Σε όλη γενικά τη βυζαντινή εικονογραφία της Γέννησης του Χριστού τα χαρακτηριστικά του βυζαντινού τύπου εικόνων που απεικονίζουν την εν λόγω Γέννηση είναι τα εξής: Στη μέση υπάρχει ένα σπήλαιο που το σκεπάζουν τυποποιημένα βράχια. Στο κέντρο του μαύρου στομίου του σπηλαίου απεικονίζεται μέσα σε φάτνη ο νεογέννητος Χριστός, σπαργανωμένος. Πάνω από τον Χριστό και μέσα στο σπήλαιο αχνίζουν με τα χνώτα τους ένα βόδι κι ένα γαϊδουράκι, ενώ ψηλά από τον ουρανό φτάνει το φως του αστεριού με τρεις ακτίνες (συμβολισμός της Αγ. Τριάδος;).
Όλο το τοπίο φωτίζεται από ένα χρυσίζον φως. Δίπλα στη φάτνη βρίσκεται η Παναγία, που έχει τις μεγαλύτερες διαστάσεις σε σύγκριση με τα άλλα πρόσωπα, πράγμα που σχετίζεται μάλλον με τον πρωταρχικό ρόλο της ως Θεοτόκου. Πάνω από το βραχώδες σπήλαιο υπάρχουν, αριστερά και δεξιά τέσσερις συνήθως άγγελοι, που φέρνουν τη χαρμόσυνη είδηση στους ποιμένες. Η παράσταση συμπληρώνεται με τους τρεις Μάγους, άλλες σεβάσμιες μορφές και το λουτρό για το νεογέννητο βρέφος.
Απέναντι στην Παναγία, στο άλλο άκρο του σπηλαίου, παριστάνεται ο Ιωσήφ συλλογισμένος και λυπημένος, επειδή η Παναγία γέννησε παιδί που δεν είναι δικό του, καθισμένος σ’ ένα βράχο. Λίγο πιο κει πρόβατα πίνουν νερό από ένα ρυάκι. Χαμηλή βλάστηση και δύο δενδρύλλια στολίζουν το μάλλον ειδυλλιακό τοπίο της παράστασης.
Όλες αυτές οι μορφές και τα στοιχεία εικονίζονται σε γενικές γραμμές σε τρεις παράλληλες σχεδόν ζώνες-ομάδες από κάτω προς τα πάνω. Η πρώτη περιέχει μορφές και στοιχεία αυτού του κόσμου (ποιμένες, άλλες μορφές, λουτρό, δέντρα-βλάστηση, Μάγους), η πάνω ζώνη περιέχει μορφές και στοιχεία που ανήκουν στο μεταφυσικό πεδίο (άγγελοι, άστρο) και η ενδιάμεση με το θείο βρέφος που, επειδή είναι θεός και άνθρωπος, συνενώνει τα υπερφυσικά και τα γήινα στοιχεία, τον άνθρωπο με το θείον.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της βυζαντινής τέχνης, αυτή η παράσταση δεν είναι μια απλή ζωγραφική, αλλά συμβολίζει τη συνάντηση του ανθρώπου με το θείον. Γι’ αυτό τον λόγο «ο χαρακτήρας της είναι σεμνός, κατανυκτικός, με πνευματικό κάλλος. Τα άγια πρόσωπα εικονίζονται εν αφθαρσία. Η εικόνα διατηρεί τα ιστορικά πλαίσια αλλά δεν δεσμεύεται απ’ αυτά, ενώ καταργούνται η προοπτική και οι σκιές. Όλα είναι φωτεινά και ευδιάκριτα, επειδή φωτίζονται πνευματικά».
Τα παραπάνω στοιχεία και αντιλήψεις συνεχίστηκαν και στη Μεταβυζαντινή εποχή και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο σημαντικότερος αγιογράφος αυτής της εποχής είναι ασφαλώς ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος φιλοτέχνησε πολλές και όμορφες εικόνες της Γέννησης του Χριστού (Παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι κ.ά.). Με τον Κόντογλου δημιουργήθηκε, μέσα στο πλαίσιο της Μεταβυζαντινής παράδοσης κλίμα αναβίωσης της βυζαντινής ζωγραφικής χωρίς αποκλίσεις και με αυστηρό ύφος.
Μαθητές του υπήρξαν δύο κορυφαίοι ζωγράφοι: ο Νίκος Εγγονόπουλος κι ο Γιάννης Τσαρούχης. Και οι δύο διατήρησαν στο έργο τους το βυζαντινότροπο ύφος του δάσκαλού τους, παρόλο που στην εποχή τους (δεκαετία του 1930) η επιστροφή στην παράδοση ήταν γεγονός παρακινδυνευμένο, γιατί η κύρια αναζήτηση ήταν η «ελληνικότητα». Ο Τσαρούχης έγραψε: «Βλέποντας το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η μεγάλη ελευθερία, πολλές φορές αισθάνθηκα την ανάγκη στη ζωή μου να μελετήσω, πειθαρχώντας σε μια παράδοση. Μπορεί να έχει κανείς όσες αντιρρήσεις θέλει σ’ αυτή τη σκέψη μου, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί ότι είναι ένα φαινόμενο φυσικό το να συνδέεσαι με το παρελθόν». Κι αυτή η μελέτη του παρελθόντος περνούσε από το Βυζάντιο κι έφτανε στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Γι’ αυτό πίστευε ότι τη Βυζαντινή ζωγραφική είναι σε τελευταία ανάλυση Ελληνική ζωγραφική.
Το 1946 αγιογραφεί την Γέννηση του Χριστού (τέμπερα σε τέσσερα χαρτόνια) ακολουθώντας τη μεταβυζαντινή παράδοση, η οποία χαρακτηρίζεται από εικαστική διατύπωση των καθαγιασμένων προσώπων με τρόπο καθαρά γραφικό κι όχι πλαστικό. Αρνείται δηλαδή τη φυσιοκρατική αναπαράσταση. Ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της παράστασης είναι: το ξεκάθαρο και αυστηρό σχέδιο, ο λιτός προπλασμός, τα λαμπερά γήινα χρώματα, και ο καθαρός, απέριττος φωτισμός που κάνουν τη ζωγραφική αυτή να λάμπει.
Ωστόσο στη δεκαετία του ’40 ζωγραφίζει μια διαφορετική, «ελληνοπρεπή» «Φάτνη» (νερομπογιά σε χαρτί). Η παράσταση είναι πιθανόν να σοκάρει με την ειλικρίνεια, την ελευθερία και την τόλμη της, γιατί οι άγγελοι εικονίζονται τελείως γυμνοί, όπως οι γνωστοί «Ναύτες» του. Η Παναγία κι ο Χριστός είναι ντυμένοι όμως με απλές παραδοσιακές λαϊκές φορεσιές και ο όλος διάκοσμος είναι ελληνοκεντρικός με κύριο στολίδι ελληνικές σημαίες. Ο Τσαρούχης όμως δεν απομακρύνεται εντελώς από τον χριστιανικό χαρακτήρα της παράστασης, γιατί όλα τα πρόσωπα περιβάλλονται με χρυσό φωτοστέφανο και πάνω από το σπήλαιο δεσπόζει ο αστέρας. Τον χριστιανικό χαρακτήρα της παράστασης τονίζουν και οι επιγραφές που σφραγίζουν την παράσταση. Πάνω από το θείον βρέφος υπάρχει η φράση: «Υιός του ανθρώπου» που τόσο συχνά συναντούμε στην Καινή Διαθήκη. Στο κάτω μέρος της Φάτνης υπάρχει η επιγραφή: «Όσοι εις Χριστόν εμβαπτίσθητε, εις τον θάνατον αυτού εμβαπτίσθητε». Η επιγραφή αυτή είναι μια παραλλαγή της γνωστής φράσης: «Όσοι εν Χριστώ εμβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Ο Τσαρούχης όμως θεολογώντας ορίζει την ευθύνη του ανθρώπου στη Γέννηση και στο θάνατο του Χριστού με ίσο τρόπο. Μ’ όλ’ αυτά είναι φανερό πως ο Τσαρούχης εντάσσει στη χριστιανική αφήγηση και τη δική του ελληνική εκδοχή.
.