You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου:  Συζήτηση με την Ανθούλα Δανιήλ για μια φωτογραφία του Γ. Σεφέρη. Β’ Μέρος

Χρ. Δ. Αντωνίου: Συζήτηση με την Ανθούλα Δανιήλ για μια φωτογραφία του Γ. Σεφέρη. Β’ Μέρος

Στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου προσπάθησα να τεκμηριώσω όσα οι συνειρμοί της Ανθούλας Δανιήλ, με αφορμή τη φωτογραφία του Γ. Σεφέρη στον αρχαιολογικό χώρο της Παλμύρας, μας παρέπεμψαν  στον Σικελιανό και στο ποίημά του «Ιερά Οδός». Χαρακτηριστική για τη φωτογραφία  του Σεφέρη στην Παλμύρα και στους παραπέρα συνειρμούς της κριτικού ήταν η φράση  ότι: «Έτσι, σ’ αυτή τη στάση, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, μας θυμίζει δύο προγόνους. Έναν σύγχρονο κι έναν αρχαίο. Ο σύγχρονός του (του Σεφέρη) θα μπορούσε να είναι ο Άγγελος Σικελιανός, όταν βγήκε στον δρόμο για την Ελευσίνα, στην «Ιερά Οδό», που την θεωρεί δρόμο της ψυχής∙ ήταν δειλινό κι ο ήλιος μπήκε από ραγισματιά στην καρδιά του και κάθισε σε μια πέτρα-θρονί και σκέφτηκε και στο τέλος πήρε την απάντηση που νόμιζε πως άκουσε από το μούρμουρο της θάλασσας: ‘θα ‘ρτει’». Η εξωτερική ομοιότητα των δύο «φωτογραφιών», της «Ιεράς Οδού» και του Σεφέρη στην Παλμύρα: στάση, πέτρα, αρχαιολογικοί χώροι Ελευσίνας – Παλμύρας, αλλά και η ομοιότητα της ψυχοπνευματικής κατάστασης των δύο ποιητών, όπως αυτή τεκμαίρεται από τις αναλύσεις, καθώς επίσης και το κοινό ποιητικό τους όραμα για την πνευματική  αποκατάσταση—«ανάσταση» κατά τον Σικελιανό– του Ελληνισμού δικαιώνουν την κριτικό Ανθούλα Δανιήλ γι’ αυτή τη διαίσθηση των συνειρμών της.

Ο δεύτερος πρόγονος, στον οποίο μας παραπέμπει η κριτικός, είναι ο Ηράκλειτος, όπως εμφανίζεται στο ποίημα «Μνήμη, Β’ – Έφεσος», που ανήκει στη σεφερική ποιητική συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’ (1953). Το ποίημα αυτό όπως και το δίδυμο ποίημα «Μνήμη, Α’», αν και δεν τα εμπνεύστηκε ο Σεφέρης από την Κύπρο, αλλ’ ωστόσο τα ενέταξε στην κυπριώτικη συλλογή του, γιατί, νομίζω, σχετίζονται με το όραμά του, για την αποκατάσταση του σύγχρονου ελληνισμού, του «ελληνικού ελληνισμού», όπως τον ονομάζει ο ίδιος ο Σεφέρης (βλ. Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, Ά, Ίκαρος 1974, σ.101) μέσα στον οποίο ανήκει και η Κύπρος.

Η «Μνήμη, Β’» είναι μεταγενέστερο ποίημα από τη φωτογραφία (1950) και ασφαλώς αρκετά μεταγενέστερο του ποιήματος «Ιερά Οδός» (1935) και αποτελεί μια άλλη εκδοχή του ποιήματος του Σικελιανού. Κύριο θέμα του, όπως και του δίδυμου ποιήματος, «Μνήμη, Α’», είναι ο πόθος για την ανάσταση του Ελληνισμού. Από τα 1935 ο Σεφέρης εκτιμά ολοένα και περισσότερο τον Σικελιανό με τον οποίο αισθάνεται μια πνευματική συγγένεια όσο αφορά το ποιητικό τους όραμα για την  ελληνική πνευματική ζωή με την επικουρία της ελληνικής παράδοσης που έρχεται από το βάθος των αιώνων. (Αυτό μάλλον δικαιολογεί και τον υπότιτλο της προσέγγισης της κριτικού: Οι αιώνες μέσα σ’ ένα βλέμμα…). Με το ποίημα «Μνήμη, Β’» ο Σεφέρης θέλει να τον τιμήσει και να δώσει πολύ συνοπτικά το είδος της πνευματικής του συγγένειας με τον πρεσβύτερο ποιητή.

Ωστόσο, η αναφορά της Εφέσου στον υπότιτλο του ποιήματος ως προσδιορισμός του τόπου συσχετίζει το ποίημα και με τον Ηράκλειτο, ένα από τους αγαπημένους δασκάλους του Σεφέρη. Τον συσχετισμό  αυτόν τον επαυξάνει κι ο τελευταίος στίχος του πρώτου μέρους του ποιήματος που αποτελεί ένα μονόλογο: «Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο» («ωυτός δε Αΐδης και Διόνυσος»). Αλλά ο παραπάνω στίχος-παραδοχή είναι και στίχος του Σικελιανού: «Ω Διόνυσε-Άδη, θείε μου παραστάτη» («Ελληνικός Νεκρόδειπνος», Λυρικός Βίος τ. Ε’, σ. 144-147) κι επομένως μέσα στο ποίημα δηλώνουν ταυτόχρονα την παρουσία τους κι ο Ηράκλειτος κι ο Σικελιανός. Κοινό σημείο μεταξύ τους η πίστη τους για την αμοιβαία αλληλουχία της ζωής και του θανάτου. Μ’ αυτούς τους δύο ο Σεφέρης διαλέγεται πάνω στη βάση της σύνθεσης των αντιθέτων και του κοινού τους οράματος, ποιητικού και φιλοσοφικού. Ο  Σικελιανός δηλαδή, όπως ειπώθηκε και λίγο παραπάνω, κρατάει τον μίτο της αρχαιότητας και το έργο του είναι βαθιά ριζωμένο στην ελληνική παράδοση (δελφικές εορτές). Η διδαχή πάλι του Ηράκλειτου ότι «οδός άνω κάτω μία και ωυτή» που ενώνει τα αντίθετα π.χ. το πριν και το μετά, τον Άδη και τον Διόνυσο, τη ζωή δηλαδή και τον θάνατο, την αρχαία και τη νέα Ελλάδα κ.ά. του δίνουν την πίστη για μια ενιαία θεώρηση της ελληνικής παράδοσης, η οποία θα οδηγήσει στην πνευματική αποκατάσταση του ελληνισμού, σε μία ποθητή «άνω Ελλάδα». Αυτό το τελευταίο είναι άλλωστε, όπως φάνηκε και στα παραπάνω, και το ποιητικό όραμα του Σεφέρη. Γι’ αυτόν ο Σικελιανός «είναι ο ουσιαστικότερος εκφραστής του πνεύματος του Ηράκλειτου, ένα είδος σύγχρονου Ηράκλειτου»  (Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής κι ο χορευτής, Κέδρος 1979, σ. 207), όπως θα δούμε λίγο παρακάτω. Γι’ αυτό και μέσα στο ποίημα ο φιλόσοφος κι ο ποιητής ταυτίζονται. Ο Σεφέρης παραπέμπει πότε στον ένα περισσότερο και πότε στον άλλο, κι άλλοτε και στους δυο μαζί. Καταρχάς, να επισημάνω ότι οι δύο πρώτοι στίχοι:

Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο

που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα

 

μας θυμίζουν τη φωτογραφία του Σεφέρη στην Παλμύρα και την άλλη της «Ιεράς Οδού». Μήπως όσα σκεφτόταν τότε καθισμένος στην πέτρα είναι  αυτά που ολοκληρώνονται σ’ αυτό το ποίημα;; Αυτός τώρα που μιλάει πρέπει να υποθέσουμε ότι είναι ο Σικελιανός, αφού το μάρμαρο «έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα». Οι στίχοι:

«Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου

καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του

σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει

μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο

και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα

σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα

που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή»

αναφέρονται και στους δύο μαζί, όσο αφορά το καλλιτεχνικό δίδαγμα του Ηράκλειτου και την ποιητική βάση του Σικελιανού. Ο Ηράκλειτος ψέγει τους ανθρώπους, επειδή οι πιο πολλοί δεν ζουν σύμφωνα με τον κοινό λόγο: «Του λόγου δε εόντος ξυνού, ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν». Το να ζει λοιπόν κανείς σύμφωνα με τον κοινό λόγο γενικά και ειδικά στο πλαίσιο της τέχνης σημαίνει προσπάθεια σύνδεσης με το συλλογικό βίωμα, σύνδεση με την παράδοση. Και τέτοια σύνδεση, και μάλιστα πολύ στενή με την παράδοση, το υπογραμμίζω, έχει και το έργο του Σικελιανού αλλά και του Σεφέρη. Το ημιστίχιο: «Είναι παντού το ποίημα» δηλώνει μάλλον την ποιητική ατμόσφαιρα, έτσι όπως καθορίζεται από τον «ξυνό (κοινό) λόγο», σαν ένα πλατωνικό αρχέτυπο, άλλης βέβαια νοοτροπίας και οντολογίας. Το «ποίημα» είναι ο Λόγος του Ηρακλείτου. Οι υπόλοιποι στίχοι φανερώνουν, «με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη», τη στιγμή της επαφής της σικελιανής δημιουργίας με τον ηρακλείτειο λόγο. Εδώ ολοκληρώνεται η ταύτιση του Σικελιανού με τον σκοτεινό φιλόσοφο της Εφέσου. Αυτή την ταύτιση ενισχύει ο στίχος:

……………μα εσύ θυμίσου

Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο.

Οι στίχοι:

Ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων

Όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,

Κι’ εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»

 Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου»

 αναφέρονται πάλι και στους δύο. Το πρώτο ημιστίχιο: «ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές» ασφαλώς αναφέρεται κυριολεκτικά στον Ηράκλειτο, όταν ζούσε στην πολιτισμένη αρχαία Ιωνία, ενώ το δεύτερο: «σ΄άδεια κοχύλια θεάτρων» αναφέρεται στον Σικελιανό που στην εποχή του τα αρχαία θέατρα ήταν άδεια, δείγμα της πολιτισμικής στέγνιας της σύγχρονης Ελλάδας, παρά τις δελφικές γιορτές του Σικελιανού με τις οποίες προσπαθούσε να «σηκώσει τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα».

Αυτή την πνευματική, πολιτισμική  στέρηση υποδηλώνουν οι δύο παραπάνω σεφερικοί στίχοι του αποσπάσματος και υπενθυμίζουν συγχρόνως την αρχαία αίγλη του ελληνικού πολιτισμού. Οι τίτλοι «Μνήμη, Α’» και «Μνήμη, Β’», σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά (Ν. Βαγενάς, ό.π. σελ. 209),  έχουν μάλλον την προέλευσή τους από την «πλέρια Μνήμη» του Σικελιανού, που χωρίς αυτή τη μνήμη δεν πρόκειται να δημιουργηθεί η «Άνω Ελλάδα»:

Το γένος, βουλιαγμένο μες στον αιώνα,

Να λυτρωθεί μονάχο του μπορεί.

Μα να το ξυπνήσει πρέπει η πλέρια Μνήμη

Βαθιά του αδάμαστη και τρομερή!

Μέχρι τότε ο Σεφέρης αφήνει στα ποιήματά του τη γοργόνα της λαϊκής παράδοσης να τριγυρνάει στις θάλασσες, μέσα στα ποιήματά του και στα εξώφυλλα των βιβλίων του, αναζητώντας τον Μεγαλέξανδρο. Και στο δικό του ερώτημα ο Σικελιανός, που διατυπώνει στην Ιερά Οδό αν: «Θα ‘ρτει τάχα ποτέ, θε να ΄ρτει η ώρα που η ψυχή της αρκούδας και του γύφτου, κι η ψυχή μου(…) θα γιορτάσουν μαζί;;» απαντάει μόνος του στο τέλος του ποιήματος θετικά: «Θα ‘ρτει». Γι’ αυτό και τίθεται στον επόμενο στίχο το αγωνιώδες ερώτημα αν «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;» τα θέατρα.

Δεν ήταν στην πρόθεσή μου να ερμηνεύσω ολόκληρο το ποίημα. Και δύσκολο είναι να το πετύχω και δεν είναι αυτό το κείμενο ο κατάλληλος χώρος. Θέλησα μονάχα συνεχίζοντας και επεκτείνοντας κάπως το δοκίμιο της Ανθούλας Δανιήλ να δείξω τι θα μπορούσαν να σκεφτούν ή να συζητήσουν δύο κορυφαίοι ποιητές κι ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαιότητας που μοιράζονται το ίδιο όραμα, συμβολικά καθισμένοι σε μια πέτρα – θρονί σ’ απομεινάρια αρχαίων μαρμάρων στην Παλμύρα, στην Ελευσίνα και την Έφεσο.

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.