Η ποιήτρια με τον τίτλο της ποιητικής σύνθεσης μάς συστήνει το εγώ, εμένα, ως Εύα, ως γυναίκα, ως Γαία, ως δημιουργό, με αφιέρωση «Στην Άνθρωπο», οπότε ο τίτλος δίνει τη στόχευση όλης της συλλογής. Επίσης, η προμετωπίδα από τον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο, Περί φύσεως, όπου και η θεωρία της φωτιάς. «’Εζησάμην ἐμεαυτόν.(ζ):Ερεύνησα τον εαυτό μου», συνδέει σε βάθος αιώνων την οντολογική ύπαρξη του ανθρώπου και τη διερεύνηση του εαυτού, το σωκρατικό «γνῶθι σ’ αὐτόν», μια πολύ δύσκολη διαδικασία.
Η Δέσποινα Καϊτατζή παρουσιάζει ποιητικά την Εύα ως εκπρόσωπο του θηλυκού γένους και ως πηγή της ζωής του ανθρώπου με μια δική της οντολογική και ψυχαναλυτική οπτική θεώρηση, επιστρατεύοντας ονόματα-σύμβολα, μνήμες, ανέμους, Αφροδίτες, μύθους, παραδόσεις και μυθολογίες, τα οποία κατέχει καλά. Η πορεία της αναζήτησής της είναι τόσο της καθόδου, στη βύθιση της αρχής όσο και της ανόδου στη ζωή για να συνεχιστεί με τη γέννηση ο αιώνιος κύκλος της φθοράς και της επιστροφής. Εκκινεί με την ερώτηση «Τι είμαι/ αέναος κύκλος/ ωοειδές κάτι ή τίποτα/ πώς λάμπει άυλη η υφή μου/», που μετά από περιήγηση στον χωροχρόνο ολοκληρώνει το πρώτο της ποίημα με το ρήμα «διαχέομαι άχνα αχνή στον χωροχρόνο/ πνοή αστεριών αστείρευτη/ γαλάζιο απαύγασμα/ γαλαξία».
Δεν αξιοποιεί τη στίξη, οπτικά το ποίημα έχει σχήμα αυγού, ως χώρου δημιουργίας. Το ίδιο ποίημα επαναλαμβάνεται στο τέλος της συλλογής με αντιστροφή στη σειρά των στίχων, αναποδογύρισμα, καθώς ξηλώνονται οι στίχοι από το τέλος προς την αρχή, π.χ. «γαλάζιο/ απαύγασμα γαλαξία/ πνοή αστεριών αστείρευτη/ διαχέομαι άχνα αχνή στον χωροχρόνο/» και καταλήγει, όπως και ο κύκλος της ζωής: «πώς λάμπει άυλη η υφή μου/ ωοειδές κάτι ή τίποτα/ αέναος κύκλος/ τι είμαι/». Η πορεία στο ερώτημα είναι αμφίσημη «έρχομαι ή πάω Πουνέντες ή Σιρόκος», πορεία και επιστροφή. Τα ρήματα σε πρώτο πρόσωπο, ρήματα δράσης, καταδεικνύουν αυτό το ξεχωριστό ταξίδι, π.χ. «σπάω, εξέρχομαι, πλέκω, ανασύρω, αρδεύω, αναδύομαι, αναβλύζω, πλάθω, κρημνίζομαι, ψάχνω, διαχέομαι» (σελ. 11).
Η τοποθέτηση στη σελίδα του ποιήματος, το σχήμα, ο λόγος και ο υπόγειος ιστός συλλειτουργούν και προετοιμάζουν τον αναγνώστη για την απόλαυση αυτής της ποίησης, που μπορεί να διαβαστεί σύμφωνα με τη δομή της. Πρόκειται για μια περίτεχνη δομή, που οδηγεί την ποίηση εξελικτικά ως εσωτερικός ή και εξωτερικός μονόλογος, ίσως και μονωδία, με δρώμενο μέσα από τις πέντε φωνές και τις αντίστοιχες αντιφωνήσεις. Αυτές δίνονται σε λατινική αρίθμηση, που εντός τους αναπτύσσονται ποιήματα που αντανακλούν την πορεία του ανθρώπινου γένους στη γη, με εστίαση στην κάθε Εύα.
Η πορεία της ποιητικής γραφής είναι εσωτερική και οντολογική: «έρχομαι ενώ επιστρέφω», καθώς με τη γέννηση αρχίζει και η αντίστροφη πορεία προς το τέλος. Το ποίημα εστιάζει στην πορεία από τη σπηλιά και το σκοτάδι προς το φως και το παρόν, όπου ο νους γίνεται «μικρογραφία του σύμπαντος/ το σώμα κιβωτός επιθυμίας/ το βλέμμα αντανακλάσεις ονείρου». Το έρχομαι δηλώνεται με το κλάμα, ή σύμφωνα με την ποιήτρια «η πρωταρχική κραυγή σπαραγμός» (σελ. 12). Ακολουθεί ο ύμνος του γράμματος (γ) και του θηλυκού όντος «ως Γαία/ γυναίκα γόνιμη/[…]/ γοά/ γόοι γέννας» και έτσι αρχίζει τόσο η «γένεση» όσο και η «γέννηση» (σελ. 13).
Ακολουθεί το ποίημα ως «φωνή Ι». Πέντε φωνές (σσ. 14, 22, 30, 38, 46) δένουν το ποίημα με τις αντίστοιχες αντιφωνήσεις (σσ. 21, 29, 37, 45, 53). Η κάθε φωνή απέχει από την άλλη οχτώ (8) σελίδες, αριθμός εφτά της δημιουργίας και η όγδοη της ξεκούρασης. Μια εβδομάδα δρόμος για κάθε φωνή, που καλύπτει αιώνες ανθρώπινης ύπαρξης και διαδρομής, από τον Αδάμ και την Εύα έως τα σύγχρονα. Πρόκειται για μια πορεία με σταθμούς και αναβαθμούς με τους: Κάιν και Άβελ, Ίκαρο, Κρόνο, Ηρακλή, Κανένα/ Οδυσσέα, Κίρκη και Πηνελόπη, Μ. Αλέξανδρο και «με το βλέμμα του Οδυσσέα». Παρούσες και παρόντες στην κλίμακα αυτής της πορείας είναι η Λιβιδώ, ο πόθος, ο Εωσφόρος με τον κήπο της Εδέμ και τον όφι, αλλά η μάνα του πρωτόπλαστου προϋπάρχει της ύπαρξης, κατά την ποιήτρια, που καθορά τη θηλύτητα ως οντολογικό στοιχείο του σύμπαντος, που προϋπάρχει της γένεσης. Είναι η επιθυμία ως ένωση σαρκική με το έτερο, με τον Αδάμ, φυγή από το σκότος, αλλά και επιφάνεια στη γη με τον γιαλό και τα κύματα, με το άκουσμα του φλοίσβου, καθώς ο ρομαντισμός θα κινητοποιήσει «ξανά το πρώτο παιχνίδι» του έρωτα και της γέννησης (σελ. 17).
Στο ποίημα «Ο Κάιν στον καναπέ» του ψυχαναλυτή, η ποιήτρια ανιχνεύει αλήθειες και μύθους για το ιερό ωόν της δημιουργίας μήπως είναι ο Πρωτέας ως όνομα και ουσία ή νεότερες θεωρίες όπως οι δομικοί λίθοι του RNA, με τις δυο πέτρες που σκόνταψαν και άναψε η φωτιά ή μήπως το φως, που μπήκε από χαραμάδα της νύχτας, ή μήπως πληρώνουμε όπως στο Έγκλημα και Τιμωρία το «κρίμα Ρασκόλνικωφ» και το αμάρτημα των Πρωτοπλάστων! Τελικά, αναζητάει την κάθαρση στο ποίημα με τον λόγο που χτίζει κόσμους, αναδεικνύει πάθη, αλλά και τα καταλαγιάζει ως κάθαρση, με το παθός μαθός. Αναζητάει ο άνθρωπος σωτηρία άλλοτε στη φλεγόμενη βάτο και τον Μωυσή και άλλοτε στον Πανάγαθο Πατερούλη, η ψυχή αναζητάει σωτηρία, αλλά και παλεύει ανακαλύπτοντας πάντα έναν «Άλλον», εξιδανικεύοντας την εικόνα του εαυτού, όπως ο Ιεχωβά και το σύνδρομό του κατά τον Γουνγκ. Έτσι, από το πεζόμορφο ποίημα «Ο Κάιν στον καναπέ», με προμετωπίδα από τον Μπωντλαίρ (Τα άνθη του κακού) κινείται ποιητικά στο επόμενο: «είμαι η Αφροδίτη του Χόλε Φελς».
Σ’ αυτό υμνείται η αρχέγονη μήτρα, το άχρονο σύμπαν, η άμωμος μητέρα, η γη κι ο ουρανός ως Όλο. Επινοείται ο έρωτας στο όνειρο της Σελήνης, ο φαλλός είναι παρών, όπως και η γυναίκα, ως Αφροδίτη, ως Σελήνη, ως ζώνη της Ιππολύτης, ως Μέδουσα και Σφίγγα, ως Σαπφώ και Υπατία. Και αφού περάσει από το συλλογικό ασυνείδητο φτάνει στην κουρασμένη Καρυάτιδα: «είμαι η κουρασμένη Καρυάτιδα με το εποικοδόμημα στο κεφάλι», στην κόμη της Βερενίκης, επαναλαμβάνει είκοσι δύο φορές το «είμαι» και το γράμμα έψιλον (ε), π.χ. «είμαι το έσχατο μυστήριο το ανερμήνευτο θαύμα», ως κατάδειξη της ζωής, ως πορεία και διαχρονικό αποτύπωμα του ανθρώπου, ως θηλυκό όν, με το επιμύθιο ότι το θήλυ είναι η ρίζα και η Άνθρωπος, πάλι με επανάληψη δύο φορές του υπαρξιακού και παροντικού ρήματος «είμαι»:
«είμαι η ανθός του Εσύ του Εμείς η ρίζα
είμαι εγώ η Άνθρωπος» (σελ. 19).
Ακολουθεί το ποίημα για τον «ιερό φαλλό», πάλι με επανάληψη του «είμαι» στη αρχή κάθε στίχου. Ο φαλλός παρουσιάζεται ως αρχετυπική ετερότητα, ως σπέρμα και ζευγολάτης, ως έκπτωτος Αδάμ και άσωτος, ως Κάιν και υπεράνθρωπος του Νίτσε, ως «ο δεσμώτης και ο δυνάστης», ως ερωτύλος Διόνυσος και Οιδίποδας, ως Νάρκισσος και δρομέας, ως ο ναυτίλος και ο ναυαγός, ως Ήφαιστος, Σίσυφος, Όμηρος και Κανένας. Με το επιμύθιο ότι είναι ο Ούτις ο πολυπρόσωπος, π.χ.
«είμαι ο Ούτις με τα άπειρα πρόσωπα σε καθήλωση
είμαι εγώ ο Άλλος η επινόηση του νέου Ανθρώπου» (σ. 20).
Μετά από όλες τις φωνές και τα πολλά πρόσωπα της ανθρώπινης διαδρομής η ποιήτρια φτάνει στην πρώτη «αντιφώνηση Ι», χωρίς την ύπαρξη του «είμαι», αλλά ως καλειδοσκόπιο, ως παιδικό παιχνίδι, στα αόρατα χέρια κάποιου που κινεί τα πάντα. Ακολουθεί έντονος ρηματικός λόγος δράσης για το καλειδοσκόπιο ως αχνάρια του γαλάζιου που: «ανιχνεύουν θολωτά ουράνια/ διαχέονται […]/ χύνονται […]/ ανταμώνουν[…]/ σμίγουν στιγμή αιώνια/ υδάτινα παιχνιδίσματα/ εκτινάξεις ορμής γλιστρήματα χάρης/ υπέρτατη χαρά το άγγιγμα» και ολοκληρώνεται το ποιητικό αντιφώνημα με τη λέξη της έναρξης «καλειδοσκόπιο», όλα στον βίο ένα παιδικό παιχνίδι στο αόρατο κάτι ή στο τίποτα.
Η δεύτερη φωνή «φωνή ΙΙ» μιλάει για το θαύμα του φωτός, για το πρώτο σκίρτημα, για την εκσπερμάτιση του γαλαξία, για «το βλέμμα του βρέφους η ανάγκη της ανε-μώνης» για το φώνημα (μ) (μμμ), που γίνεται η πρώτη λέξη «μαμά», «μάμα», «μάμα εσύ μάμα εγώ μάμα εμείς», οπότε το θηλυκό αποκτά ρόλο, που εισάγεται από τη λέξη «μάμα, μαμά» (σελ. 22). Η δεύτερη φωνή παρουσιάζει τις: Αφροδίτη και τη γέννησή της από τα κύματα, έτσι όπως μνημειώνεται στη ζωγραφική του Μποτιτσέλι, τη Σαπφώ και τη Νίκη στο ακρόπρωρο με τα φτερά στην πλάτη. Η Αφροδίτη με όλα αυτά τα ονόματα με το κομματιασμένο Εγώ της εκτίθεται στα Μουσεία και πάσχει, δηλαδή η ποιήτρια δίνει φωνή στα άψυχα, όπως στο δημοτικό μας τραγούδι. Επιπλέον συνδέει την Αφροδίτη με τα φρικτά έθιμα της «κλειτοριδεκτομής» και διαμαρτύρεται ποιητικά για το σχετικό έθιμο της Αφρικής, όπου πολλές παιδίσκες/Αφροδίτες υποφέρουν ακρωτηριασμένες. Ακολουθούν τα ποιήματα «όταν διετέλεσα όμηρος». «Τώρα είμαι Μήδεια» και τρία ακόμα για να καταλήξουμε στη δεύτερη αντιφώνηση. Με το εσωτερικό μάτι και την ενσυναίσθηση η ποιήτρια διαμαρτύρεται για όσα αναφέρονται στα πριν και μετά την Τρωική εκστρατεία, με τη θυσία της Ιφιγένειας, με τους θρήνους της Ανδρομάχης, που έρχεται η ποιητική Μούσα να σώσει τη μνήμη τους, όπως και της Μήδειας, ομήρου του έρωτά της για τον Ιάσονα. Πλάι της βάζει η ποιήτρια τις γυναίκες του Παπαδιαμάντη, με τις θηλιές όπου έπνιγαν οι γεννήτορες τη θηλύτητα (συνηχήσεις). Εδώ, η ποιητική αφήγηση εμπλουτίζεται με διακείμενα λαϊκού λόγου/ τραγουδιού. Οπότε το οιδιπόδειο παραμένει άλυτο, όπως φαίνεται στο επόμενο ποίημα, και ο άνθρωπος ακόμα παλεύει να ορθοποδήσει και να γίνει καλύτερος ως Άνθρωπος, π.χ.
«μπουσουλάω στα τέσσερα
ο Άνθρωπος που παλεύω να γίνω» (σελ.26).
Στο ποίημα «σύνδρομο της Περσεφόνης» ανατρέπεται ο μύθος με μια σύγχρονη εκδοχή φυγής σε ξένες χώρες «χάνομαι σε χοάνες ξενότητας» και επιστροφής ως άνοιξη, ως «μυγδαλιά στο μάγουλο παιδίσκης», με εξαίρετη εικονοποιΐα. Στο ποίημα με καταβύθιση στην «οδύσσεια της Ποίησης», με διαδρομές σε Τρίτωνες και τον Κανένα, αναζητεί ουσιαστικά τα Αντικλείδια της ποίησης, οπότε πρόκειται για ποίημα ποιητικής και αναζήτησης του Ανθρώπου, με εγκιβωτισμό τον εξαίρετο στίχο του Πεσόα, σε πλάγια γραφή, στο ποίημα «Οδυσσέας», «αυτόν που Υπήρξε κάποτε χωρίς ποτέ να υπάρξει». Ακολουθεί η «αντιφώνηση ΙΙ», όπου κυριαρχεί η αναγέννηση της φύσης, η δημιουργία με Δημο-κρατία και τον Λόγο και η «κοσμική αρμονία». Από τη Σαπφώ φτάνει στη Λυσιστράτη, που βγήκε από τον γυναικωνίτη και έμαθε να διεκδικεί.
Ακολουθεί η «φωνή ΙΙΙ» όπου η ποιήτρια αναφέρεται σε στάσεις ενοχοποίησης της Εύας: «αυτή η έχιδνα αυτή η μιαρή/ αυτή η δαιμονισμένη κι η βέβηλη», με αναφορά στους Ιεροεξεταστές και τις δίκες του Σάλεμ και σε άλλα. Στην τελευταία στροφή με πολλές εικόνες από τη φύση και τη ζωή, αναζητάει τη νέα στάση ζωής, που εμποδίζεται αλλά θα έρθει, όπως αποκαλύπτουν οι δύο τελευταίοι και μετεωρισμένοι για έμφαση στίχοι:
«η νύχτα πυκνή αργεί να χαράξει /
ποιος μπορεί ν’ αμπαρώσει τις ηλιαχτίδες» (σελ.30).
Έπονται πέντε ποιήματα με αναφορές σε νεότερες ιστορικά γυναικείες μορφές, όπως στην ένσταση της Κασσιανής στη σιωπή: «καιρός του λέγειν». Στη Θεία Κωμωδία και τις υπαινικτικές της αλληγορίες, στα πυρά της μισαλλοδοξίας, που συνομιλεί με το ποίημα Λιβιδώ και το προεκτείνει σε αίτημα-παράκληση της γυναίκας-μάνας για το σπλάχνο της και σπλάχνο όλων, π.χ. «σπλαχνιστείτε το άσπλαχνο σπλάχνο μας». Η προωθημένη σκέψη του Τζορντάνο Μπρούνο είναι παρούσα στη συνέχεια, όπου αναζητείται η γενικότερη παιδεία και η αναμόρφωση της κοινωνίας με τη μεστότητα του ποιητικού λόγου, με μνεία στη φρίκη της ΙSIS, των σκοταδιστών σε βάρος κυρίως της ανθρωπότητας και φτάνει στο «φλέγομαι στο σώμα της Ιλδεγάρδης». Εδώ ποίηση και Τέχνη συνομιλούν και προωθούν τη σκέψη για τη θέση της γυναίκας διαχρονικά, με μνεία στον Μποτιτσέλι, τον Πετράρχη, τον Βοκάκιο και τον Ακινάτη, που τι γνωρίζει αυτός για την Εύα, όπως σχολιάζει η ποιήτρια: «τι να την κάνω την άφυλη ισότητα επουράνια». Μιλώντας για όλες τις γυναίκες των παθών και της λογοτεχνίας σπάζει όλες τις προκαταλήψεις και αφήνεται στα «φιλήδονα όσια της Ιλδεγάρδης» (σελ. 35). Η τρίτη φωνή ολοκληρώνεται με το ποίημα «με είπαν “Homo Universalis”», με μνεία στα επιτεύγματα, που άλλοι τα υμνούν και άλλοι τα λοιδορούν. Έτσι παρελαύνουν οι: Σαίξπηρ, Μόνα Λίζα, ο τολμηρός Κολόμβος, οι ανεμόμυλοι του Δον Κιχώτη, από τους οποίους το ποιητικό υποκείμενο, σε πρώτο πρόσωπο, επιλέγει το: «κρεμιέμαι». Στην «αντιφώνηση ΙΙΙ» γίνεται λόγος για τον απωθημένο πόθο, που επιστρέφει δριμύτερος όσο τον αγνοεί κάποιος, αλλά και τον πόνο. Με αυτούς συνομιλεί η ποιήτρια σε μια άλλη διάσταση και σχέση υψηλής εσωτερικής νοημοσύνης και ψυχαναλυτικής λειτουργίας και καταλήγει στο επιμύθιο:
«αυτός είναι πλέον ο ξενιστής μου
φοβάμαι την ώρα που θα αυτοκαταστραφεί» (σελ. 37).
Στη «φωνή IV» αναπτύσσονται εικόνες και σκέψεις από την καταδίκη της θηλύτητας «η λαιμητόμος/ η πυρά/ η αποτέφρωση» όλα στο όνομα του Πανάγαθου, μια τραγική ειρωνεία, καθώς η γυναίκα πάντα κατηγορήθηκε ως η αιτία του κακού. Αλλά η ποιήτρια βλέπει ότι από τη στάχτη αναδύεται η αναγέννηση, το φως, «η επαναμάγευση των λέξεων/ η ζωή μας θέλει», διότι η ζωή ξέρει να κερδίζει (σελ. 38). Στα επόμενα ποιήματα με την πολύτιμη σκευή της περνάει από την Αριάγνη του Τσίρκα στην Αριάδνη και κάθε Αριάδνη που αφήνει ο Θησέας, σε κάθε Ιφιγένεια που τη θυσιάζει ο πατέρα της και στην Πηνελόπη, που υφαίνει και ξεϋφαίνει αναμένοντας τον Κανένα. Η διαδρομή δεν έχει τέλος, γι’ αυτό το θήλυ επαναστατεί, βγαίνει «στους δρόμους αγοροκόριτσο» και αποκτά φωνή. Ψάχνει τον μίτο της Αριάδνης και κάθε Αριάγνης, τα ονόματα αλλάζουν και συγχρόνως ταυτίζονται στην ουσία της ύπαρξής τους.
Έτσι φτάνουμε στο «ο Λυκάνθρωπος ήμουν εγώ» και «στο μανιτάρι της Χιροσίμα» του Οπεχάιμερ, στον οποίο στέλνουν γράμμα τόσο ο Βρεττάκος όσο και ο Αναγνωστάκης. Και μόνον οι τίτλοι των ποιημάτων αρκούν να αναδείξουν το έωλο της ζωής, τι να σου κάνει ο Μιχαήλ Άγγελος με τη συντριβή του Μωυσή ή με τη διδασκαλία του Πλάτωνα, ο κόσμος σπάει στα βράχια, όπως τα νερά: «ποιος μπορεί να τα πιάσει» λέει αλληγορικά η ποιήτρια. Και επανέρχεται πάλι στην ομορφιά της ζωής, όπου το ερώτημά της εστιάζει στο «αλλά πώωωωωςςςςς». Και στο επιμύθιο ο άνθρωπος γίνεται δύτης στην απύθμενη θάλασσα, γεωμέτρης του σύμπαντος, αλλά αδυνατεί να εδραιώσει σχέσεις αγάπης: «μα στην αγάπη αγεωμέτρητος» με το ποίημα Χιροσίμα, όπου εικόνες και συναισθήματα, ορθώνονται χρόνια τώρα μπροστά μας. Το ευαίσθητο ποιητικό αφτί πιάνει ήχους και φωνές τις νύχτες, αυτών που χάθηκαν τσιρίζοντας, προτάσσοντας τη ζωή, ενώ παραπέμπει στις εικαστικές εγκαταστάσεις διαμαρτυρίας της Γιόκο Όνο: «φυτεύω δέντρα στα μουσεία του κόσμου», διότι ο πόλεμος είναι παρών, «νεκρώνει τα δάση» και η ποιητική φωνή αναζητάει έξοδο και κάποιον που να αλλάξει στο καλύτερο τον κόσμο, που «ν’ ασβεστώσει τα συντρίμμια» από τη Χιροσίμα και εντεύθεν (σελ. 41).
Ακολουθούν δυο εξαιρετικά ποιήματα: «Angelus Novus», «κουρασμένη Καρυάτιδα». Το πρώτο με προμετωπιδα στίχους του Χάινερ Μίλλερ παρουσιάζει τον νέο άγγελο παιδί και γέρο, τερατόμορφο, με τα δόντια έτοιμα να στραφούν απειλητικά στον Άλλο. Πρόκειται για τον Άγγελο του πολέμου, της ουτοπίας, της βαρβαρότητας, οπότε ομολογεί ως ποιητικό υποκείμενο ότι είναι «ο δύστηνος άγγελος», που παραπαίει από χίμαιρα σε χίμαιρα, που ζει τον φόβο και την παραφορά και τρέμει για το πού μπορεί να φτάσει, μιλώντας εξ ονόματος όλων μας για τον φόβο του καιρού μας. Έτσι, και η Καρυάτιδα αιώνες τώρα, με την ομορφιά σε σώμα και κεφάλι, ζει με τα κλεμμένα, νοσταλγώντας τον πάτριο ήλιο: «μάταια αναζητώ το λίκνο μου». Η ποιήτρια δίνει φωνή στο γλυπτό, που συγκλονίζει με το αίτημά του, καθώς η εσώκλειστη Καρυάτιδα φωνάζει:
«μια ζωή σηκώνω το αέτωμα σαν τον Άτλαντα
δεν αντέχεται είπα θα φύγω» (σελ. 43).
Στην τελευταία στροφή δίνεται εικόνα φρίκης για το αύριο του πλανήτη. Στο ποίημα «τα όνειρα δείχνουν» αναζητάει στήριγμα στη μεταφυσική των ονείρων, στην ψυχή, που προτρέπει τη γυναίκα να πετάξει με το παραδεισένιο πουλί «στα γαλάζια φτερά του» και να φέρει με τη γοητεία της θωριάς της «εκείνο το κάλεσμα ζωής και θανάτου». Αλλά έρχεται η ανατροπή με το «κι εσύ Σαλώμη μού ζήτησες το κεφάλι του/ και σου το ’δωσα/ κι όταν έσκυψα να δω/ σπαρταρούσε στο αίμα το δικό μου». Στο επιμύθιο ανιχνεύεται η ουσία της γυναικείας πορείας με τη γέννα, π.χ. «πρέπει να προχωρήσω είπες/ είναι στη μοίρα μου να γεννάω». Εδώ ο πλάγιο λόγος, οι φωνές εσύ, εγώ, η γυναίκα, ως έλξη και μοίρα για το προχώρημα της ζωής, δίνονται με εξαιρετικό τρόπο.
Ακολουθεί η «αντιφώνηση IV» με τον Αδάμ, που, αφού γνώρισε τη φύση του, την έκαμε όπλο. Η επανάληψη για έμφαση του «μετά» που απαριθμεί τις πράξεις του, καθώς μετά σκότωσε τον Άβελ, «μετά απόκτησε γη/ μετά σήκωσε σημαία/ μετά έχτισε γυναικωνίτη/ μετά έπλασε θεό/ μετά τον μεταμόρφωσε θυρίδα» και έκτοτε υποδύεται τον βρικόλακα. Τέλος, η ποιητική συλλογή οδηγείται στη «φωνή V», όπου γίνεται αναφορά στην αναζήτηση και στο έλλειμμα της αγάπης: «κανείς δεν βρήκε την ουσία της ουσίας της / κανένας δεν την όρισε».
Στη συνέχεια τα ποίημα «Artificial intelligence», «η Νάρκισσος», «ο Νάρκισσος» με υπαινισσόμενες αναφορές και ερωτήματα σχετικά με το σήμερα και το αύριο του σύγχρονου ανθρώπου, τον ναρκισσισμό που τον διακατέχει, την μειωμένη εγγύτητα, το συναισθηματικό έλλειμμα, την τεχνητή νοημοσύνη και τα ανδροειδή. Ο Νάρκισσος περνάει από την κιβωτό του Νώε στο τέλος των δεινοσαύρων και των παγετώνων, στην επικράτεια του ναρκισσισμού ως «η αμφίβολη πλήρωση του ανεκπλήρωτου», έως τις άπειρες selfie εγγραφές του, όπου ψάχνει στο είδωλό του το πρόσωπο, που «βουλιάζει καθημερινά σε στεγνά απόνερα», αλλά αναζητάει να του πει κάποιος το τι και το πώς. Αντίθετα, η γυναίκα δεν ψάχνει έξω από τον εαυτό της, αλλά εντός της, σημαίνουσα διαφορά από τον Νάρκισσο ως Άλλο.
Με το «ανδροειδές» η ποιήτρια εκφράζει ερωτήματα και θέματα σχετικά με την επίδραση του στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ενώ στο «ανδρόγυνος» τίθενται ερωτήματα σε ζητήματα βιοηθικής. Αυτά έχουν σχέση με τη μοναχικότητα της διαδρομής του ανδρόγυνου και τις μελλοντικές ανατροπές στην εξελικτική πορεία του, με συρρικνωμένο συναισθηματισμό, όπου ακόμα και ο Σίσυφος, με δρόμο προδιαγεγραμμένο, δεν αντέχει πλέον να σκέφτεται, π.χ.
«με πλημμυρίζει […]/ να μουντζώσω την αγέλη τους θεούς τους δαίμονες /[…]/ να κατρακυλάω[…]/ να μην κουβαλάω τον βράχο να τον καβαλάω/ να πουν: “κι ο Σίσυφος εκάθισε στον βράχο!”» (σ. 51).
Ακολουθεί η τελευταία «αντιφώνηση V», όπου μετά την αθροιστική παράθεση εικόνων της φύσης, γίνεται λόγος στον «ετερώνυμο πλάνη», τον πλάνητα της ζωής, για κάθε «πηγεμό και επιστροφή» ως «ένας μικρός θάνατος», με το νόμισμα για το πέρασμα αντίπερα του Αχέροντα. Και ολοκληρώνεται ως επιμύθιο ότι αυτό το πέρασμα μπορεί να είναι ένα «πέρασμα ένα τίποτα/ μπορεί ένα όνειρο μια οπτασία κάποιας άλλης έκλαμψης», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιστροφής. Το προτελευταίο ποίημα «αναζωπύρωση» αρχίζει με καταβύθιση, χαμό στο αχανές, κάτι σαν «ουράνιο σώμα σε μαύρη τρύπα» και γίνεται «καιομένη λίθος» και αναζωπύρωση. Για το επαναλαμβανόμενο ωοειδές τελευταίο ποίημα, αντιστροφή στη διάταξη στίχων του πρώτου ποιήματος έχει γίνει ήδη λόγος.
Συνεπώς μέσα από τη διαδρομή αυτή μάθαμε ποιητικά τι σημαίνει: «με λένε Εύα», γίναμε συνοδοιπόροι στην πορεία του ανθρώπινου γένους, πάντα με τη σύλληψη, την τέχνη και τεχνική της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, που μας ξενάγησε στον ποιητικό κόσμο της σε υπαρξιακά, μυθολογικά, ιστορικά και καλλιτεχνικά τοπία, με επίκεντρο την κάθε Εύα, αλλά και τον κάθε Αδάμ, με τη δική του ψυχαναλυτική προσέγγιση από την ποιήτρια. Αυτή η συλλογή ποιημάτων είναι ξεχωριστή, αξίζει να μελετηθεί από πολλούς, ως πηγή αυτογνωσίας και αναζήτησης.
Τέλος, η εκδοτική παρουσία της είναι πετυχημένη από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, με το υπέροχο έργο στο εξώφυλλο του Γ. Ξένου, ακρυλικό σε χαρτί, άτιτλο.
Σαρωνίδα 21/8/23