Ήταν τότε που δούλευα στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών κι ερχόμουν στην Αθήνα Πάσχα και καλοκαίρι. Τότε λοιπόν κάποιο Πάσχα κάθισα για γρήγορο φαγητό στα Goody’s στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, στο πεζοδρόμιο, που το κατάστημα είχε προσδιορίσει τον δικό του χώρο με ζαρντινιέρες. Δίπλα κι απέναντι παντού τραπεζοκαθίσματα. Η πλατεία έσφυζε από ζωή μ’ όλα τα φαγάδικα, τα σουβλατζίδικα, τις καφετέριες και τα ρουχάδικα που βρίσκονταν γύρω γύρω από το καταπράσινο κέντρο της σαν βατραχάκια έτοιμα να πηδήξουν στην πράσινη λίμνη. Ο κόσμος έμπαινε στα καταστήματα κι έβγαινε κρατώντας τσάντες με τα ψώνια του, τα αυτοκίνητα γκάζωναν τον αέρα, τα γκαρσόνια φώναζαν δυνατά τις παραγγελίες, θόρυβος πολύς, οχλαγωγία που μ’ εμπόδιζε ν’ ακούω καθαρά τους συνδαιτυμόνες μου, ν’ ακούσω τα νέα τους τώρα που έλειπα τόσο καιρό στο εξωτερικό, να τους πω κι εγώ τα δικά μου.
Περνούσαν και διάφοροι μικροπωλητές, άφηναν στο τραπέζι σου χωρίς να σε ρωτούν εκείνα τα γνωστά μικροπράγματα (μικρούς φακούς, μπρελόκ και τέτοια) και σε λίγο ξαναπερνούσαν να τα πάρουν. Το παζλ συμπλήρωναν μερικοί επαίτες διασχίζοντας τα τραπέζια με «εξαπλωμένην χείρα». Στα γύρω μου τραπέζια κάποιοι μαθητές χαχάνιζαν ενοχλητικά και πατούσαν δυνατές φωνές κι ανάμεσά τους άκουγες σε διάφορους τόνους το γνωστό ελληνικό, γνωστό σ’ όλο τον κόσμο, επίθετο. Έτυχε εκείνη την ώρα να περνάει στο δρόμο κι ο παλιατζής «Όλα τα παλιά, όλα τα άχρηστα μαζεύω…». Κομφούζιο! Ο καθείς και ο ρόλος του! Εικόνα χαοτικής καθημερινής ζωής σ’ ένα βόρειο προάστιο.
Συγκεντρώθηκα στο φαγητό και στους δυο φίλους κι άφησα όλους τους θορύβους να ακούγονται σα μουρμουρητό. Αλλά ξαφνικά μια φωνή μ’ έβγαλε από τη φαστφουντιδική νιρβάνα μου:
«Πουλάω ποιήματα…πουλάω ποιήματα…Έχω μια φωτιά στο κεφάλι μου!»
Άφηνε κι αυτός σαν τους άλλους πάνω στα τραπέζια ένα μικρό βιβλίο και ύστερα από λίγο το μάζευε. Η περίπτωση όμως ήταν εντελώς διαφορετική από τους υπόλοιπους μικροπωλητές. Πρώτη φορά έβλεπα ένα πωλητή ποιημάτων που διαλαλούσε την πραμάτεια του σαν μανάβης της λαϊκής.
Ήταν ένας νέος, γύρω στα τριάντα και κάτι, με πολύ λίγα μαλλιά στο κεφάλι, η φωνή του πολύ δυνατή, σαν να ‘θελε να υπερκαλύψει την οχλαγωγία ή σαν να θεωρούσε ότι αυτοί που τον άκουγαν να είναι τελείως κουφοί, με μια τσάντα γεμάτη βιβλία. Πήρα από το τραπέζι το βιβλίο, του ‘ριξα γρήγορα μερικές ματιές, διάβασα και κάποια ποιήματα που πολύ μου άρεσαν παρακολουθώντας ταυτόχρονα το νέο που προσπαθούσε να πουλήσει τα βιβλία του. Κανείς δεν αγόραζε, δεν του έδινε κανείς καμιά σημασία. Με μια απαξιωτική κίνηση του χεριού τους τον έδιωχναν. Του έγνεψα να πλησιάσει.
–«Ποιος τα έγραψε αυτά τα ποιήματα;» τον ρώτησα.
–«Εγώ, κύριε», βροντοφώναξε σαν να ήμουν πολύ μακριά του. Και με τον ίδιο βροντώδη τρόπο με ρώτησε:
–«Σας άρεσαν;; Ξέρετε από ποιήματα;;»
Όταν ο φίλος μου του ‘γνεψε θετικά, τότε με φανερή λαχτάρα ξαναρώτησε:
–«Αλήθεια;; Πέστε μου σας παρακαλώ, σας άρεσαν, είναι καλά ποιήματα;;»
–«Είναι πολύ καλά», του απάντησα, «αλλά πολύ λυπητερά! Γιατί τόσος πόνος, ενώ είσαι τόσο νέος;»
–«Η φωτιά, κύριε, που έχω στο κεφάλι μου φταίει. Την έχω πέντε χρόνια τώρα να μου καίει το μυαλό μου. Πονάει διαρκώς το κεφάλι μου και κάθε τόσο ζαλίζομαι και πέφτω κάτω. Δούλευα στο Δήμο αλλά με διώξανε που δεν μπορούσα με τέτοιο πόνο να δουλεύω. Μου ‘καναν εξετάσεις και μου βρήκαν τι ήταν αυτή η φωτιά. Είναι ένας όγκος στο κεφάλι μου σαν πορτοκάλι. Ακούς εκεί, σαν πορτοκάλι! Γι’ αυτό φωνάζω δυνατά να ακούω τη φωνή μου. Με πήγαν στον Ευαγγελισμό και μου κάνανε ακτίνες πολλές φορές. Ησύχασα για λίγο καιρό. Τότε έγραψα αυτά τα ποιήματα να τα πουλήσω, γιατί δεν έχω λεφτά. Κι έχω μια μάνα χωρίς σύνταξη, άρρωστη από τον έξω από ‘δω κι αυτή. Και πρέπει να βγάλω κάποια λεφτά να της αφήσω, γιατί εγώ ποιος ξέρει τι θ’ απογίνω. Κι ο κόσμος δεν αγοράζει. Γι’ αυτό κύριε σας ρωτώ να μου πείτε την αλήθεια. Μήπως φταίνε τα ποιήματά μου και δεν αγοράζουν;; Πέντε ευρώ τα πουλάω. Μήπως είναι πολλά;;»
–«Τα ποιήματά σου είναι, όπως σου είπα, πολύ καλά. Και το βιβλίο σου αξίζει όχι μόνο πέντε ευρώ αλλά πεντακόσια πενήντα ευρώ. Θα αγοράσω ένα και θα σου δώσω τώρα τα πενήντα, γιατί δεν έχω άλλα μαζί μου, και αύριο που θα σε ξαναδώ εδώ θα σου δώσω τα άλλα πεντακόσια».
–«Όχι κύριε, πολλά μου λέτε, δεν δέχομαι. Με τα πενήντα ευρώ θα σας δώσω δέκα, όσα δικαιούσθε». Μέτρησε δέκα και τα ‘βαλε πάνω στο τραπέζι και σαν να μη τα μέτρησε καλά, έβαλε κι άλλο ένα, έντεκα. Μας χαιρέτησε κι ο πωλητής ποιημάτων χάθηκε αργά-αργά μέσα στα τραπεζοκαθίσματα.
Αχ, έρημα πουλιά, με τσακισμένες τις φτερούγες σας! Λαβωμένα πουλιά, το πονεμένο κελαηδητό σας ξυπνάει τις τύψεις του θεού!