«Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ μάς μεταφέρει στο επίκεντρο του δράματος και στη ρίζα του ανεπούλωτου τραύματος: στον Εμφύλιο Πόλεμο, όπως τον έζησε ένας ευαίσθητος έφηβος πάνω στα ηπειρώτικα βουνά. […] Πιστός πάντα στην αφηγηματική του ιδιοσυγκρασία, δίνει λιγότερη σημασία στη δράση και την πλοκή απ’ ό,τι στις αποτυπώσεις των γεγονότων πάνω στην ευπαθή συνείδηση του ήρωά του – με τον οποίον ταυτίζεται ακόμη κι όταν αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο».
ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, Η μεταπολεμική πεζογραφία, τόμ. Ε´, 1988
«Στην παραμεθόρια περιοχή αντίκρυ στο ομώνυμο βορειοηπειρωτικό βουνό, που με την αγριάδα του δεσπόζει στον ορίζοντα σαν σύμβολο μιας αμετακίνητης ανθρώπινης μοίρας, ξετυλίγονται το πρώτο και το δεύτερο διήγημα, φθινόπωρο του 1946, καθώς ξαναφουντώνει στον τόπο ο πόλεμος. Στα Γιάννενα την ίδια εποχή και με το ίδιο αντικείμενο συνεχίζεται κυριολεκτικά το τρίτο και κατά κάποιο τρόπο το τέταρτο. […]
Δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας μάς δίνει με μικρές πινελιές την πνιχτή καθημερινή αγωνία ανάμεσα στα ξεσπάσματα της ωμής βίας· τον εξευτελισμό του πολίτη όταν τον λόγο τον έχουνε πια τα όπλα· […] τον τυφλό φανατισμό των ημερών αλλά και την ακατάλυτη αξία των προσωπικών δεσμών πάνω από το ποτάμι του αίματος που χωρίζει τις παρατάξεις».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ, Φιλολογική Καθημερινή, 21.3.1976
«Δεν αιστάνθηκα ποτέ ότι είναι δική μου δουλειά να βρω την αλήθεια για τα φοβερά εκείνα χρόνια, εννοώ να βρω την ιστορική αλήθεια μέσα στη λογοτεχνία ή πολύ περισσότερο να απονείμω δικαιοσύνη. Μου αρκούσε και μου αρκεί η προσωπική εκδοχή, φτάνει να είναι ουσιαστική και με ειλικρίνεια ειπωμένη – κι αυτό είναι ένα είδος δικαιοσύνης, λιγότερο απόλυτης, αλλά πιο πολύ ανθρώπινης (και φιλάνθρωπης)».
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ, Απο-θέματα, 2017