Με το όραμα μιας Ελλάδας που κανείς δεν καταλαβαίνει∙ κι όμως είναι εκεί, καθώς η ελιά, καθώς ο βράχος, καθώς ο νόστος—αχειροποίητο, ανέκφραστο∙ μια πετροκαλαμήθρα» (Μέρες ,Ε’,σ.147)
Γ. Ως ποιητικό σύμβολο της αναζήτησης του οράματός του και επομένως της πνευματικής αναβάθμισης του ελληνισμού χρησιμοποιεί τη μυθική γοργόνα. Κι άλλοι λογοτέχνες τη χρησιμοποιούν, αλλά η χρησιμοποίησή της από τον Σεφέρη είναι πιο συστηματική και πιο δραστική. Τυπώνει μάλιστα στο εξώφυλλο όλων των βιβλίων του, ως τυπογραφικό του σήμα, μια δίκλωνη γοργόνα. Δίκλωνη, μάλλον γιατί δύο είναι οι παραδόσεις του ελληνισμού (Την έχει ξεσηκώσει από τις «Παραδόσεις ,Β’» του Νικολάου Πολίτη).
Όπως , λοιπόν, η γοργόνα του λαϊκού μύθου αναζητά μέσα στα πέλαγα τον Μεγαλέξανδρο, τον μείζονα θα λέγαμε ελληνισμό, έτσι και η σεφερική γοργόνα αναζητά, όχι βέβαια γεωγραφικά αλλά, τον πνευματικά μείζονα ελληνισμό.
Εννιά ποιήματα μέχρι το 1937 περιέχουν το σύμβολο της γοργόνας, που κάθε φορά νοηματίζει δραστικά το ποίημα που την περιέχει. Το ποίημα π.χ.: «Λεωφόρος Συγγρού, 1930», συμβολοποιεί τη Λεωφόρο Συγγρού, η οποία, για τους λογοτέχνες της δεκαετίας του 1930, είναι ο δρόμος που οδηγεί στη θάλασσα, δηλαδή στο πνευματικό ταξίδι. Συμβολίζει με άλλα λόγια τη δυναμική του ελληνισμού στην αναζήτηση της ελληνικότητας, της εθνικής του ταυτότητας, σε μια στιγμή που η Ελλάδα περνούσε από τον κλασικισμό και τον γερμανικό νεοκλασικισμό στον μοντέρνο κόσμο. Σ’ αυτή τη μετάβαση, που δημιουργούσε ασφαλώς διενέξεις ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους εκείνου του καιρού και αντίθετα στρατόπεδα, η στροφή προς τη λαϊκή κυρίως παράδοση και η πρόταση για τη σύζευξη των δύο αντίθετων ρευμάτων του ελληνισμού γεφύρωνε τα δύο άκρα. Το ποίημα τελειώνει με την προβολή της γοργόνας του:
Όταν αφήσεις την καρδιά και τη σκέψη σου να γίνουν ένα
με το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει ξυλιάζει και φεύγει:
Σπάσε το νήμα της Αριάδνης και να!
Το γαλάζιο κορμί της γοργόνας.
Έτσι, αποφεύγει να εμπλακεί στις διαμάχες του καιρού εκείνου ανάμεσα στους λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της αστικής και αριστερής διανόησης), οι οποίες σχετίζονται με τον τρόπο που θα προέλθει μια ανανέωση στα πνευματικά και πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Οι αριστεροί (Δ. Γληνός, Κ. Βάρναλης) προβάλλουν επαναστατικούς τρόπους, αλλά και οι αστοί, προεξάρχοντος του Γ. Θεοτοκά, προτείνουν αλλαγές στο πολιτικο-οικονομικό σύστημα θέτοντας μάλιστα με προθυμία το λογοτεχνικό τους έργο στην υπηρεσία της πολιτικής.. Αντ’ αυτών, ο Σεφέρης προβάλλει την αναβάθμιση του ελληνισμού με τον δικό του οραματικό τρόπο που αποκλείει τον φανατισμό των παρατάξεων και βασίζεται στην πλατιά παιδεία και τον διάλογο.
Στα χρόνια του 1930-1935 φαίνεται ότι το όραμά του τον συνεπαίρνει. Όταν, όμως, ύστερα από μερικά χρόνια, στις 25 Νοεμβρίου του 1935, ο βασιλιάς Γεώργιος αποβιβάζεται και φτάνει στην Αθήνα, διασχίζοντας τη Λεωφόρο Συγγρού, ο βενιζελικός Σεφέρης απογοητεύεται γιατί το όραμά του φαίνεται πλέον με την επάνοδο του βασιλιά να απομακρύνεται ως εφικτός στόχος.
Και είχε δίκιο! Στις 4 Αυγούστου 1936 επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά. Ο Χίτλερ από το 1933 έχει καταλάβει την εξουσία. Την άνοιξη του ‘38 ο ποιητής επιστρέφει από την Κορυτσά, όπου υπηρετούσε. Το κλίμα στη μεταξική Ελλάδα έχει αλλάξει. Υπάρχει ένα κλίμα μιας απερίγραπτης αποξένωσης, αλλοτρίωσης , αδιαφορίας, μηδενισμού και ισοπέδωσης της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα στην οποία ζει ανυποψίαστα ο κόσμος. Αυτή την αλλοτρίωση περιγράφει το ποίημα : «Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου», το οποίο τελειώνει με τους ακόλουθους στίχους:
Παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο.
Εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Τα δρεπανηφόρα άρματα εκφράζουν ασφαλώς την καταστροφική επέλαση της μεταξικής καταπίεσης και των δυνάμεων του συντηρητισμού, που εμπόδισαν να επικρατήσουν, όχι μόνο οι αριστερές ιδέες, αλλά και η αστική, έστω, ανανέωση που ευαγγελίζονταν οι αστοί διανοούμενοι. Φαίνεται ότι , όσο αφορά την ελληνική κοινωνία, το βενιζελικό Ιδιώνυμο (1929) (ο βενιζελικός δηλαδή Νόμος που ποινικοποιούσε τις ανατρεπτικές και ιδίως τις κομμουνιστικές ιδέες) δημιούργησε κοινωνική πόλωση, η οποία παρεμπόδισε τον κοινωνικό διάλογο και έδειξε ότι οι πνευματικοί και πολιτικοί ιθύνοντες εκείνου του καιρού δε διέθεταν τον ανάλογο ρεαλισμό, για να προβλέψουν την καταστροφή που ερχόταν, όχι μόνο με τον Μεταξά, αλλά και γενικότερα με τον Χίτλερ και τον Ναζισμό.
Η γοργόνα δεν εμφανίζεται πλέον ως σύμβολο στη σεφερική ποίηση . Παραμένει όμως σαν τυπογραφικό σήμα του και στα επόμενα βιβλία του. Στη χειρόγραφη ποιητική συλλογή του: Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’, που γράφει στη μέση του πολέμου, (αλλά και στο ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», που γράφει το 1969, μεσούσης της απριλιανής δικτατορίας), η γοργόνα του εξωφύλλου είναι ανάπηρη. Το σεφερικό όραμα για τον ελληνισμό και γενικότερα για τον άνθρωπο, αφού «ο ελληνισμός» , όπως ομολογεί ο ποιητής, «είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού» του, είχε ματαιωθεί για εκείνη την περίοδο.
Ωστόσο, το όραμα του ποιητή για πνευματική αναβάθμιση του ελληνισμού, μέσα από τον διάλογο των αντίθετων απόψεων και ιδεολογιών, παραμένει ζωντανό.