You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Βασίλης Παπαβασιλείου, Μερικές Μικρές Μαχαιριές (Διηγήματα), Εκδόσεις Ιωλκός.

Χρ. Δ. Αντωνίου: Βασίλης Παπαβασιλείου, Μερικές Μικρές Μαχαιριές (Διηγήματα), Εκδόσεις Ιωλκός.

Πολύ πρόσφατα, τον Ιούλιο 2023, εκδόθηκε το καινούργιο βιβλίο του ποιητή Βασίλη Παπαβασιλείου: Μερικές Μικρές Μαχαιριές. Δεν πρόκειται για ποιητική συλλογή αλλά για ένα τόμο με 12 διηγήματα. Κάποτε είχε διατυπωθεί η άποψη, που αφορούσε κυρίως τον Άγγελο Σικελιανό με αφορμή την «Εισαγωγή» του στον Λυρικό Βίο, ότι οι ποιητές δεν κατορθώνουν να γράψουν καλά σε πεζό λόγο∙ τους εμποδίζουν, λέει, τα φτερά τους που σέρνονται στο έδαφος. Η άποψη, αν και ισχύει εν μέρει, όμως έχει διαψευστεί σε πάμπολλες περιπτώσεις ποιητών που έγραψαν άριστα και σε πεζό λόγο: Παλαμάς, Σεφέρης, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος κ.ά. Τηρουμένων των αναλογιών θα έλεγα ότι ο ποιητής Β.Π. μας έδειξε σ’ αυτό τον τόμο διηγημάτων ότι ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού το ίδιο καλά, όπως και στα ποιήματά του: Άγνωστες πύλες, Χωρίς σημαίες, Ενόραση, Η μνήμη της ίριδας.

Σε μια συνολική εκτίμηση ο συγγραφέας με πρωτοτυπία και σατιρική διάθεση που φτάνει στον αυτοσαρκασμό ανακαλύπτει την καταρχήν δική του ασθένεια, αλλά, όπως καθαρά υπαινίσσεται, και της σύγχρονης κοινωνίας, που είναι η «αθηρωματική αναισθησία». Κατά Φρόιντ «ναρκισσιστική διαταραχή», η οποία έχει ως συνέπειες τη «θρόμβωση της στεφανιαίας αισθητήριας και δη ερωτογόνου αρτηρίας», καθώς επίσης και τη «ροπή …προς την ‘εγωιστική απομόνωση’ … και την απαθή αδιαφορία» (Η παρενέργεια=Αθηρωματική αναισθησία, σ.18-20).

Η αλυσίδα βέβαια των αρνητικών συνεπειών αυτής της ασθένειας για την κοινωνία συνεχίζονται και στο επόμενο διήγημα: Το πηγάδι. Με ύφος καφκικό δηλώνει: «Δεν αιωρείται η ψυχή μου πάνω από το αναίσθητο σώμα μου. Είμαι σε κατασκότεινο, απόλυτο κενό, ένα αδιέξοδο τούνελ χωρίς ίχνος φωτός στις άκρες και ξαφνικά, μια αίσθηση πνιγμού σαν σε εφιάλτη που δεν μπορείς να ξυπνήσεις» (σ. 23). Και λίγο παρακάτω: Η παρατεταμένη για πολλά χρόνια ανομβρία, που στράγγιξε όλα τα ποτάμια και τις λίμνες-και αφού απαγορεύτηκε αυστηρά η δημιουργία στερνών λόγω της μεγάλης οξύτητας των ομβρίων-, υποχρέωσε τους υπεύθυνους να βάλουν τον κόσμο στη διαδικασία σκαψίματος-ανοίγματος πηγαδιών. Έτσι, βρεθήκαμε όλοι να δουλεύουμε ακατάπαυστα σε μεγάλο βάθος για καθαρά κοιτάσματα και κάθε αυλή, κάθε δημόσιος και κοινόχρηστος χώρος άρχισε να ξεκοιλιάζεται με την ελπίδα ανεύρεσης αυτού του βασικού στοιχείου της ζωής. Μόλις ανακαλύφτηκαν οι πρώτες πηγές μας ξεκαθάρισαν ότι το νερό δεν μας ανήκει, αλλά θα μπορούμε να το καταναλώνουμε με φειδώ καταβάλλοντας ένα χαμηλό ενοίκιο» (σ.24).

Και το διήγημα συνεχίζεται με το ίδιο σατιρικό ύφος να εκθέτει τις αδικίες σε βάρος των εργαζομένων στα πηγάδια, την εκμετάλλευση και τις μάταιες προσπάθειες των εγκλωβισμένων να αναρριχηθούν στην επιφάνεια, καθώς οι κυβερνώντες με τις απαιτήσεις τους, με τη βία και την προπαγάνδα τους τούς εμποδίζουν να βγούν από την «ανήλιαγη και παγωμένη τρύπα» (σ.25). Με Το Πηγάδι ο συγγραφέας ορθώνει οξύ πολιτικό λόγο ενάντια σε ένα σύστημα που έχει απωλέσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς και δημοκρατικότητας. Το διήγημα αυτό μου θυμίζει τη νουβέλα του Φράνσις Κάφκα: Στην αποικία των τιμωρημένων, καθώς και τον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά. Μέσα σ’ αυτές τις δραματικές συνθήκες ο διηγηματογράφος, ταυτισμένος με τη «μοίρα των ανθρώπων», ανασύρει τον ποιητή που έχει μέσα του, για να δηλώσει εκ μέρους όλων μας ότι «βλέπουμε το φως μέσα από τις πληγές μας. Ό,τι χάνουμε σε άγγιγμα, το κερδίζουμε σε όραμα» (σ.32).

Και τα υπόλοιπα διηγήματα κινούνται μέσα σε μια παρόμοια δραματικότητα. Στο Σαρδόνιος δίπλα στις χαρές της ζωής, ακόμη και στις πιο  εμφαντικές, όταν το νόημα της ζωής παίρνει σάρκα και οστά (γέννηση, Έρωτας, απόκτηση παιδιού, εγγονού), ο διηγηματογράφος βλέπει ανάμεσα στα χαρούμενα πρόσωπα μια «γκροτέσκο μορφή που εμφανίζεται στην άκρη του πλάνου», με σαρδόνιο χαμόγελο, σα μια σκιά στερεή, που υποβλέπει τη χαρά και γίνεται με το πέρασμα των χρόνων ολοένα και πιο ενοχλητική. Ποια είναι αυτή η μορφή;; Μήπως είναι ο φθόνος, η ματαιότητα ή ο θάνατος;;

Το δέρμα της μάσκας αποτελεί μια διήγηση για τον Μένιο, ένα θυμόσοφο τύπο, υπέρβαρο, που γι’ αυτό το λόγο οι φίλοι της αθλητικής παρέας δεν τον έβαζαν με ευχαρίστηση στο παιχνίδι γιατί έριχνε το επίπεδο. Όταν όμως λάμβανε μέρος τα έδινε όλα κι απολάμβανε τους καυγάδες, τους προπηλακισμούς, τις προσβολές, τις ειρωνείες, τα σπρωξίματα στο παιχνίδι χωρίς όμως αυτός ποτέ να συμμετέχει σ’ αυτά. Δεν του άρεσαν οι τσακωμοί. Ήταν τύπος καλοσυνάτος κι έβλεπε όλα αυτά μόνο σαν μέρος του παιχνιδιού, ενώ οι άλλοι έβλεπαν το παιχνίδι ανταγωνιστικά, σαν πεδίο αυτοπροβολής. Η κατάκτηση του επάθλου ήταν γι’ αυτούς ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα, δηλαδή αγιάζει όλες τις κακές συμπεριφορές τους την ώρα του παιχνιδιού. Ήταν η ώρα που έβγαζαν τις «μάσκες» και αποκαλυπτόταν η λεοντή που ο καθένας τους έκρυβε κάτω απ’ αυτές: «Η αχόρταγη πείνα έχει ένστικτο θεριού και μυαλό αλεπούς, κάτω από το ευγενικό καμουφλάζ με την πλαστή ταυτότητα κρύβει τη λεοντή, μπροστά στο έπαθλο, όμως, το ανυπόκριτο ένστικτο βρυχάται και δείχνει τους τρομερούς κυνόδοντες».

 

Χρησιμοποίησα παρελθοντικούς χρόνους για να αποδώσω ως εδώ το περιεχόμενο του διηγήματος. Θα ήταν ωστόσο καλύτερο να χρησιμοποιούσα ενεστωτικούς χρόνους, γιατί το «παιχνίδι» αυτό, που αποτελεί μέρος αντί του όλου, συνεχίζεται σκληρότερα σε κοινωνική κλίμακα, όπου το έπαθλο δεν είναι τίποτε άλλο από το προσωπικό συμφέρον και σε τελική ανάλυση έχει ως έπαθλο το χρήμα. Ναι, είμαστε μια κοινωνία χρηματοθηρική κι απάνθρωπη. Θα τολμούσα να πω και δολοφονική, όπως κι ο τίτλος του βιβλίου Μερικές Μικρές Μαχαιριές υπαινίσσεται. Αυτός ο τίτλος ανήκει στην ουσία σε πίνακα της Φρίντα Κάλο. Πρόκειται για ένα πίνακα που απεικονίζει ένα στυγερό έγκλημα που είχε συνταράξει τη μεξικάνικη κοινωνία στα μέσα της δεκαετίας του 1930.. Ένας άνδρας μαχαίρωσε τη γυναίκα του 16 φορές και σχολίασε αργότερα ότι δεν την είχε πειράξει, εκτός από «μερικές μικρές μαχαιριές». Η ζωγράφος ήθελε με τον πίνακα αυτόν να εκφράσει την οδύνη της για το συγκεκριμένο έγκλημα, αλλά και το ψυχικό «έγκλημα» που διέπραττε ο σύζυγός της σε βάρος της  με τις απιστίες του και τις εγωιστικές συμπεριφορές του.

Το ίδιο έγκλημα θέλει ο συγγραφέας μας να στηλιτεύσει με τρόπο πολύ απλό, υπαινικτικό, αλλά αποτελεσματικό. Δυστυχώς, και σήμερα στεκόμαστε μπροστά στο έγκλημα αυτού του είδους αλλά και μπροστά σε όλα τα εγκλήματα, που συμβαίνουν στην κοινωνία μας, με «αθηρωματική αναισθησία». Κι αυτό είναι το χειρότερο που δεν το θεωρούμε και μεγάλο κακό. «Μερικές μικρές μαχαιριές» μόνο. Η έννοια της ιερότητας της ανθρώπινης ύπαρξης δεν υπάρχει πλέον! Όλοι σχεδόν φοράμε μάσκες  για να κρύβουμε το χαμηλό μας επίπεδο πολιτισμού, δημοκρατικότητας και ανθρωπιάς. Με την παραμικρή αφορμή, όταν κάτι δεν εξυπηρετεί το συμφέρον και το «κύρος» που μας δίνει η μάσκα μας, δείχνουμε τους τρομερούς κυνόδοντές μας. Κι αν αυτό το τελευταίο μας πάει στους σκύλους, ο Βασίλης Παπαβασιλείου βρίσκει πως η προσπάθεια του ζωγράφου Μαρσέλους Κούλιτζ  να απεικονίσει την ανθρώπινη βούληση αδίκησε κατάφωρα «τις συμπαθέστατες φυλές των σκύλων, όταν τους ζωγράφισε να πίνουν, να καπνίζουν, να τζογάρουν και να κλέβουν ο ένας τον άλλο σε μια παρτίδα πόκερ» (σ. 78). Αυτά χαρακτηρίζουν τη φυλή των ανθρώπων κι όχι των σκύλων.

Στο επόμενο διήγημα: Ο δάσκαλος της αμμουδιάς ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός ψαρά στη Σαλαμίνα που διηγιόταν ιστορίες στα παιδιά και τους μάθαινε την ψαρική τέχνη. Διάβαζε πολλά βιβλία και τους έλεγε πως «Τα καλύτερα αγκίστρια είναι οι λέξεις των βιβλίων που πιάνουν όλα τα όνειρα». Το διήγημα: Ξαφνικός θάνατος αφηγείται μια πραγματική ίσως ιστορία του συγγραφέα, στην οποία παρακολουθούμε τη δραματική εξέλιξη ενός εφηβικού έρωτα και τη φθορά της ομορφιάς που έφερε ο πανδαμάτωρ χρόνος και οι ατυχείς συγκυρίες της ζωής.

Τα παραπάνω είναι νομίζω ικανά να μας βάλουν στο κλίμα του βιβλίου και να μας προϊδεάσουν για την ποιότητά και των υπόλοιπων διηγημάτων του Βασίλη Παπαβασιλείου. Είναι γραμμένα με βαθύ στοχασμό, με γλώσσα λιτή, με σατιρική και διδακτική διάθεση, με γνώση των απαιτήσεων και χαρακτηριστικών του είδους. Είναι όμως άλλο πράγμα να μιλάμε για ένα βιβλίο κι άλλο να έχουμε τη χαρά να το διαβάζουμε.

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.