You are currently viewing Χριστίνα Αργυροπούλου: Ελένη Λόππα, Η κραυγή της φύσης, εκδ. Κουκίδα, 2024, σελ. 144

Χριστίνα Αργυροπούλου: Ελένη Λόππα, Η κραυγή της φύσης, εκδ. Κουκίδα, 2024, σελ. 144

Όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα, αρχικά, δεν ξέρουμε τι να πρωτοπούμε, οπότε σκεφτόμαστε διάφορους τρόπους ανάλυσης, όμως το ουσιώδες δεν δίνεται εύκολα. Αν κάθε  έργο είναι οι λέξεις του,  τότε πολύ περισσότερο είναι ο τρόπος γραφής του από κάθε δημιουργό. Γι’ αυτό όταν παρουσιάζεις ή ασκείς κριτική σε ένα έργο το καλύτερο,  σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, θα είναι να επιλέγεις αποσπάσματα από κάθε έργο που βιβλιοκρίνεις ή βιβλιοπαρουσιάζεις, ώστε όλα να είναι σαρξ εκ της σαρκός του, δηλαδή όχι ερμηνεία, ανάλυση ή διασκευή, αλλά διακείμενα (αντιγραφή χωρίων), σύνθεση δυνατών χωρίων του βιβλίου. Ακόμα και έτσι δεν θα έχουμε κατανοήσει την καρδιά τού υπό μελέτη βιβλίου, όσο και αν θαυμάζουμε τη τέχνη της γραφής του.  Δεν είναι εύκολο να μπούμε στο εργαστήρι του μυθιστοριογράφου, ίσως ακόμα να φωτίσουμε λάθος οπτικές του, αλλά με την άδεια της θεωρίας για τον αναγνώστη και την αναγνωστική του ανταπόκριση προσπαθούμε να βρούμε τα πατήματά του. Τελικά, αναρωτιόμαστε πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα; Πώς μπορούμε να τρυπώσουμε πίσω από τα κενά των λέξεών του για να το  επικοινωνήσουμε στους αναγνώστες του; Πώς μπορούμε να δώσουμε φωνή στους ήρωές του χωρίς να τους παραμορφώσουμε; Τι είναι εκείνο που μας συγκινεί ως αναγνώστες/τριες και κριτικούς και πόσο κοντά μπορεί να είμαστε στο πνεύμα του/της συγγραφέα; Με αυτές τις σκέψεις και τις αγωνίες διάβασα και ξαναδιάβασα το μυθιστόρημα της Λένας Λόππα και ευελπιστώ να μην πρόδωσα άθελά μου κάπου την γραφή της.

   Έρχομαι στο διά ταύτα. Το μυθιστόρημα της Λένας Λόππα δεν σε αφήνει να το διαβάσεις τμηματικά, διαβάζεται απνευστί, είναι πολύ ενδιαφέρον και καλογραμμένο. Είναι ένα βιβλίο που σε ταξιδεύει, σε πληροφορίες για φλέγοντα σύγχρονα θέματα, όπως είναι η αποψίλωση του δάσους του Αμαζονίου, η κλιματική αλλαγή, αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις. Οπότε, απολαμβάνεις το βιβλίο ως γραφή, ως νοήματα, ως πλοκή και ως αίσθηση λογοτεχνική. Σε γεμίζει με αξίες και με περιγραφές, που αναπαριστούν τα περιγραφόμενα τόσο εύγλωττα σαν πραγματικά, ζωντανά μπροστά σου κατά την ώρα της ανάγνωσής σου. Έτσι ταξίδεψα και απόλαυσα τόπους, τοπία και εξωτική φύση με χρώματα, με μουσικές και ήχους -οικείους και ανοίκειους- και με ποικίλες οσφρητικές και γευστικές εικόνες. Πρόκειται για μια γραφή με εξαιρετική δομή και αφήγηση, με αφηγηματικά ευρήματα και πλοκή, με γλώσσα ρέουσα και μαθητεία σε ειδικά λεξιλόγια από την παρουσίαση της πανίδας και χλωρίδας του Αμαζονίου. Τα νοήματα και τα μηνύματα, οι αξίες και οι συμπεριφορές των κύριων κειμενικών ηρώων είναι όλα καίρια και σημαντικά, που ανυψώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.

Εκδοτικά, το βιβλίο είναι καλαίσθητο, με  τον εξαιρετικό πίνακα του Μουνκ, όπου το μικρό διακείμενο του αυθεντικού λόγου του, σχετικά με τα στοιχεία έμπνευσης αυτού πίνακα, γίνεται κορωνίδα του έργου ως τίτλος. Πρόκειται για μια εξαιρετική επιλογή τίτλου, που βρίσκεται σε συνοχή και συνεκτικότητα με το κυρίαρχο νόημα του έργου.  Επίσης, σημαίνουσα και εξαιρετική είναι και η επιλογή της προμετωπίδας από τον Eduardo Galeano, όπου ο γράφων θεωρεί ότι η λογοτεχνία και η ζωή τον βεβαιώνουν πως μπορεί να νιώθει και να είναι «σύγχρονος ανθρώπων γεννημένων σε άλλους καιρούς, άλλους αιώνες ή άλλες χιλιετίες». Πράγματι, ανάλογη στάση αναδύεται από αυτή τη γραφή μέσα από τους δύο ερωτευμένους, τη Ρεβέκκα και τον Καουέ / Κριστιάνο, που θέτουν υψηλούς στόχους στη ζωή τους, υποτάσσοντας το ατομικό στο συλλογικό.

Το μυθιστόρημα δομείται σε εννέα κεφάλαια, που μας ταξιδεύουν στην Αμαζονία, στη Λατινική Αμερική, στην Αμερική και την Ελλάδα, μέσα από τις μικροϊστορίες δύο νέων ανθρώπων, με διαφορετικές ρίζες, τους οποίους έφεραν κοντά η μουσική και οι κοινές ανησυχίες, ερωτεύτηκαν, σε έναν έρωτα δημιουργικό, με στόχους και αξίες ζωής. Γύρω από τις μικροϊστορίες τους ανοίγουν και κλείνουν κύκλοι ατομικής και συλλογικής δράσης και ιστορίας, με ταξίδια μνήμης και αυτογνωσίας, αλλά και με το ταξίδι ζωής για τη διάσωση του Αμαζονίου και του πολύπαθου πλανήτη μας από την απληστία του κέρδους των  σύγχρονων ανθρώπων.

     Πιο αναλυτικά. Στο κεφάλαιο 1. με τίτλο «Αμαζονία», η συγγραφέας μας ταξιδεύει στην εξωτική γεωγραφία του τόπου και των τοπικοτήτων του, με περιγραφές και αφηγήσεις μοναδικές για πουλιά και ζώα, για ερπετά, για την πανίδα και τη χλωρίδα, σε μια πανδαισία ήχων και χρωμάτων. Επίσης δίνονται πληροφορίες για τα ήθη και έθιμα των ιθαγενών, για απομονωμένες φυλές και στον τρόπο ζωής τους, με κυρίαρχο το θέμα στης σχέσης τους με τη φύση- σχεδόν ταύτιση με αυτήν- και για τον σεβασμό τους προς αυτή, όπως καταδεικνύουν οι γιορτές και τα έθιμά τους. Σε αυτό το γεωγραφικό πλαίσιο εκκινεί η ιστορία του μικρού Καουέ, που ο πατέρας του πείστηκε από καθολικό ιερέα να τον αφαρπάσει από τη φυλή του, δήθεν για να τον σώσει από τα βέλη άλλων φυλών. Αποδίδεται εύστοχα η ψυχολογία του μικρού παιδιού, το οποίο ξεκόβουν από τη μάνα και το περιβάλλον του. Δίνονται με συγκλονιστική γραφή οι περιπέτειες του μικρού στην οικογένεια που το έδωσε ο ιερέας η κακομεταχείρισή του και οι αποδράσεις του. Οπότε έρχεται η τιμωρία, το κλείσιμό του στο οικοτροφείο-μαρτύριο, όπου εγκιβωτίζεται το μαρτύριο δύο παιδιών από ιερέα παιδόφιλο, που δρούσε ανενόχλητος, σκοτώνοντας παιδικές ψυχές. Ο φόβος μην υποστεί τα ίδια και ο μικρός ιθαγενής, ως Κριστιάνο (το χριστιανικό του όνομα), τον ωθεί στη φυγή, το σκάει από το οικοτροφείο, ταλαιπωρείται εδώ και εκεί και, τελικά, τρυπώνει σε ένα φορτηγό και φτάνει στο Σάο Πάολο (πλοκή, εξέλιξη και απρόοπτα ενδιάμεσα μικροεπεισόδια κάνουν ελκυστική την αφήγηση).

   Τα κεφάλαια 2. Σάο Πάολο και 3. Νέα Υόρκη είναι κομβικά για την τύχη του μικρού λαθρεπιβάτη, που έπεσε σε οδηγό με καλή καρδιά. Δεν τον παρέδωσε στην αστυνομία, τον πήρε κοντά του στο εμπορικό γραφείο όπου τον περίμενε ο πλούσιος έμπορος από τη Νέα Υόρκη. Αυτός συμπάθησε τον μικρό ινδιάνο, ήταν άτεκνος και του πρότεινε να τον πάρει στη Αμερική ως γιο του. Ο μικρός δέχτηκε – δεν είχε και άλλη επιλογή –  οπότε αρχίζει η νέα ζωή του, η υιοθεσία, η αγάπη και όλα τα εφόδια που του έδωσαν οι θετοί γονείς του. Η μουσική παιδεία της νέας μαμάς ήταν καταλυτικός κρίκος για την ενσωμάτωσή του στη νέα ζωή της Αμερικής (Μουσικές και Νομικές Σπουδές, επισκέψεις σε Μουσεία και Πινακοθήκες). Πάντα, όμως, ο μικρός και τώρα έφηβος, νοσταλγούσε τη μανούλα του και τη μυρωδιά της. Η μουσική τον οδήγησε και σε νέους δρόμους στη ζωή του, δηλαδή στη γνωριμία με τη Ρεβέκκα, με ρίζες ελληνικές, που ήταν μουσικός του δρόμου, με όργανο το τσέλο.

Είναι ήδη φοιτητής και μουσικός, η τυχαία συνάντηση οδηγεί σε έναν μεγάλο έρωτα (κεφάλαιο 4ο). Η συγγραφέας παρουσιάζει, προσεκτικά και τρυφερά, την ψυχολογία των δύο νέων, το σκίρτημα του αμοιβαίου έρωτα, τις συναντήσεις, τις πνευματικές τους αναζητήσεις και τα κοινά οράματα-στόχους για την κλιματική αλλαγή. Είναι δύο νέοι με αξίες. Μέσα από τις συζητήσεις τους, η συγγραφέας θίγει πολλά θέματα για τη μουσική, για το περιβάλλον, για την εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί στην Ελλάδα το 1944, για τη φυγή κάποιων, όπως του παππού της από την Ελλάδα για την Αμερική, μαζί με την Ελληνίδα γιαγιά της, που την έκλεψε, διότι ο Εβραίος δεν μπορούσε να παντρευτεί μια Χριστιανή. Η Ρεβέκκα και ο Κριστιάνο αποφασίζουν να επισκεφτούν τους τόπους της φυλής τους, να βρουν τις ρίζες τους σε ταξίδια αυτογνωσίας, στην Ελλάδα και την Αμαζονία. Η συγγραφέας ενσωματώνει και πολλές άλλες πληροφορίες στην αφήγησή της, με εξαιρετικό τρόπο γραφής, απ’ όπου καταδεικνύεται όχι μόνον το εύρος της μουσικής και εικαστικής της παιδείας, αλλά και η ανησυχία της για την κλιματική αλλαγή και τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών -όχι μόνων των φυλών του Αμαζονίου-. Ανάμεσα στα άλλα παρελαύνουν και επιστήμονες, που μελέτησαν τη γλώσσα των ιθαγενών και τίτλοι έργων σημαντικών συγγραφέων που διάβασαν οι δύο ερωτευμένοι νέοι, οι οποίοι ανοίγουν τα φτερά τους στο μέλλον με κοινά οράματα.

Ακολουθεί το κεφάλαιο 5. με τίτλο: «Το πέταγμα των πουλιών», πρόκειται για βιβλίο αγαπητό του 12ου αιώνα του Πέρση ποιητή Ατάρ, που είναι μια αλληγορία «για το ταξίδι της ψυχής, την αναζήτηση της Αλήθειας και της ένωσης με τον Θεό, σύμφωνα με τη διδασκαλία του σουφισμού, της μυστικής παράδοσης του Ισλάμ». Αυτά εγκιβωτίζονται στην αφήγηση της Ρεβέκκας, που ενθουσιάζει τον Κριστιάνο σχετικά με τον δρόμο της σωτηρίας και το συμβολικό ταξίδι των πουλιών. Οπότε ξεκινούν ως μουσικοί του δρόμου με αφηγήσεις ενδιάμεσα στη μουσική τους από αυτό το βιβλίο, κάτι που ενθουσιάζει τον κόσμο και αυτοί ανταμείβονται (ψυχολογικά και οικονομικά), βλέποντας να υλοποιείται και ο δικός τους στόχος για το ταξίδι στις προγονικές χώρες, στις ρίζες τους. Αυτός ο στόχος τους φέρνει πολύ κοντά και τους δένει περισσότερο, καθώς συνειδητοποιούν ότι έτσι αποκτά νόημα το παρόν και το μέλλον, αν κάποιος γνωρίζει τις ρίζες του, το παρελθόν της φυλής του.

Ακολουθεί το ταξίδι στην Ελλάδα (6. κεφάλαιο), η επίσκεψη σε αρχαιολογικούς χώρους, στον Παρθενώνα στην Αθήνα, στο Σούνιο, στην Αίγινα, στους Δελφούς, στα Γιάννενα, τις Πρέσπες, στη Θεσσαλονίκη και αλλού, όπου η Ρεβέκκα γίνεται ξεναγός του Κριστιάνο στον αρχαιοελληνικό και σύγχρονο πολιτισμό της Ελλάδας, στις γεύσεις και τις μουσικές της, αλλά και στις φωτιές που εξελίσσονται στη Ρόδο και αλλού (κλιματική αλλαγή). Αφού γέμισαν τις αποσκευές τους με φωτογραφίες, μνήμες και νέες εμπειρίες, αναχωρούν για τη Νέα Υόρκη. Εκεί οι δύο οικογένειες θα μοιραστούν τις εμπειρίες των παιδιών του και θα γίνει και σύσφιξη οικογενειών. Όλα αυτά παρουσιάζονται με αφηγήσεις αφηγήσεων και ζεστά συναισθήματα. Η αφήγηση ης Λένας Λόππα είναι ρέουσα και ελκυστική, καθώς στο κεφάλαιο αυτό δίνονται ιστορία, πολιτισμός, ήθη και έθιμα της Ελλάδας, γεύσεις και τοπιογραφίες άριστες, χωρίς πλατειασμούς, αλλά με ωραίες εικόνες και φωνές του παρελθόντος και του παρόντος, σε μια συνεχή εξέλιξη, μιας μικρής χώρας με πολιτισμό αιώνων.

Στο κεφάλαιο 7. Νέα Υόρκη, δεσπόζει η προμετωπίδα για τον Αμαζόνιο και την κλιματική αλλαγή από τον Πιέρ Ρεβερντί. Μετά την άφιξη, την υποδοχή και τον ενθουσιασμό, έρχεται η ανησυχία του Κριστιάνο, αν η Ρεβέκκα θα αντέξει τη ζωή στον Αμαζόνιο, αν θα βρει τη φυλή και τους δικούς του και αν θα μπορέσει να κάμει κάτι για να μη χαθεί ο Αμαζόνιος, με μνείες σε οργανώσεις και δράσεις, σε ένα πολυπρισματικό κεφάλαιο, που θα εξελίξει την πλοκή της αφήγησης με εκπλήξεις και ανατροπές, με διακείμενα με την πολυσημία τους. Ο εγκιβωτισμός ομιλιών της Νεμόνε Νενκίμο, αγωνίστριας για τη διάσωση των φυλών και γλωσσών του Αμαζονίου και του δάσους του, που το λυμαίνονται οι έμποροι, δίνει μια άλλη δυναμική στο βιβλίο αυτό, που προβάλλει εξαιρετικά τον αγώνα και την αγωνία της συγγραφέα και των ηρώων της για τη σωτηρία της Γης, του φιλόξενου πλανήτη μας, που επιτέλους απαιτεί σεβασμό, διότι ο Αμαζόνιος είναι οι πνεύμονες και η καρδιά της Γης. Η Ρεβέκκα στηρίζει απόλυτα τον Κριστιάνο, οι στόχοι τους είναι κοινοί ως δύο ψυχές σε ένα σώμα. Ο Κριστιάνο, ως σύγχρονος Δον Κιχώτης, ετοιμάζει το νέο ταξίδι στις ρίζες του, η συγγραφέας μάς μεταφέρει τις αγωνίες, τα διλήμματα και τη νοσταλγία του, καθώς ξυπνούν παιδικά βιώματα και βρίσκεται σε μια κατάσταση χαρμολύπης. Το κεφάλαιο αυτό προοικονομεί και το τέλος του βιβλίου, που δεν έχει «happy end», αλλά ανθρωπιά, κατανόηση και πόνο, όπου η ατομική ευτυχία υποτάσσεται στο συλλογικό όραμα.

  Η προμετωπίδα από λόγο της Νενκίμο στο 8ο κεφάλαιο «Αμαζόνιος» πιστοποιεί ότι η κραυγή της Γης εισακούγεται. Μετά τις συνοπτικές πληροφορίες για την πόλη των Ινδιάνων Μανάους, όπου φτάνουν οι δύο νέοι, και τις χώρες που συνορεύουν με τον Αμαζόνιο, αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής του Κριστιάνο στις ρίζες του, με συνοδό τη Ρεβέκκα και τον οδηγό, που, μέσα από τους κινδύνους του Αμαζονίου, θα τους παραδώσει σώους στην οικογένεια του Κριστιάνο. Ακολουθούν η αναγνώριση με την οικογένεια, η ανιμιστική γιορτή τους, το σοκ που ένιωσε η Ρεβέκκα, η επίσκεψη στο δάσος, με οδηγό και ξεναγό τον αδελφό του Κριστιάνο, οι νέες εικόνες και εμπειρίες. Και εδώ η συγγραφέας δίνει πληροφορίες για τη φυλή του Κριστιάνο και τη μαζική γενοκτονία της τη δεκαετία του 1990, για τις 107 φυλές που ζουν εκεί απομονωμένες, αυτόχθονες με τον δικό τους πρωτόγονο τρόπο ζωής, με τα ήθη και έθιμά τους και την ανιμιστική ιδεοληψία τους (πνεύματα). Ο Κριστιάνο έχει έντονη δράση, έρχεται σε επαφή με οργανισμούς και επίσημους ανθρώπους, γυρίζει κατάκοπος στην καλύβα, δεν έχει χρόνο ούτε να προσέξει πως η γυναίκα του αδυνατίζει και είναι εμπύρετη. Η Ρεβέκκα έχει μαλάρια, κινδυνεύει, κάτι έχει σπάσει μέσα της και αποφασίζει να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη για θεραπεία και διαμονή, γιατί το τροπικό δάσος δεν τη σηκώνει. Οπότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, όπως φαίνεται από τις σημειώσεις στο ημερολόγιό της.  Μαύρα σύννεφα πλάκωσαν την ψυχή του Κριστιάνο, αλλά δε γινόταν διαφορετικά.

      Στο 9ο κεφάλαιο, «Αμαζόνιος – Ν. Υόρκη», με προμετωπίδες από τους Ματσούο Μπασό και Κ. Χαραλαμπίδη, αναδεικνύεται η μελαγχολική διάθεση των δύο ερωτευμένων, που η ζωή τους ένωσε και τώρα τους χωρίζει. Ο Κριστιάνο συνεχίζει το έργο του για τη διάσωση του Αμαζονίου και η Ρεβέκκα στο Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης σώζει τον εαυτό της από τη μαλάρια και παραμένει ερωτευμένη με τον Κριστιάνο, συμβιβασμένη με την απώλειά του, όπως καταδεικνύεται και από τα ποιητικά διακείμενα τόσο του Τάσου Λειβαδίτη «ΑΓΑΠΗΣΑ. ΑΓΑΠΩ. ΘΑ ΑΓΑΠΩ/ ΑΓΑΠΩ./Α-Ω»  όσο και της ποιήτριας Κ. Καρσαμπά, διότι:

«Η ζωή είναι μια ατέλειωτη

προσαρμογή στην απώλεια» (σελ. 132).

Ο Κριστιάνο μένει σταθερός στον στόχο του, καθώς φτάνει ως το Ντουμπάι για την υπόθεση του Αμαζονίου, ενώ ούτε η ζωή της Ρεβέκκας δεν είναι πλέον εύκολη στην Αμερική χωρίς τον αγαπημένο της. Η συγγραφέας παρατηρεί και ψυχογραφεί την ηρωίδα της, την οποία δε συγκινούν πλέον παλιές φιλίες, τις βλέπει ρηχές. Έτσι, αγόρασε να διαβάσει τους Θλιμμένους Τοπικούς  του Claude, LEVI-STRAUSS με τη σκέψη της στον Κριστιάνο, που της τηλεφωνεί από τη Μπόα Βίστα, την πληροφορεί για τη δράση του και της ομολογεί την παντοτινή του αγάπη. Τους λυγμούς της Ρεβέκκας ακολουθεί ο στοχασμός της, που εύστοχα εκφράζεται στη ρήση του Σαλβαδόρ Αλλιέντε, την οποία ενσωματώνει ως μια ακόμα φωνή στο έργο της η Λένα Λόππα και ως κατακλείδα:

«Εμείς θα ζήσουμε αιώνια σ’ εκείνο το μέρος του εαυτού μας που έχουμε χαρίσει στους άλλους»,

 

  Συνεπώς, ολοκληρώνεται διακειμενικά με τη δύναμη της πολυφωνίας του αυτό το εξαιρετικό από κάθε άποψη μυθιστόρημα της Λένας Λόππα, που μας ταξίδεψε σε φυλές και ανθρώπινα παθήματα, σε πνευματικές αναζητήσεις , σε στοχασμό για την αγάπη, τον έρωτα, τις αξίες και τις προτεραιότητες των δύο κειμενικών ηρώων της,  των οποίων η αγάπη  υποτάσσεται στον ανώτερο σκοπό  για τη σωτηρία του πλανήτη μας.

Η ρέουσα γραφή της Λένας Λόππα, οι άπειρες φωνές του έργου της, που έγιναν εικόνες και ήχοι εντός μου, οι αξίες που διατρέχουν το βιβλίο της, οι άνθρωποι με τις ιστορίες και τα συναισθήματά τους, όλα αναδεικνύουν ένα ταξίδι γραφής, με εκτόπισμα σημαντικό, διότι η λογοτεχνία είναι απόλαυση, ψυχαγωγία, αλλά και μαθητεία,  που διδάσκει χωρίς να είναι αυτός ο ρόλος της, όπως έλεγε ο Γιώργος Θέμελης.

 

Συγχαρητήρια πολλά, Λένα μου, με ταξίδεψες ευχάριστα, με τον ευρηματικό τρόπο της γραφής σου, που είναι κατάθεση ψυχής.

 

 

Χριστίνα Αργυροπούλου, Επίτιμη Σύμβουλος του Π.Ι., συγγραφέας και ποιήτρια
Γλυφάδα 31-12-24

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.