Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
Την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση.
(«Στο νοσοκομείο», σ.23)
Πριν από λίγες μέρες ξαναδιάβασα την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Είναι αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα γραμμένη από τον Ιούνιο του 1987 ως τον Ιούλιο του 1989, σε μια περίοδο όπου ο ποιητής, γηραιός πλέον, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη φθορά, τον θάνατο και την ανασκόπηση του παρελθόντος. Το έργο διατηρεί τον χαρακτηριστικό τόνο της ώριμης ποίησής του, όπου η λυρική έκφραση συνυπάρχει με τη στοχαστικότητα και τη βαθιά υπαρξιακή ανησυχία. Περιέχει τις τέσσερις τελευταίες ποιητικές του συλλογές. Κυκλοφόρησε το 1991, ένα δηλαδή χρόνο μετά την θάνατό του.
Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από τον χρόνο, το εξασθενημένο σώμα του, τις μνήμες που επιστρέφουν και τη μοναξιά της νύχτας:
Κλείσε τα μάτια. Τι κερδίσαμε τόσους αιώνες
επιλέγοντας ξάγρυπνοι λάμψη τη λάμψη
μέσα σε νύχτες σκοτεινές, διακρίνοντας μόλις
ένα παράθυρο μικρογραφημένο στα ματογυάλια
μυωπικού παιδιού, – ένα παράθυρο δήθεν ανοιγμένο
στο θαύμα του κόσμου. Ποιον ήθελες να ξεγελάσεις;
Όχι, βέβαια, εσένα. Κλείσε τα μάτια.
(«Παραπλανήσεις», σ.10)
Ο τίτλος της συλλογής λειτουργεί σαν ένας εσωτερικός ψίθυρος που δηλώνει το αμετάκλητο της ζωής, μια ρεαλιστική διαπίστωση γεμάτη ποιητική ένταση. Η νύχτα εδώ δεν είναι απλώς χρονικό πλαίσιο· είναι μεταφορά για την εσωτερική πορεία προς το τέλος, αλλά και για τη διαρκή συνομιλία του ποιητή με το μοιραίο:
Ο γέρος κάθεται στο κατώφλι. Νύχτα. Μονάχος.
Κρατάει στο χέρι ένα μήλο. Οι άλλοι
αφήσανε τη ζωή τους στην αρμοδιότητα των άστρων.
Τι να τους πεις; Η νύχτα είναι νύχτα.
Κι ούτε ξέρουμε τι ακολουθεί. Το φεγγάρι
κάνει πως διασκεδάζει κάπως
σπιθίζοντας ατέλειωτα στη θάλασσα. Ωστόσο
μέσα σ’ αυτή τη λαμπρότητα διακρίνεται ευκρινέστερα
η μαύρη δίκουπη βάρκα με τον σκοτεινό βαρκάρη που μακραίνει.
(«Η μαύρη βάρκα», σ.188)
Οι στίχοι, συχνά αποσπασματικοί και χαμηλόφωνοι, κουβαλούν μια υπόγεια δραματικότητα. Οι εικόνες είναι λιτές αλλά πυκνές σε νόημα: σκιές σε δωμάτια, φώτα που τρεμοσβήνουν, αντικείμενα και καταστάσεις που μαρτυρούν τη φθορά του χρόνου, διαψεύσεις που καταλήγουν σε απογοήτευση. Το προσωπικό στοιχείο διαχέεται μέσα σε στη συνολική αγωνία:
Ήσυχη νύχτα. Στο παράθυρο ασάλευτος ο μαύρος κύκνος.
Τα μάτια σπιθίζουν. Το ρολόι σταματημένο….
Το κόκκινο γυρίζει στο σταχτί. Λιγοστεύουν οι φίλοι…
Η Μαρία χώρισε…οι προσωπογραφίες των νεκρών
αποθηκεύονται στο υπόγειο.
(«Ίσως», σ.32).
…και το πλοίο δεν ήρθε παρ’ ότι ακούστηκε το σφύριγμά του…
Τέσσερις ναύτες αποθέσαν τον πνιγμένο δύτη.
(«Υστερόγραφο», σ. 66).
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το σκούρο φόντο, η ποίηση του Ρίτσου δεν γίνεται ποτέ απόλυτα σκοτεινή. Πάντα διατηρεί μια αδιόρατη λάμψη, μια μορφή συμφιλίωσης με την αδυσώπητη πορεία του χρόνου. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη θλίψη και στη γαλήνη, ανάμεσα στο τέλος και στην ποίηση που το υπερβαίνει, ανάμεσα στο τώρα και σε μια, έστω, θύμηση της ηρωικής του πορείας:
Αν, ωστόσο, η γυναίκα ξέπλεκε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη
ίσως να ερχόταν απ’ την αντίθετη μεριά μια μικρή μουσική.
(‘Ίσως’, σ 32).
Ήσυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει. Αλήθεια
τι πήρες; Τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
Την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση.
(«Στο νοσοκομείο», σ.23)
Αυτά τα ποιήματα επομένως αποτελούν μια συλλογή που συνοψίζει τη βαθιά ποιητική και φιλοσοφική σκέψη του Ρίτσου στα τελευταία του χρόνια. Με λιτότητα, ευαισθησία και διαύγεια, ο ποιητής μας αφήνει έναν απολογισμό της ύπαρξής του, όπου η ποίηση γίνεται ο μόνος τρόπος να κρατήσει κανείς ανοιχτή τη συνομιλία με τον χρόνο, το φθαρτό και το αιώνιο. Κι αυτό κυρίως που αξίζει, για τον ποιητή, να μείνει παντοτινά στη μνήμη μας είναι η στάση του μέσα στη ζωή, ο τρόπος που υπηρέτησε με την τέχνη του την αριστερή του ιδεολογία. Στο «Επιλογικό» (σ. 93) αφήνει να φανεί η αριστερή του συνείδηση καθώς ήταν συνυφασμένη με τον ανθρωπισμό και την αγάπη του για τον λαό. (Δες σχετικά μ’ αυτό το ποίημα: Χρήστος Αντωνίου, Γιάννης Ρίτσος, Μια μοναχική πορεία, diastixo, 14 /1/ 2014). Κι είναι γνωστό πως, ενώ δέχτηκε πολλά χτυπήματα από την αστική κριτική του καιρού του (Ανδρέας Καραντώνης κ.ά.), όπως ήταν αναμενόμενο, δέχτηκε επίσης χτυπήματα κι από τους κριτικούς της Αριστεράς, γιατί δεν ευθυγραμμιζόταν πάντα με τα αιτήματα της ταξικής πάλης (σοσιαλιστικός ρεαλισμός) και κατηγορήθηκε ότι έκανε παραχωρήσεις προς την αστική διανόηση. Η αλήθεια όμως είναι ότι στη ζωή του και στην ποίησή του ζήτησε να υπηρετήσει σταθερά την ιδεολογία του χωρίς όμως να απομακρυνθεί από την ιδεαλιστική-μεταφυσική ενόραση των πραγμάτων. Αυτό φαίνεται σ΄αυτή τη συλλογή και πολύ καθαρά στο συγκεκριμένο ποίημα. Γι’ αυτό και σε ολόκληρη τη συλλογή, που έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ελεύθερος από δεσμεύσεις, αυτολογοκρίνεται και αποκαλύπτει την αλήθεια σχετικά με τον εσώτερο εαυτό του και τις προθέσεις του.
Να με θυμάστε—είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια….
Θα ‘θελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ….θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε.
«Μ’ ένα τέτοιο πορφυρό μπάλωμα πάνω στο τριμμένο ρούχο του, τριμμένο από ανείπωτες φθορές και διαψεύσεις» (Χρύσα Προκοπάκη, Υστερόγραφο, σ. 246 στον τόμο) ζητάει ο ποιητής να τον θυμόμαστε. Και θα τον θυμόμαστε, ιδιαίτερα σήμερα που η μια μετά την άλλη οι ιδεολογίες διαψεύδονται.
Το τελευταίο ποίημα της ζωής του έχει ως τίτλο: «Το τελευταίο Καλοκαίρι» που το έγραψε στις 3 Σεπτεμβρίου 1989, έχοντας τη «σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι θα ‘ναι το τελευταίο». Έζησε όμως και το επόμενο καλοκαίρι και έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990. Το ποίημα ανήκει στην ημιτελή ανέκδοτη ποιητική συλλογή Σφυρίγματα των πλοίων, αλλά τελικά «αυτό το ποίημα των σκοτεινών οιωνών και της τρομερής διαύγειας, του, τόσο διακριτικού, αποχαιρετισμού» συμπεριλήφθηκε στον τόμο Είναι αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα. Νομίζω πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τελειώσω αυτό το σημείωμα από το να το παραθέσω:
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να
ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου
πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους
διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα
λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα
μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το
τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.IX.89