ΟΙ ΕΦΕΣΤΗΚΟΤΕΣ*
“…και επιστήναι εκέλευσε (ο Κριτίας) τους τα εγχειρίδια έχοντας
φανερώς τη βουλή επί τοις δρυφάκτοις,» (Ξενοφώντος Ελληνικά, βιβλ.2ο, κεφ.3ο).
Με τα μαχαίρια στη μασχάλη
στέκονται κοντά στο κιγκλίδωμα του ματαιωμένου ονείρου
έτοιμοι να αποκεφαλίσουν τη μέρα.
Δεν έχουν τελειωμό τα εγκλήματα σε βάρος μας
Μάρτιοι Ειδοί το κάθε εικοσιτετράωρο.
Μάταια γυρεύουμε τα λάθη μας
αφού εμείς αρνηθήκαμε το κέρδος
γιατί νοιαζόμασταν μόνο για την ψυχή μας
και το συλλογικό όνειρο. Και τώρα
μέσα στη νύχτα άστραψαν πάλι τα μαχαίρια
δίπλα στα δρύφακτα*, έπεσε
ματωμένο το κεφάλι του Προδρόμου
στην ποδιά της Σαλώμης κι όλοι τραβήχτηκαν
από φόβο ή βδελυγμία για την ατιμία των εφεστηκότων.
_____________________________________________
* μετοχή παρακειμένου του ρήματος εφίσταμαι∙ αυτοί που στέκουν
* δρυς + φράττω = τα κιγκλιδώματα που χωρίζουν τις θέσεις των βουλευτών από τον χώρο του ακροατηρίου της Βουλής
ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ
Άκουσα για σένα πως είσαι το ανύπαρκτο νερό
που κυλάς στο υποτιθέμενο αυλάκι
και συμφώνησα γιατί ποτέ τα λόγια σου
δεν δρόσισαν κανένα κι ούτε ποτέ σου πάλεψες
με το κενό της ψυχής σου, με την ουτοπία.
Ποτέ σου δεν είχες αισθήματα καθώς
ήσουν κλεισμένος στο περίβλημα της γελοίας
αυτοπροβολής σου. Μια χαμένη δηλαδή υπόθεση είσαι
ένα τίποτα. Αυτό το τίποτα φοβάσαι.