You are currently viewing Χρήστος Δ. Αντωνίου  Η ποίηση του θείου Πάθους. (Η λογοτεχνική αξία των τροπαρίων της Μεγάλης Εβδομάδας).

Χρήστος Δ. Αντωνίου Η ποίηση του θείου Πάθους. (Η λογοτεχνική αξία των τροπαρίων της Μεγάλης Εβδομάδας).

«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον,

πού έδυ σου το κάλλος;»

(Επιτάφιος Θρήνος Μ. Παρασκευής).

 

Από μικρό παιδί είχα πάντα μια ιδιαίτερη αγάπη στα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Και καθώς με βοηθούσε η φωνή μου χαιρόμουν να τα ψέλνω μαζί με άλλα παιδιά στην Εκκλησία της ενορίας μας στο Κερατσίνι του Πειραιά. Τότε δεν καταλαβαίναμε βέβαια γιατί μας άρεσαν τόσο πολύ αυτά τα τροπάρια. Ίσως η μουσική τους και η τελετουργία αυτής της εβδομάδας, αλλά σιγά-σιγά, καθώς μεγαλώναμε,  καταλαβαίναμε πως αυτά τα τροπάρια, τα λόγια τους, δεν είναι απλώς λειτουργικά κείμενα. Είναι ποίηση υψηλής αισθητικής και πνευματικής πυκνότητας, που εδώ και αιώνες λειτουργεί ως έκφραση του ανθρώπινου καημού, ενός αβάσταχτου πόνου, μιας βαθιάς συγκίνησης, ενός θρήνου, μιας ειλικρινούς μετάνοιας μέσα σ’ ένα δραματουργικό σκηνικό θείας μυσταγωγίας. Κάθε τροπάριο δεν αφηγείται απλώς τα γεγονότα του Θείου Πάθους· τα ερμηνεύει με όρους λυρικούς και δραματικούς, με μια γλώσσα που ενώνει την αρχαία με τη χριστιανική λυρική εμπειρία.

Στην καρδιά αυτής της εβδομάδας που οδηγεί στη Σταύρωση και την Ανάσταση, τα τροπάρια λειτουργούν ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον λόγο και στο βίωμα. Η ένταση του ύφους, η χρήση αντιθέσεων, οι μεταφορές και τα συναισθηματικά ρήγματα προσδίδουν στα τροπάρια μορφή υψηλής λογοτεχνίας.

Το συγκλονιστικό τροπάριο του Νυμφίου («Ιδοὁ Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα…») αξιοποιεί την παραβολή των Δέκα Παρθένων για να αποδώσει την πνευματική εγρήγορση, ενώ το «Σήμερον κρεμάται επὶ ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…» παρουσιάζει με θεολογική ανατροπή τον Πλάστη του κόσμου να πάσχει ως κτίσμα. Κι εδώ να σημειώσω ότι η τέχνη δεν είναι επιστήμη, δεν ερευνά την αντικειμενικότητα των πραγμάτων, αλλά εκφράζει τα συναισθήματα των ανθρώπων, ένα κόσμο μυστικό που αποτελεί μια άλλου είδους αντικειμενικότητα. Στο κέντρο αυτής της πραγματικότητας βρίσκεται η μορφή του Χριστού, που γίνεται κέντρο δραματουργίας, έρωτα, τραγωδίας και λύτρωσης.

Κορυφαία στιγμή της ποιητικής αυτής κορύφωσης αποτελεί το τροπάριο της Κασσιανής, που ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης. Η υμνογράφος ενσαρκώνει τη φωνή της αμαρτωλής γυναίκας και συνθέτει έναν λυρικό μονόλογο, γεμάτο από εικόνες, αντιθέσεις και εσωτερικές ρωγμές:

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…»

Η ερωτική σχεδόν προσέγγιση της θεότητας, η δραματική ένταση, το βαθύ προσωπικό στοιχείο, καθιστούν το τροπάριο της Κασσιανής ένα από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά ποιήματα του ελληνικού κόσμου.

Η υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας διαμορφώθηκε κυρίως ανάμεσα στον 6ο και τον 9ο αιώνα, όταν το Βυζάντιο, κάτω από την επίδραση της αρχαίας ελληνικής πνευματικής παράδοσης, αποτέλεσε το ιδανικό έδαφος για τη σύνθεση ποιημάτων που ενσάρκωναν τη θεολογία μέσω της τέχνης του λόγου. Ο Ρωμανός ο Μελωδός εγκαινίασε το κοντάκιο, ποιητική φόρμα με αφηγηματική και θεατρική διάσταση. Αργότερα, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Κοσμάς ο Μελωδός ανέλαβαν τη διαμόρφωση των κανόνων, της ποιητικής δηλαδή σύνθεσης, με εννέα ωδές που διαπερνούν την ορθόδοξη υμνογραφία μέχρι σήμερα. Έκτοτε, ψάλλονται ανελλιπώς κάθε χρόνο, χωρίς να χάσουν τη ζωντάνια και την απήχησή τους.

Στο επίκεντρο της Μεγάλης Παρασκευής βρίσκονται τα Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου – ένα ποιητικό και μουσικό σύνολο που αποτελεί την πιο συγκινητική και συλλογική εκδήλωση πένθους στην ορθόδοξη λατρεία. Αποτελούμενα από τρεις στάσεις, πλεγμένες από στίχους παλαιούς και μεταγενέστερους, τα Εγκώμια αποκρυσταλλώνουν το βάθος του πένθους και την υπόσχεση της Ανάστασης. Η γλώσσα τους, μείγμα καθαρεύουσας, δημώδους και βιβλικού ύφους, μεταμορφώνει τον θρήνο σε ποιητική εμπειρία. Οι επαναλαμβανόμενοι στίχοι – «Η Ζωεν τάφω», «Άξιον εστί», «Ω γλυκύ μου έαρ» – είναι λειτουργικά μοτίβα που υπερβαίνουν τη λογική αφήγηση. Εδώ, ο άνθρωπος θρηνεί, μοιρολογεί, αλλά ταυτόχρονα ελπίζει. Ο θρήνος είναι μυσταγωγικός, όχι απόκοσμος· ανθρώπινος, όχι μεμψίμοιρος.

Τα Εγκώμια έχουν κι ένα ακόμη ιδιαίτερο γνώρισμα: την ενεργή συμμετοχή του λαού. Ψάλλονται από όλους, από τις ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού μέχρι τους μικρούς μαθητές των πόλεων. Δεν είναι απλώς έργο τέχνης· είναι εμπειρία κοινής μνήμης και συν-πάθειας. Και μέσα στη σιγή της νύχτας, καθώς ο Επιτάφιος περνά από τους δρόμους, ο ελληνικός λόγος βρίσκει τη βαθύτερη φωνή του: μια φωνή που θρηνεί αλλά δεν απελπίζεται, που ψάλλει αλλά δεν ξεχνά, που περιμένει την ανάσταση — και ήδη τη νιώθει.

 

Η ιδιαιτερότητα των τροπαρίων της Μεγάλης Εβδομάδας είναι πως δεν είναι ποίηση προς ανάγνωση, αλλά ποίηση προς ψαλμώδηση. Δημιουργήθηκαν για να ακουστούν μέσα αλλά και έξω από τον ναό, συνοδευόμενα από τον ρυθμό του χρόνου, της φωνής, της σιωπής. Η μελωδία δεν συνοδεύει τον λόγο· τον αποκαλύπτει. Κι έτσι, ο λόγος αυτός περνά από γενιά σε γενιά, μεταφέροντας την υψηλότερη πνοή της ελληνικής γλώσσας. Λόγος που δεν γερνά, γιατί είναι λόγος εντός μυστηρίου. Ποίηση που δεν σταματά να συγκινεί, γιατί είναι ποίηση του ανθρώπου που ελπίζει κι ενός Θεού που συγκαταβαίνει.

Γι’ αυτό και σήμερα, στην εποχή της ταχύτητας και της αποσπασματικής εμπειρίας, τα τροπάρια και τα εγκώμια της Μεγάλης Εβδομάδας παραμένουν ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Μας υπενθυμίζουν πως ο λόγος μπορεί να είναι ιερός χωρίς να χάνει την αισθητική του δύναμη· πως η παράδοση δεν είναι βάρος, αλλά μνήμη που ανασαίνει μέσα από την τέχνη. Μέσα στο σκότος της Μεγάλης Παρασκευής και στο φως της Ανάστασης, η ελληνική γλώσσα αγγίζει την αιωνιότητα.

Υπάρχουν στιγμές μέσα στο χρόνο που ο κόσμος σωπαίνει. Όχι γιατί έχει βρει την απάντηση, αλλά γιατί έχει συναντήσει το βάθος. Ένα τέτοιο βάθος είναι τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας — μια ποίηση που δεν γράφτηκε για να εντυπωσιάσει, αλλά για να παρηγορήσει. Που δεν μιλά μόνο  σε έναν «πιστό» χριστιανό, αλλά γενικά στον άνθρωπο. Και που ακόμη κι αν ψάλλεται αιώνες τώρα με την ίδια μελωδία, δεν έχει πάψει ποτέ να λέει κάτι νέο. Και το λέει, ξανά και ξανά, με τρόπο συγκινητικό και αφοπλιστικό. Σ’ εμάς τους μεγάλους — κουρασμένους από τις πάθη της ζωής, τα βάρη και τις μικρές ήττες — τα τροπάρια αυτά ανοίγουν ρωγμές μνήμης και ευσπλαχνίας. Στους νέους, ανοίγουν την ψυχή. Χωρίς να χρειαστεί να το καταλάβουν.

Όλοι, μεγάλοι και μικροί, ακόμη κι εκείνοι που δεν έχουν καμία σχέση με τη θρησκεία, συγκινούνται συχνά βαθιά από αυτά τα λόγια. Όχι γιατί ξέρουν το θεολογικό τους υπόβαθρο, αλλά γιατί αναγνωρίζουν —με έναν τρόπο σχεδόν πρωτόγονο— το αληθινό. Την αυθεντικότητα της οδύνης. Την ανάγκη της μετάνοιας. Την σπάνια πράξη της ειλικρίνειας. Πολλές φορές στέκονται, χωρίς να το ξέρουν γιατί, όταν ακούνε «Σήμερον κρεμάται ἐπὶ ξύλου…». Ίσως γιατί στο πρόσωπο του Πάσχοντος βλέπουν κάτι από τους δικούς τους σταυρούς — τη μοναξιά τους, την πίεση, τις υπαρξιακές απορίες, τις ρωγμές μιας κοινωνίας που τους ζητά τα πάντα αλλά δεν τους δίνει κάποιο ουσιώδες νόημα. Ίσως γιατί ακούν, χωρίς φίλτρα, αυτό που η σύγχρονη καθημερινότητα δεν προφέρει ποτέ: έναν θρήνο χωρίς κραυγή, μιαν αγάπη χωρίς όρους. Ιδιαίτερα, οι νέοι άνθρωποι έχουν αυτή την αίσθηση ακόμη κι αν δεν την ομολογούν συχνά, ακόμη  κι αν βγουν από την εκκλησία και κάνουν χιούμορ ή συνεχίσουν στο TikTok, η στιγμή έχει καταγραφεί. Κάτι μέσα τους έχει συγκλονιστεί.

Τα τροπάρια αυτά δεν συγκινούν μόνο λόγω της θρησκευτικής τους φόρτισης. Συγκινούν γιατί προσφέρουν έναν λόγο ποιητικό, ειλικρινή, καθαρό, σε μια εποχή βουβή από τη μεγάλη της φλυαρία. Ένα «Ω γλυκύ μου έαρ» ψιθυρισμένο το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, δεν είναι απλώς μια αναφορά στο Πάθος του Χριστού. Είναι θρήνος για τον κόσμο μας:

Για τα παιδιά που πεθαίνουν σε πολέμους που δε σταματούν.
Για τους πρόσφυγες που περπατούν χωρίς πατρίδα.
Για τους νέους που δεν βλέπουν μέλλον.
Για τους ηλικιωμένους που βιώνουν μοναξιά.
Για τους ανθρώπους που χάνουν το νόημα κάτω από το βάρος της καθημερινότητας, της φτώχειας, της ανεργίας, της ψυχικής φθοράς.
Για την κούραση της πίστης και την κόπωση των ιδεολογιών.
Για τον ρατσισμό, τη βία, τη λήθη.

Σε έναν κόσμο διαλυμένο από την επιτάχυνση και την καχυποψία, τα λόγια αυτά στέκονται. Ψηλά, ταπεινά, αλλά σταθερά. Δεν φωνάζουν· υπάρχουν. Δεν διδάσκουν· δακρύζουν. Κι αυτό είναι κάτι πιο δυνατό απ’ το κήρυγμα.

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.