτή η αγάπη του για το χάικου παράλληλα με την εργατικότητά του και κυρίως με το ταλέντο του, που είναι εμφανές και στα άλλα βιβλία του, μας δίνουν σ’ αυτή τη συλλογή πολλές όμορφες ποιητικές στιγμές, μικρά ποιητικά διαμαντάκια, μικρές πινελιές με ιαπωνική μελάνη. Με τις δύο τελευταίες λέξεις εννοώ τη θεωρητική γνώση που έχει για το είδος, την οποία απόκτησε εξαντλώντας, εικάζω, τη σχετική βιβλιογραφία, και την τήρηση της ιαπωνικής φόρμας, όπως επικράτησε στην Ελλάδα (17 συλλαβές). Εννοώ επίσης τη διατήρηση κάποιων χαρακτηριστικών του είδους (αναφορές στη φύση, παύση, κενότητα, χρήση ειδικών λέξεων), τη σύνθεση ακόμη του εξώφυλλου, που παρουσιάζει μια ιαπωνική βεντάλια (ριπίδι) που ανοίγει για μια στιγμή για να εμφανιστεί η εικόνα που θα οδηγήσει τον αναγνώστη στον φωτισμό (σατόρι). Τέλος, ο τίτλος της συλλογής: Στιγμιότυπα αφύπνισης-Χαϊκού, γιατί «το χάικου» δεν είναι άλλο από σατόρι-τη στιγμιαία αφύπνιση, που είναι ο στόχος των διαλογισμών Ζεν»[6]
Αν και όλα αυτά μας πλησιάζουν στο αυθεντικό χάικου και τη φιλοσοφία του Ζεν, ωστόσο ισχυρίζομαι ότι το αποτέλεσμα είναι μια ελληνική δημιουργία, μακριά από τη φιλοσοφία του Ζεν, ιδίως στο πρώτο μέρος που περιέχει ποιήματα «του πολέμου». Και για του λόγου το αληθές παραθέτω μερικά:
Το προσφυγάκι Στον καταυλισμό Με νερομπογιές
έγινε πάλι παιδί∙ το χωλό κοριτσάκι φτιάχνουν ήλιους τα παιδιά∙
μ’ ένα παγωτό. πρώτο στο κουτσό! βρέχει στις σκηνές.
Η γλώσσα είναι απλή, το ύφος λιτό, ο λόγος λακωνικός- πυκνός, γεμάτος βαθιά ελληνική ενσυναίσθηση. Τι κι αν τα δύο από τα παραπάνω παραδείγματα περιέχουν στο δεύτερο στίχο άνω τελεία, για να δηλώσουν παύση ή κενότητα! Τι κι αν εξαντλούνται σε 17 συλλαβές! Η ουσία είναι ότι αποτελούν διανοητικές συνθέσεις που αποτελούν συγκλονιστικές διαμαρτυρίες-καταγγελίες για τον πόλεμο και την προσφυγιά, όχι ζενικές ενορατικές συλλήψεις! Επιδέχονται μάλιστα διάφορους σχολιασμούς που σχετίζονται με τον πόλεμο, τα προσφυγάκια και τους καταυλισμούς. Ένα παγωτό ξαναδίνει παιδική χαρά στο προσφυγάκι σε κάποιο hot spot, το κοριτσάκι που έχασε στον πόλεμο το ένα του πόδι καταγγέλλει τη μεγάλη αδικία του πολέμου και τέλος στις σκηνές των καταυλισμών η βροχή σβήνει τη χαρά και τα όνειρα των παιδιών. Αυτά και τόσα άλλα λένε αυτά τα πολύ ευαίσθητα και πρωτότυπα χάικου του καλού μας ποιητή Βασίλη Παπαβασιλείου. Και τα υπόλοιπα χάικου αυτής της ενότητας είναι εξίσου ποιοτικά, λιτά και ευαίσθητα.
Η δεύτερη ενότητα περιέχει χάικου που σχετίζονται περισσότερο με τη φύση και με φυσικά φαινόμενα θα έλεγα προσπαθώντας να δώσω ένα πολύ γενικό τίτλο. Λέξεις άλλου χαρακτήρα από τις λέξεις των άλλων χάικου του πολέμου: χελιδόνια, θέρος, δείλι, σύννεφα, μπαξέδες, φεγγάρια, ήλιοι, πουλιά, ηλιαχτίδες, λουλούδια, βροχούλες νούφαρα, νύχτα, πυγολαμπίδες και πάμπολλες άλλες αυτού του είδους. Όλα σχεδόν τα χάικου αυτής της ενότητας κινούνται στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο. Θα ήταν μικροψυχία βέβαια να ξεχωρίσει κανείς δυο-τρία, ανάμεσα στα 90, που δεν κατακτούν, κατά τη γνώμη μου, την ίδια με τα άλλα ποιότητα;; Ναι, μικροψυχία! Γιατί όλα τα άλλα νομίζω πως είναι διαμαντάκια. Δεν χρειάζεται να ψάξεις για να τα βρεις:
Στο μαύρο σατέν Στον χέρσο αγρό Ίχνη στο χιόνι∙
διαμάντια σπινθηρίζουν∙ ιχνογραφεί μπαξέδες αθέατος διάκοσμος
πυγολαμπίδες! μια ηλιαχτίδα. τα ελαφάκια.
Για τα χάικου αυτής της ενότητας θα έλεγα ότι μοιάζουν περισσότερο με τα αυθεντικά χάικου, γιατί πριν ανοίξει πάλι η βεντάλια προλαβαίνει κανείς να δει για μια στιγμή το παροδικό και να βιώσει το ακαριαίο, χωρίς καμιά κίνηση του μυαλού. Αποτελούν πράγματι «στιγμιότυπα αφύπνισης».
Τα 6 ποιήματα της τρίτης ενότητας, που σχετίζονται μάλλον με ψυχικές καταστάσεις, θα έλεγα πως όσο τα κοιτάς, τόσο σου αρέσουν, κυρίως γιατί εκφράζουν τ’ αδιέξοδα, τη λύπη και την απομόνωση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Το καθένα θα μπορούσε να γραφτεί ως ένας μοντέρνος στίχος, όπως για παράδειγμα:
Τρελός καλπασμός παλεύει τ’ όνειρο με τα χαλινάρια.
Στα ιατρεία πρόζες ταπεινότητας οι ψίθυροί μας.
Απομόνωση ο χώρος με το ίδιο αποτύπωμα.
Από το μότο κιόλας νιώθει κανείς την ποιότητα αυτών των μικρών ποιημάτων:
Είπε το μήλο:
«Μετά γίνομαι δένδρο∙
Πρώτα σαπίζω».
Επιλογικά, θα έλεγα ότι αυτό το βιβλίο του Βασίλη Παπαβασιλείου θα πρέπει να γίνει, μαζί με κάποια άλλα άξιων ποιητών, βιβλίο αναφοράς στο είδος του χάικου.