ΑΛΛΑΓΗ ΓΡΑΜΜΗΣ
Το περασμένο καιρό πιστεύαμε στην αλλαγή
μα την προσμέναμε σαν θαύμα.
Τα βράδια μελετούσαμε τ΄ άστρα ψιθυρίζοντας
λέξεις από προσευχές αγίων
με το χέρι στο νήμα που μίκρυνε κάθε μέρα το λαβύρινθο.
Προχωρούσαμε τόσο γρήγορα που τα κορμιά μας
έμεναν πίσω κουρασμένα —
κορμιά που στοχάζονταν το σάρκινο φως
τον άρτο τον επιούσιο και τη γαλήνη του ύπνου —
γιατί και το κορμί μαθαίνει στην άσκηση
κι αλλάζει με τον καιρό, χάνεται.
Όμως εμείς δεν το χάσαμε∙ γυρίσαμε πίσω
και συνεχίσαμε μαζί του το δρόμο
γιατί υπάρχουμε μόνο με τα σώματά μας
και δεν ξέρουμε άλλη αλήθεια.
Τη σωτηρία δε τη ζητήσαμε μόνο για την ψυχή μας
αλλά πιστεύαμε στην αγάπη όπως τη γνωρίσαμε
στα ιερά βιβλία
(δεν ξέραμε πως αυτός ο κόσμος έχει το δικό
του μέτρο που δεν είναι η αγάπη).
Ύστερα καταλάβαμε πως το φως το γεννάει
ένα σώμα πυρωμένο κι όχι ο Θεός
η αλλαγή ζητούσε την άρνηση κι η αγάπη τον ιδρώτα
το φως είναι σαν το νερό σε άγονα μέρη
πρέπει να σκάψεις βαθιά να το βρεις
ή σαν την ελευθερία που βγαίνει από ένα τάφο ή ένα κελί.
Τέλος, αλλάξαμε γραμμή με μια επανάσταση.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Είμασταν σκληρά παιδιά όλο ψυχή καθόλου σώμα.
Το κορμί μας το ‘φαγε η άρνηση
κι απόμεινε μόνο ένα μάτι μεγάλο ορθάνοιχτο.
Όταν αρχίσαμε την επανάσταση τρεκλίζαμε
από αδυναμία
μα δε ζητήσαμε βοήθεια σε μνήμες περασμένες
γιατί το σώμα γυρεύει το άλλο σώμα ν’ ανασάνει
κι ο πόθος δε λιχνίζεται σα το σιτάρι ή τ’ όνειρο
είναι βαρύ σαν την πέτρα και μας παρασέρνει.
Τραβήξαμε μπροστά με την αφή με τον ήχο
σαν αντίστροφο βέλος
χωρίς να στοχαζόμαστε τη ζωή
παρά μονάχα να τη ζούμε, να την αγγίζουμε.
Ν’ αγγίζουμε στρογγυλές και λείες επιφάνειες
ν’ ακούμε το μυστικό περπάτημά της μέσα στα
κύτταρά μας.
Βλέπαμε κι ακούγαμε για να γράψουμε κάποτε
λίγες λέξεις αληθινές.
Τώρα ζούμε απλά με απλές έννοιες και δίκαιες
επιθυμίες για μας και τους άλλους.