You are currently viewing Χριστίνα Ι. Αργυροπούλου: Κυριακή Πετράκου, Από την Επανάσταση του 1821 ως τη Μετανάστευση του Millennium.  Εκδ. ΟΤΑΝ, 2024.

Χριστίνα Ι. Αργυροπούλου: Κυριακή Πετράκου, Από την Επανάσταση του 1821 ως τη Μετανάστευση του Millennium. Εκδ. ΟΤΑΝ, 2024.

Δεκαεπτά Μελετήματα για το ελληνικό θέατρο (και όχι μόνο)

Το εξώφυλλο κοσμείται με τη μορφή του Φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα, με στολή Σουλιώτη και με πορτρέτα των Ευαγγελάτου, Πρεβελάκη, Παπαδιαμάντη και Καζαντζάκη. Στο οπισθόφυλλο δίνονται πληροφορίες για τα μελετήματα της Κυριακής Πετράκου, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και τα 100 από τη Μικρασιατική Καταστροφή, για το ελληνικό θέατρο, με διερεύνηση πώς αποτυπώνονται τα γεγονότα αυτά στο θέατρο  και ποια είναι η σχετική θεατρική παραγωγή. Εκδοτικά, το βιβλίο είναι προσεγμένο, σε χαρτί chamois, διότι η επαφή με το έντυπο καλό βιβλίο έχει τη δική του αξία ως αίσθηση και ως σχέση με τον αναγνώστη. Τα κεφάλαια του βιβλίου συνοδεύονται από οπτικό υλικό σχετικών θεατρικών παραστάσεων. Η δομή του βιβλίου είναι σαφής, καθώς μετά τον Πρόλογο, ακολουθούν δεκαεπτά Κεφάλαια, Ευρετήριο ονομάτων και Ευρετήριο έργων, Ευρετήριο πραγμάτων και όρων και Περιλήψεις στα αγγλικά (Summaries) για καθένα από τα δεκαεφτά μελετήματα.

Τα μελετήματα είναι ποικίλης θεματολογίας και θα αναφερθούν όσο γίνεται συνοπτικά. Θεωρώ ότι το ογκώδες, αλλά ελκυστικότατο βιβλίο της Κυριακής Πετράκου έχει πολύ ενδιαφέρουσα ύλη, για κάθε αναγνώστη, ιδιαίτερα για όσους ασχολούνται με το θέατρο (φοιτητές και εκπαιδευτικούς) ή διεξάγουν έρευνα σχετική με το θέατρο, είναι μια σημαντική πηγή ελεγμένων πληροφοριών και πηγών, όπως φαίνεται από τις υποσημειώσεις, για τη θεατρική δράση στην ελεύθερη από το 1821 Ελλάδα έως σήμερα, σχετικά με τα δύο ιστορικά ορόσημα. Στο βιβλίο αυτό με τιμάει ιδιαίτερα η φίλτατη Κυριακή Πετράκου, με τη διπλή της αφιέρωση σε μένα, έντυπη και ιδιόχειρη, που με κάνει να ανησυχώ αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ επαρκώς  με την ακόλουθη βιβλιοπαρουσίασή μου για το εξαιρετικό πόνημά της.

Στο πρώτο μελέτημα, με τίτλο: «Γυναίκες μεταμφιεσμένες σε άνδρες σε έργα για το ’21» η συγγραφέας διερευνά τον ελληνικό φεμινισμό ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια με γυναίκες συγγραφείς (Σωτ. Αλιμπέρτη, Κούλα Ξηραδάκη), με γυναίκες της κλεφτουριάς, μεταμφιεσμένες σε άντρες (Σουλιώτισσες των Μποτσαραίων και Τζαβελαίων) και με γυναίκες του Αγώνα, όπως η Μαντώ Μαυρογένους και η Μπουμπουλίνα, για τις οποίες έχουν γραφτεί αρκετά έργα, π.χ. ο Χριστ. Σαμαρτζίδης έγραψε το Αρματωλοί και κλέπται, όπου η Δέσπω ντύνεται με φουστανέλα και πολλά άλλα έργα, όπου οι περιορισμένες στο σπίτι γυναίκες βγαίνουν στον αγώνα, ντυμένες άνδρες. Γίνεται μνεία και σε νεότερους συγγραφείς, οι οποίοι γράφουν για πρόσωπα του ’21, όπως ο Γ. Θεοτοκάς με τον Κατσαντώνη στο οποίο η Τριανταφυλλιά μεταμφιέζεται σε Τριαντάφυλλο για να βοηθήσει τον ήρωα, αλλά και άλλοι, οι οποίοι με τα έργα τους αναδεικνύουν τη γυναικεία παρουσία στην Επανάσταση του 1821. Μέσα από τη λογοτεχνία, αν και όχι ιδιαίτερα από την ιστοριογραφία, αναδείχθηκαν ξεχωριστές γυναικείες μορφές του Αγώνα.

Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στην εικόνα του Πολίτη και της Πολίτισσας στο νεοελληνικό θέατρο. Πρόκειται για μορφές από την Κωνσταντινούπολη/Πόλη, ήδη στα χρόνια του Όθωνα, όταν τίθεται το θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, ιδιαίτερα  το 1844 για την ελληνική ιθαγένεια. Αρκετά έργα εστιάζουν στον Πολίτη και την Πολίτισσα, στους εκκλησιαστικούς κύκλους και στην άρχουσα τάξη των Φαναριωτών (Γ. Σούτσος  με τον Αλεξανδροβόδα τον ασυνείδητο, ο Αλέξ. Σούτσος με τον Πρωθυπουργό και τις ψηλομύτες Πολίτισσες και ο Μ. Χουρμούζης το 1865 με το έργο Μαλακώφ). Η Κυριακή Πετράκου καταγράφει όλους τους Πολίτες δημιουργούς και άλλους, που εστιάζουν στις μορφές του Πολίτη και της Πολίτισσας, και δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα τότε δρώμενα, για τη θέση της γυναίκας και για θέματα κοινωνικά, εθνικά και λογοτεχνικά. Η ύλη και αυτού του κεφαλαίου προϋποθέτει μεγάλη και εμπεριστατωμένη έρευνα.

Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η επανάσταση του 1821 στα θεατρικά έργα της Αντωνούσας Καμπουράκη ή Καμπουροπούλου ή Καμπουροπούλα από τα Χανιά, η οποία είχε περιπετειώδη βίο, διότι ήταν μια ξεχωριστή γυναίκα, ποιήτρια και δραματογράφος. Έγραψε τρία δράματα και ποιήματα, π.χ. το δράμα Γ. Παπαδάκης, ήρωας της Γραμβούσας, που αναλύεται διεξοδικά από τη συγγραφέα. Έγραψε και Ποιήματα τραγικά, έμμετρες επιστολές, όπου αναφέρονται σημαντικά πρόσωπα (Όθων, Κωλέττης κ.ά.). Η Αντωνούσα αναδεικνύει και τον γυναικείο ηρωισμό στο έργο της Η Λάμπρω, έμμετρο δράμα, ίσως persona δική της, που υπήρξε πρόσφυγας από την Κρήτη στο Μεσολόγγι το 1861, το οποίο αφιερώνει στον στρατηγό Δ. Καλλέργη, κρητικής καταγωγής. Η Λάμπρω ντύνεται αντρικά, όπως πολλές τολμηρές τότε γυναίκες. Το τελευταίο έργο της το 1875 αναφέρεται στην έξοδο του Μεσολογγίου, στο οποίο έχουν παρουσία και γυναικείες μορφές. Και η Ευανθία Καΐρη έγραψε για το Μεσολόγγι στο έργο της Νικήρατος.  Η Κυρ. Πετράκου επισημαίνει τις ομοιότητες ανάμεσα στα δύο έργα, σχετικά με τη δράση των γυναικών (Τασούλα και Κλεονίκη). Παρά το έργο της, όμως,  η Αντωνούσα δεν αναφέρεται στις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, αλλά μόνον από γυναίκες μελετήτριες και τον Κ. Φουρναράκη, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, τονίζοντας ότι ανακαλύφθηκε στη σύγχρονη εποχή ως δυναμική γυναίκα και λογοτέχνης και θα πρέπει το έργο της να αναδειχθεί.

Ακολουθεί το κεφάλαιο για τη μορφή του Λόρδου Βύρωνα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, που δίνεται εμπεριστατωμένα με τους συγγραφείς και τους τίτλους των έργων τους, σε σαράντα σελίδες, με παραπομπές και με στοιχεία που καταδεικνύουν την υπεύθυνη έρευνα και μελέτη από τη συγγραφέα. Η διάθεση της περιουσίας του Φιλέλληνα Βύρωνα, η ποίησή του, η παρουσία του στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, η αρρώστια  και ο θάνατός του συγκίνησαν και ενέπνευσαν πολλούς δημιουργούς (Ποταμιάνος, Σκουλούδης, Αλ. Λιδωρίκης). Η συγγραφέας παρουσιάζει και τις κριτικές των θεατρικών και μη έργων από σημαντικούς ανθρώπους εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα για τον πολυσυζητημένο Βύρωνα του Λιδωρίκη, που παίχτηκε πάλι το 1983, σε σκηνοθεσία του Γ. Μεσσάλα, χωρίς τις αμφισβητήσεις της πρώτης παράστασής του στο Εθνικό το 1934. Ο Μ. Σκουλούδης, επίσης, έγραψε για τον Βύρωνα, την Τραγωδία του Λόρδου Βύρωνα (1955), ενώ παίχτηκε το 1992 στον κινηματογράφο το έργο του Νίκου Κούνδουρου, Μπάυρον. Η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου, που προκάλεσε την επέμβαση και του Υπουργού Πολιτισμού Τζανή Τζανετάκη και το έργο κατέβηκε από τη σκηνή. Βέβαια, το 2021, στα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση, το έργο παίχτηκε στην κρατική τηλεόραση. Η ερμηνεία του ομώνυμου ρόλου από τον Μάνο Βακούση, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, ήταν εξαιρετική.

Ακολουθεί μια βυζαντινή κωμωδία του Άγγελου Τερζάκη, Νύχτα στη Μεσόγειο, σπάνιο είδος τη χαρακτηρίζει η Κ. Πετράκου, η οποία δίνει πρώτα το πλαίσιο με έργα ιστορικού περιεχομένου κατά τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα και στη συνέχεια παρουσιάζει το δραματικό αυτό έργο του Τερζάκη, αναφέροντας και τη βυζαντινή κωμωδία του Αλέξη Σολομού, Βέλθανδρος και Χρυσάνταζα, 1943. Ο Τερζάκης με το μυθιστόρημα Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, 1936 και 1945, εστιάζει στη Βενετοκρατία στην Αργοναυπλία, όταν η Μαρία Κορνάρου, χήρα, υπέγραψε το 1388 συμφωνία παραχώρησης των δικαιωμάτων της στην Αργολίδα προς τη Γαληνοτάτη. Μέσα στην Κατοχή φαίνεται ότι έγραψε και τη Νύχτα στη Μεσόγειο το 1946, σε ελεύθερο στίχο, το οποίο χαρακτηρίζει «ιστορικό παραμύθι», με κεντρικό θέμα «τον έρωτα μιας Γαλλίδας πριγκίπισσας με έναν νέο Έλληνα, με εθνικά ιδανικά». Το έργο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της κλασικής κωμωδίας. Η συγγραφέας παραθέτει και εδώ κριτικές για την αποδοχή ή μη του έργου (Άλκης Θρύλος, Β. Βαρίκας, Κ. Οικονομίδης, Μ. Πλωρίτης, Γερ. Σταύρου, Λ. Κουκούλας κ.ά.) και στοιχεία από τη διδακτορική διατριβή του Ηρακλή Χαριτωνίδη για αυτό το έργο.

Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εικόνα του θεάτρου σε περιοδικά της Κατοχής, εμπεριστατωμένα, σε σαράντα τέσσερις σελίδες, καθώς, με την έρευνα και τη μελέτη της, μπορεί ο/η αναγνώστης/τρια να παρακολουθήσει όλα τα σχετικά με το θέατρο και πώς το είδε η τότε κοινωνία, όπως φαίνεται, από όλα τα περιοδικά της περιόδου, παράνομα και μη. Αυτό έχει ιδιαίτερη αξία από κοινωνιολογική, ψυχολογική και ιστορική άποψη, καθώς πληροφορούμαστε για την πρόσληψη του θεάτρου εκείνη τη δύσκολη εποχή, για τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν τότε και για ποια έργα παρουσιάστηκαν σε αυτά είτε ως κείμενα είτε ως κριτική από ανθρώπους των γραμμάτων και του πολιτισμού. Είναι αδύνατο να παρουσιαστούν όλα- περιοδικά, κριτικές, συγγραφείς και τα έργα τους-, έστω και συνοπτικά, οπότε θα γίνει μόνον ενδεικτική μνεία. Βέβαια, πρόκειται για «μελέτη-κιβωτό» που έλειπε από τη βιβλιογραφία μας. Περιοδικά σημαντικά ήταν τα: Θέατρο, Καλλιτεχνικός Κόσμος, Καλλιτεχνικά Νέα. Σε αυτά αναφέρονται ονόματα και κείμενα ή έργα όπως των: Θ. Τσίγκα, Λέοντα Κουκούλα, Γιάννη Σιδέρη, Γρ. Ξενόπουλου, Μπαστιά, Μυριβήλη, Συναδινού, Τερζάκη κ.ά. Αναφέρονται θίασοι πρόζας και επιθεωρησιακοί (αδελφές Καλουτά, Μ. Φιλιππίδης, Μ. Κοκκίνης, λαρθρο Κ. Μουσούρη), ένας επιθεωρησιακός (Α. Σακελλάριος-Χρ. Χαιρόπουλος),  κριτική Μαγγανάρη, επιφυλλίδες Αττίκ, το Θέατρο Τέχνης, άρθρο Θ. Συναδινού για τον Κουν κ.ά.

Το 1944 εμφανίστηκε το περιοδικό Το Θέατρο του Σπ. Τριανταφύλλου, ο Τάκης Μουζενίδης γράφει σε αυτό για τον ρόλο της κριτικής, γενικά υπάρχει ζύμωση για την αναγκαιότητα να γίνει κρατικό θέατρο στη Θεσσαλονίκη, που ιδρύθηκε, τελικά, το 1961, με πρώτο διευθυντή τον Γ. Θεοτοκά. Παρατηρούμε, ακόμα, ότι γίνεται στροφή σε ελληνικά έργα, στο πνεύμα της «ελληνικότητας» (Γενιά του 1930). Εμφανίστηκαν τότε και ο Ν. Κατηφόρης, με το έργο του Ο Ανήλιαστος, νωρίτερα είχε γράψει και τα έργα: Μεράκι του άρχοντα και Απόψε θα γελάσουμε, ο Γ. Θετοκάς με τα: Αντάρα στ’ Ανάπλι, Το γεφύρι της Άρτας και Πέφτει το βράδυ και εξυμνείται το Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν για τα έργα που ανεβάζει. Μάλιστα, γίνεται αναφορά σε άρθρα -θετικά και αρνητικά- για τη θεματολογία του θεάτρου (Αγγ. Δόξας, Μαμάκης, Μελάς, Γ. Ρούσσος, Κ. Μπαστιάς, Τ. Μουζενίδης,  κ.ά.). Ο Θ. Κωτσόπουλος προτρέπει τους θιάσους «να στραφούν στα σύγχρονα ελληνικά», θετικοί ήταν σε αυτό οι Μελάς, Ν. Βυζαντινός, Ροντήρης, Μαρίκα, Ρώτας, ο Κουν, του οποίου αναγνωρίζεται η καλή σκηνοθεσία και η αξία του θεάτρου του, ενώ ήταν αρνητικοί οι Ψαθάς, Παπαδήμας κ.ά., όπως γράφει η συγγραφέας. Πολλοί αρθρογραφούν, καταθέτοντας τη μία ή την άλλη άποψη και πολλοί θιασάρχες και ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά έργα. Γενικά παρατηρούνται ζυμώσεις, σχετικά με το θέατρο και τα θεατρικά έργα, και κινητικότητα, με την εμφάνιση νέων θιάσων, ηθοποιών και συγγραφέων.

Το περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα, δεν είναι αμιγώς θεατρικό, αλλά το απασχολεί το θέατρο και αφιερώνονται πολλές σελίδες του, με συντάκτες άρθρων πολλών (Άρη Αλεξάνδρου, Μ. Λουντέμη, Νικηφ. Βρεττάκου, Γεράσιμου Σταύρου κ.ά.). Η συγγραφέας επισημαίνει ότι τότε παρουσιάζονται επίκαιρα θέματα από έγκριτους συγγραφείς (Μωραϊτίνη, Αλ. Λιδωρίκη, Παλαιολόγο,  Τερζάκη, Ιακωβίδη κ.ά.), όπως και σημαντικοί ηθοποιοί (Κοτοπούλη, Κυβέλη, Βεάκης, Παξινού, Μινωτής, Παπαδάκη κ.ά.). Η θεματολογία των έργων είναι πλούσια (νοσταλγία των παλιών καλών καιρών, η έξαρση της αλητείας, η έξαρση της παρθενικής τιμής, ο δάσκαλος που του κάνουν καζούρα κ.ά.). Ακούγονται πλέον ο Καραγκιόζης, το παιδικό θέατρο (Αντιγόνη Μεταξά, Γ. Σιδέρης), αλλά και μοντέρνα έργα (Γ. Σεβαστίκογλου, Κωνσταντίνου και Ελένης κ.ά.). Ο Σωκράτης Καραντινός καταδικάζει τον βεντετισμό στο θέατρο, τονίζοντας ότι οι απόφοιτοι ηθοποιοί του Εθνικού σπουδάζουν τέσσερα με πέντε χρόνια, ενώ αλλού υπάρχει ένας χρόνος σπουδών. Εκείνη την εποχή και ο Άγγελος Σικελιανός θα στραφεί στη δραματογραφία συστηματικά με αρχαία θέματα (Δαίδαλος στην Κρήτη, Ο Διθύραμβος του ρόδου). Η Κυριακή Πετράκου παρουσιάζει και τα νέα ελπιδοφόρα στοιχεία, που προστέθηκαν στο ελληνικό θέατρο (ό.π., σελ. 187).

Στην Κατοχή, σύμφωνα με τη συγγραφέα, σε όλα τα έργα υπήρχαν υπαινιγμοί για αντιστασιακή δράση‧ πρωτοστάτησε η επιθεώρηση, τότε έλαμψε το άστρο του Θεάτρου Τέχνης, το Ποιητικό Θέατρο των Σικελιανού και Θεοτοκά, όπως και των παλαιότερων Καζαντζάκη, Τερζάκη, Πρεβελάκη, Ρώμα, Ρώτα, Σκουλούδη, Ζωής Καρέλλη και Αλ. Μάτσα. Μετά τον πόλεμο ακμάζει η φαρσοκωμωδία. Συνεπώς, σε αυτό το κεφάλαιο ακτινογραφείται η θεατρική και συγγραφική κίνηση στην Ελλάδα, έτσι όπως παρουσιάζεται τόσο μέσα από τα περιοδικά που ασχολούνται με το θέατρο όσο και τους θιασάρχες, τους ηθοποιούς και τους συγγραφείς, οι οποίοι δρουν εκείνη την εποχή.

Στο έβδομο κεφάλαιο με τίτλο «Από το Ποιητικό Δράμα στο Δράμα του Περιθωρίου: Το Σημείο Καμπής στο Ελληνικό Θέατρο του 20ού αιώνα», η συγγραφέας παρουσιάζει τις αλλαγές στο περιεχόμενο των έργων και επισημαίνει ότι, με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1932, ανανεώθηκε η θεματολογία με τάση στο ιστορικό και μυθολογικό δράμα, σε ποίηση ή σε πρόζα. Αναφέρει και εδώ έργα και συγγραφείς έως και το 1990, όταν οι θεατρικοί συγγραφείς ανοίγονται σε παγκόσμια θέματα και διαφορετικά ύφη, μοντέρνα και μεταμοντέρνα και εξηγεί ότι η παρούσα μελέτη της εστιάζει στο σημείο καμπής της περιόδου 1950-1970. Αναφέρεται, επίσης, στις επιδράσεις ξένων δημιουργών στους Έλληνες, των Περγιάλη, Κεχαΐδη, Λυμπεράκη, Ζιώγα, Μουρσελά, Αναγνωστάκη, Καρρά, Μάτεσι, Καμπανέλλη,  Βάρναλη, Σκούρτη, Μ. Ποντίκα, Γ. Μανιώτη κ.ά).  Επισημαίνει, τέλος, ότι το μεταπολεμικό θέατρο του 20ού αιώνα αποτελεί καθρέφτη της ελληνικής κοινωνίας. Στη συνέχεια,  το θέατρο άλλαξε προσανατολισμό σε πιο παγκόσμια θέματα (παγκοσμιοποίηση), ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του κομουνισμού το 1989, οπότε παίζονται έργα με αίσθηση οικουμενικότητας.

Το επόμενο κεφάλαιο, εκτεταμένο σε τριανταπέντε σελίδες, αναφέρεται στο θεατρικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη, εστιάζοντας στα θεατρικά του πρόσωπα. Ο Πρεβελάκης, μεταπολεμικά, κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο με ανθρωπιστικές αξίες, τόσο στο ιστορικό-ποιητικό δράμα, όσο και στο πατριωτικό και το αγροτικό δράμα. Ακολουθεί το ένατο κεφάλαιο, που αναφέρεται στις εκδοχές του μύθου των Ατρειδών, με τον Αλ. Μάτσα-( Κλυταιμνήστρα), με τη Ζωή Καρέλλη (Ορέστης) και τη Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου (Ο Χόρος της Ηλέκτρας). Στο επόμενο κεφάλαιο (10ο), η συγγραφέας αναφέρεται στις «Επιστημονικές και Φιλοσοφικές Θεωρίες του Χρόνου όπως επηρέασαν το θέατρο», στο οποίο παρουσιάζονται, διαχρονικά, οι αναφορές στην έννοια του χρόνου στον Τίμαιο του Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη στα Φυσικά, στον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα, στον Ιερό Αυγουστίνο,  έως την Αναγέννηση και εξής, με την εφεύρεση  των ρολογιών, στα οποία ο χρόνος συσχετίζεται με τον χώρο. Στη συνέχεια, αναφέρεται η συγγραφέας στον χρόνο στις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες και σε ερωτήματα που τίθενται για το Σύμπαν από τους: Καντ, Αϊστάιν – θεωρία της Σχετικότητας-,  Ράδερφορντ και Μπορ, Χάιζενμπεργκ και Στήβεν Χώκιν. Επίσης, παρουσιάζονται και άλλοι που ασχολήθηκαν με το θέμα του χρόνου ή και του χώρου (Πουανκαρέ, Ανρί Μπερξόν, θεωρία των κβάντων, Ράσελ, Μάρτιν Χάιντεγκερ-Είναι και Χρόνος-, ο οποίος διαφωνεί τόσο με τον Αϊστάιν όσο και με τον Μπερξόν).    Σήμερα, επισημαίνει η Κυριακή Πετράκου ότι το Χρονικό του Χρόνου του Χώκιν συναγωνίζεται με την Αγία Γραφή, σε επιστημονικές τηλεοπτικές εκπομπές.

Επίσης, το θέμα της κοσμοαντίληψης απασχόλησε και απασχολεί φιλοσόφους και θετικούς επιστήμονες (Η. Wells, Μηχανή του Χρόνου) και επηρεάζει τη λογοτεχνία και το θέατρο, καθώς οι Strindberg και Maeterlinck έγραψαν συμβολιστικά δράματα, όπου ο χώρος και ο χρόνος συγχέονται, όπως και ο Λεονίντ Αντρέγεφ στη Ρωσία με το έργο Ζωή του ανθρώπου και ο Νίκος Καζαντζάκης με το έργο Κωμωδία. Τραγωδία μονόπρακτη (1909). Σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς και στοχαστές και άλλους πολλούς, ο χρόνος δεν είναι «το μονόμετρο μέγεθος την κλασικής φυσικής ή της εμπειρικής αντίληψης […], αλλά μια ακαθόριστη παράμετρος όπου το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον και η διάρκεια συγχέονται, ενώ υπεισέρχεται και η κυκλική αντίληψη του χρόνου […]» (σελ. 280). Με τον χρόνο, λογοτεχνικά, ασχολήθηκαν και οι συγγραφείς Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και ο Τόμας Μαν το Μαγικό  βουνό, ο Σάμουελ Μπέκετ, ο Ευγένιος Βίγκνερ και ο T.S.Eliot (Bunt Norton). Ο χρόνος απασχολεί και το θέατρο, π.χ.το έργο του Λενορμάν Ο χρόνος είναι ένα όνειρο. Επιπλέον, ασχολήθηκαν με το θέμα του χρόνου και κάποιοι που αρνούνται την ύπαρξή του ή δέχονται την κυκλική επιστροφή του  και την τυχαιότητα (Dunn, Nietzsche, Sartre, Camus, Ιονέσκο- Καρέκλες, Μπέκετ- Περιμένοντας τον Γκοντό, Πίντερ, Αντονέλλι, Άλμπι, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Δ. Δημητριάδης κ.ά.). Η συγγραφέας ολοκληρώνει και αυτό το κεφάλαιο, δίνοντας πρόσθετη βιβλιογραφία, την οποία χρησιμοποίησε.

Στο ενδέκατο κεφάλαιο αναφέρεται στον Γιάννη Σιδέρη ως θεατρικό συγγραφέα (1898-1975), ο οποίος είναι κατ’ εξοχήν γνωστός ως ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου. Το δωδέκατο κεφάλαιο αφιερώνεται στον μεγάλο σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο και στο πατριωτικό του δράμα, Νικόλαος Γαλάτης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που υπήρξε από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Η Κυριακή Πετράκου το παρουσιάζει κατά πράξεις και επεισόδια, επικοινωνώντας το άριστα στους/στις αναγνώστες/τριες του βιβλίου της, και δίνει πληροφορίες για ηθοποιούς, για την κριτική του έργου και για τη δομή του. Το δέκατο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζει το έργο του Πέτρου Ζούλια Οι γυναίκες του  Παπαδιαμάντη, δίνοντας εισαγωγικά στοιχεία και για άλλα μυθιστορήματα ή διηγήματα που μεταφέρθηκαν στο θέατρο. Συμπεραίνει ότι ο Παπαδιαμάντης «δεν παρέλειψε να εξετάσει λογοτεχνικά την ανθρώπινη κατάσταση των γυναικών γενικά και του τόπου και της εποχής του πιο ειδικά και να καταγγείλει την ιστορική αδικία που συνέθλιβε για αιώνες το ήμισυ και λίγο περισσότερο της ανθρωπότητας» (σελ. 349).

Με το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο ενημερώνει με επάρκεια τον αναγνώστη για τα έργα της Μιμής Ντενίση, Σμύρνη μου αγαπημένη (2014) και Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη (2019), όπου η Ντενίση, παράλληλα με τη θεατρική δράση, παρουσιάζει και το ιστορικό πλαίσιο μέχρι την καταστροφή της Σμύρνης, τις σχέσεις έως τότε Ελλήνων και Τούρκων, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των Ελλήνων, τους οιωνούς για την πορεία του μετώπου- από τη δόξα στον θρήνο-, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα (Βενιζέλος, εκλογές, επιστροφή του Βασιλιά), την ακμή και την καταστροφή της Σμύρνης και του ελληνισμού της Ανατολής. Είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο για το σύγχρονο θέατρο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς το τραύμα αυτό επιτέλους αρχίζει να συζητιέται και να ανεβαίνει στη σκηνή.

Στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται το θεατρικό έργο του Λευτέρη Βογιατζή, σχετικά με τα έργα του Μολιέρου, τα οποία ανέβασε στη σκηνή και τον συνδυασμό που πέτυχε του κλασικού με το μοντέρνο. Δίνονται η πορεία του θεατράνθρωπου Λ. Βογιατζή, το ξεκίνημά του ως ηθοποιού και στη συνέχεια ως σκηνοθέτη και ηθοποιού μαζί και η θετική, κυρίως, κριτική και αποδοχή των παραγωγών και ερμηνειών τους στους αξονικούς ρόλους. Ο Λευτέρης Βογιατζής σε κάθε έργο είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης- άρχισε να σκηνοθετεί με την ίδρυση της Εταιρίας Θεάτρου «Η ΣΚΗΝΗ»- εργαζόταν σκληρά και επιζητούσε την τελειότητα. Αρχίζοντας ως πρωταγωνιστής στον Ταρτούφο, με το Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου το 1996 σκηνοθέτησε Μολιέρο, τον Μισάνθρωπο, σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, που είχε μεγάλη επιτυχία και ανέδειξε το μολιερικό αριστούργημα. Στη συνέχεια, ανέβασε Το σχολείο των γυναικών και τον Αμφιτρύωνα του Μολιέρου και, όπως γράφει η συγγραφέας, ο Βογιατζής «κατορθώνει να εκπλήσσει με τις σκηνοθεσίες του, προτείνοντας πάντα κάτι πρωτότυπο και πρωτόγνωρο» (σελ. 382). Και εδώ δίνονται κάποιες κριτικές για τα έργα του Λ. Βογιατζή και την ιδιαίτερη σκηνοθετική του μαεστρία, αλλά και τις υποκριτικές ερμηνείες του, πάντα με παραπομπές σε συγκεκριμένους κριτικούς.

Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στον Βασίλη Βασιλικό, ως θεατρικό συγγραφέα, ο οποίος, βέβαια, ήταν «σταθερά πολιτικός». Καταγράφονται και σχολιάζονται τα έργα του: Σ΄ ένα απόγευμα του Μαρτίου, 1954, Ο Απόστολος Παύλος στη φυλακή των Φιλίππων 1953/54, Πάσχα στους Γαργαλιάνους, 1968, Το λαχείο, 1971, 1984, Η δίκη των έξ, 1973 και Ο χορδιστής 1974. Η συγγραφέας αναφέρει και άλλους δημιουργούς με ανάλογη θεματολογία και επιδράσεις άλλων δημιουργών στο έργο του Βασιλικού. Στα έργα του αναζητάει το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως πολλοί αριστεροί. Επίσης, ο Β. Βασιλικός αναδεικνύει και το θέατρο μαρτυρία για ιστορικές καταστάσεις, πειραματιζόμενος  και με τις σύγχρονες φόρμες (αν και το πρωτόλειό του ήταν ρεαλιστικό), σύμφωνα με τη συγγραφέα, η οποία θεωρεί ότι πολλά έργα του μπορούν να ανέβουν στη σκηνή.

Το τελευταίο κεφάλαιο του τόμου εξετάζει την απεικόνιση την Μετανάστευσης στο Νεοελληνικό Θέατρο, προς το εξωτερικό και αντιστρόφως. Δίνεται, διαχρονικά, το φαινόμενο της μετανάστευσης με αναφορές στους: Όμηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Λατίνους συγγραφείς και φτάνει στον 19ο αιώνα όταν το αναγεννημένο ελληνικό κράτος αναζητάει την ταυτότητά του. Τότε ακούγονται και οι λέξεις «ομογενής», «αλλογενής», «αυτόχθων», «ετερόχθων», «έπηλυς». Άλλο είδος μετανάστευσης αποτελούν οι πρόσφυγες πολέμου, που όλα δημιουργούσαν πολλά πολιτικά προβλήματα. Εδώ γίνεται μνεία σε Έλληνες μετανάστες σε χώρες κομμουνιστικές, μετά τον Εμφύλιο (1946-49), αλλά και στους οικονομικούς μετανάστες στην Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία και αλλού από τις δεκαετίες του 1950-60. Το θέμα της μετανάστευσης φαίνεται στο έργο του Καμπανέλλη, Η αυλή των θαυμάτων, 1957, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, 1952, 1966, στον Λουντέμη Τα ταξίδια του χαμού, 1975, στον Μάρκαρη, 1978, Φιλοξενούμενος, στον Σκούρτη, Ο μετανάστης, 1980, στη Λούλα Αναγνωστάκη, Νίκη, 1978, και Σ’ εσάς που με ακούτε, 2003, στον Π. Μέντη, Ξένοι, 2001. Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου, αναφέρεται στους ξένους που έρχονται στην Ελλάδα ως πρόσφυγες ή μετανάστες, αρχίζοντας από τους Κούρδους του  Γ. Καμπύση (1895) και περνώντας στους σύγχρονους, Παπαθανασίου-Ρέππα, Μπαμπάδες με ρούμι (1996) και Ο Έβρος απέναντι (1998), Χρύσα Σπηλιώτη, Φωτιά και νερό (2007) και πολλούς άλλους.

Συνεπώς, μέσα από αυτήν την περιήγηση στο βιβλίο της Κυριακής Πετράκου αναδείχθηκαν θέματα σημαντικά, παλαιά και σύγχρονα, που συχνά -αν και έρχονται από το παρελθόν- παραμένουν κατά κάποιον τρόπο επίκαιρα. Από αυτό βιβλίο παίρνουμε την καλύτερη και έγκυρη πληροφόρηση για τα θεατρικά δρώμενα και τη σχετική πνευματική δημιουργία από το 1821 έως σήμερα. Είναι ένα βιβλίο-κιβωτός χρήσιμη για ειδικούς, που θέλουν να εκπονήσουν σχετικές ερευνητικές εργασίες, αλλά και για κάθε ανήσυχο αναγνώστη, που ενδιαφέρεται να ενημερωθεί για τη θεατρική παραγωγή, στην οποία αντανακλώνται θέματα σημαντικά ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά κατά τα 200 χρόνια  από την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Τέλος, η δική μου συγκομιδή ως αναγνώστριας είναι σημαντική, καθώς ενημερώθηκα από ειδική επιστήμονα για την ελληνική πνευματική δημιουργία στον θεατρικό και θεατρολογικό τομέα και διαπίστωσα την πλούσια παραγωγή πολιτισμού των Ελλήνων και της σύγχρονης Ελλάδας.

Φίλτατη, Κυριακή Πετράκου, πολλά συγχαρητήρια και το πολύτιμο πόνημά σου.

 

 Γλυφάδα, Σεπτέμβριος 2024

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.