You are currently viewing Χρήστος Μαυρής: Δημήτρης Κοσμόπουλος, ΄ΕΘΝΟΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ΄. Εκδόσεις Περισπωμένη

Χρήστος Μαυρής: Δημήτρης Κοσμόπουλος, ΄ΕΘΝΟΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ΄. Εκδόσεις Περισπωμένη

Διαχρονικά μνημόσυνα για αφανείς ήρωες

 

Ο Θωμάς Καρλάυλ, ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός, είχε δηλώσει πως «ο άνθρωπος πρέπει να περνάει το πρώτο μέρος της ζωής του διαλεγόμενος με τους νεκρούς, το δεύτερο με τους ζωντανούς, το τρίτο με τον εαυτό του». Η παραίνεση του Άγγλου ιστορικού ήλθε πρόσφατα στην θύμησή μου όταν είχα τελειώσει την ανάγνωση της καινούργιας ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Κοσμόπουλου που τιτλοφορείται ΄΄Έθνος εξαιρετικά’’, η οποία κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2023 από τις εκδόσεις ΄΄Περισπωμένη΄΄.

Πρόκειται για μία πολυδύναμη και πολύτροπη ποιητική συλλογή, εφόσον ο δημιουργός της επέλεξε, σκόπιμα νομίζω, να συγκροτείται, πέρα από το καθαρό είδος της ποίησης, και με τραγούδια για μελοποίηση, πεζά κείμενα, αφηγήσεις, ηχογραφήσεις, ασμάτια, θρήνους, στάσιμα κ.α., στις σελίδες της οποίας παρελαύνουν με μεγάλη συχνότητα ή, καλύτερα, μνημονεύονται με ιεροπρέπεια, αγαπημένα πρόσωπά του, απόντα ή σκοτωμένα, δίνοντάς μας την εντύπωση πως ο Δ. Κοσμόπουλος, βάσει του τριμελούς σχήματος που έδωσε ο Άγγλος ιστορικός για τη ζωή, βρίσκεται αυτή την χρονική περίοδο μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου σταδίου της ζωής-του. Διαλεγόμενος, δηλαδή, τόσο με τους αγαπημένους και αξέχαστους νεκρούς του, όσο και με τους ζωντανούς, εννοώ τους βασανισμένους και πονεμένους ανθρώπους που είναι γύρω-του.

Ο τίτλος, βέβαια, ΄΄Έθνος εξαιρετικά’’, που έχει δώσει στη συλλογή του, παραπέμπει σε πολλούς και διαφορετικούς τόπους. Πρώτιστα, παραπέμπει στη γνωστή μάρκα ελληνικών τσιγάρων «Έθνος εξαιρετικά (και Σέρτικα Λαμίας)», παραθέτοντας μάλιστα σε μία από τις πρώτες σελίδες της συλλογής του και την έγχρωμη φωτογραφία με το γνωστό πακέτο της συγκεκριμένης μάρκας των ελληνικών τσιγάρων.

Παραπέμπει, όμως, και στον υπερρεαλισμό και ειδικά στον ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο, γιατί ο γνωστός στίχος του μεγάλου Έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή «διότι / πρέπει να έχει / ο στρατιώτης το τσιγάρο του», από «Το πρωινό τραγούδι», που περιλαμβάνεται στη συλλογή ΄΄Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής΄΄, αποτελεί, ελαφρά παραλλαγμένος, το γενικό motto με το οποίο αρχίζει την ποιητική συλλογή του ο Δ. Κοσμόπουλος, θυμίζοντάς μας με αυτό τον τρόπο πως το τσιγάρο ανέκαθεν στάθηκε για τους στρατιώτες, σε στιγμές κυρίως πίκρας, αγωνίας και απόγνωσης, ο μόνιμος σύντροφος και η κάποια ανακούφιση που τους έχει προσφέρει. Και, κατά βάθος, είναι αυτή την ψυχεδέλεια που προσφέρει το τσιγάρο σε όσους το καπνίζουν, είτε αυτοί είναι στρατιώτες είτε είναι πολίτες, που θέλει να μας καταδείξει ο ποιητής με το επιλεγμένο motto που παραθέτει στην αρχή της καινούργιας συλλογής του.

Στην πραγματικότητα, όμως, με την φράση / τίτλο ΄΄Έθνος εξαιρετικά΄΄, ο Δ. Κοσμόπουλος, όπως αντιλαμβάνομαι, υπαινίσσεται το ελληνικό έθνος, που τα υπαρκτά σύνορά του αρχίζουν από τον Έβρο και φθάνουν μέχρι την Κύπρο, ενώ τα νοητά μέχρι την ελληνική Μικρά Ασία, όπως, τουλάχιστον, αυτό το ιδεατό και ποθητό μόρφωμα προβάλλεται μέσα από τις σελίδες, (οι περισσότερες αιματωμένες), της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, το οποίο ιδεατό μόρφωμα τώρα διαφαίνεται και μέσα από τις 64 σελίδες της ποιητικής συλλογής του Δ. Κοσμόπουλου. Ας πάρουμε μία γεύση από την καινούργια ποίησή του, σχετική με την εθνοκεντρική αντίληψη του ποιητή:

 

Τώρα θα πω για το πουλί από μαύρο χώμα.

Έλεγε, το είδε πρώτη του φορά στρατιώτης

κάπου εκεί, ανάμεσα Εσκή Σεχήρ Σεϊντι Γαζή.

Σε μέρος που το λέγαν Πέντε Μίλι, Μιά Μηλιά, Αθαλάσσα,

Ερχότανε κι ανάδευε τα σπλάχνα του με τα φτερά

κι έπινε από τα μάτια του να δροσερέψει.

σ. 30

 

Επομένως, πρέπει ν’ αντιληφθούμε πως ο ποιητής σφετερίζεται την φράση ΄΄Έθνος εξαιρετικά΄΄, την οποία σκόπιμα (παραπλανητικά και σκωπτικά) χρησιμοποιεί, άλλοτε με την κυριολεκτική και άλλοτε με τη μεταφορική σημασία της.

Για την ακρίβεια, τον Δ. Κοσμόπουλο, σε αυτή τη συλλογή του, τον απασχολεί έντονα το πεπρωμένο και γενικά η πορεία που διαγράφει στον αέναο χρόνο ο ελληνικός λαός, όπως την παρακολουθούμε να ταλαντεύεται μέσα από τους σημαντικότερους σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας του, ξεκινώντας από την τραγωδία και την καταστροφή της ελληνικής  Μικρά Ασίας, την Κατοχή και τον αδελφοκτόνο σπαραγμό, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, την άτεγκτη αγγλική κατοχή στην Κύπρο, φθάνοντας μέχρι την επταετή επαίσχυντη τυραννία και τη δικτατορική διακυβέρνηση της Ελλάδας από τους άφρονες στρατιωτικούς, που οδήγησε σε νέα τραγωδία, αυτή την φορά της Κύπρου και το σκλάβωμα του βορείου μέρους του νησιού, με όλες τις άλλες ολέθριες συνέπειες που επέφερε στον κυπριακό  λαό η εισβολή της Τουρκίας στο νησί τον μαύρο Ιούλιο του 1974. Ας διαβάσουμε πως μεταφέρει κάποιες συνέπειες του αδελφοκτόνου σπαραγμού στους στίχους του:

 

«…Είτανε το ’44, είχανε βγει πολλά παιδιά. Για το βουνό. Έφυγε ο μπάρμπας σου ο Βασίλης «που πας και μας αφήνεις;» του λέει η μακαρίτισσα, η μάνα του. Της σφεντόνισε το σκαμνί, θρύψαλλα το παράθυρο. Έκλαψε ο Βασίλης φεύγοντας. Ερχόντουσαν νύχτα οι αντάρτες για ζωοθροφία. Δεν αφήνανε τίποτα. Την άλλη οι χίτες και τα τάγματα. Ξηλώναν τις σκεπές, δέρνανε κόσμο, για όπλα κρυμμένα»

 

Και λίγο πιο κάτω:

 

«Μένα με πήρανε βράδυ. Στου Χατζή. ΄΄Μαρτύρα που ‘ναι ο γιος σου΄΄. Βαρήγανε με στο στυλιάρι. Δυο μέρες και δυο νύχτες. Λιγοθυμούσα, μπουγέλο με νερό. Δεκέμβρης μήνας. ΄΄Δεν ξέρω΄΄. Τι να μαρτυρήσεις. Το παιδί σου;

»Το ’47 μας πιάσανε όλους. Την γιαγιά σου χήρα, τον πατέρα σου οχτώ χρονώ. ΄΄Γονείς και συγγενείς συμμοριτών΄΄.

σ. 47

 

Δυστυχώς, ο λαός, και εδώ αναφέρουμε κυρίως στις νεότερες γενιές των Ελλήνων, έχει διαλείπουσα μνήμη του παρελθόντος του. Και αυτό το γνωρίζει αρκετά καλά ο ποιητής Δ. Κοσμόπουλος. Το γεγονός τον λυπεί αφάνταστα και τον προβληματίζει έντονα. Γι’ αυτό και θεωρεί χρέος του να διατηρεί ζωντανά μέσα στη μνήμη του λαού τα γεγονότα της Ιστορίας του. Και αυτός, πιστεύω, ήταν ο πρώτος και κύριος στόχος του όταν αποφάσισε να συνθέσει αυτή την ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή του. Να κρατήσει, θέλω να πω, ζωντανή στη μνήμη του λαού του, την πρόσφατη Ιστορία του. Γιατί μόνο έτσι, σε τελική  ανάλυση, θα βρίσκεται σε εγρήγορση ο ελληνικός λαός. Εννοώ, να διατηρείται άγρυπνος, ακμαίος και πάντοτε με αγωνιστική διάθεση, για να μπορέσει ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτούς τους χαλεπούς και πονηρούς καιρούς, τους γεμάτους με πολλούς  κινδύνους και προβλήματα που, τα πλείστα, επιφέρει το ισοπεδωτικό και καταστροφικό φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Με άλλα λόγια, σαν λαός, με πανάρχαια Ιστορία, γλώσσα και πολιτισμό, πρέπει να διατηρήσει αναλλοίωτο το αληθινό πρόσωπό του και ζωντανή την παρουσία του, χωρίς ν’ αφανισθεί από το πρόσωπο της γης, όπως έγινε με άλλους λαούς.

Ο Δ. Κοσμόπουλος μία, κατά την άποψή μου, από τις πιο χαρισματικές και υπολογίσιμες μονάδες σήμερα στην ελληνική ποίηση, δεν θέλει ασφαλώς την καινούρια ποίησή του «ομφαλοσκοπούσα υπηρέτρια» της Ιστορίας ή υποτακτικό σκυλάκι της. Γιατί, είναι γεγονός πως, στη συλλογή ΄΄Έθνος εξαιρετικά΄΄ η Ιστορία, με την έντονη παρουσία της και κυρίως με το βάρος της, φαίνεται να μοιάζει με μυλολίθαρο που διέρχεται από πάνω της και τη συνθλίβει! Ευτυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Γιατί ο ποιητής με τις ικανότητές του και την τέχνη του κατόρθωσε να κάνει την ποίησή του να επιπλέει επιδέξια σε αυτη τη συλλογή του, αναδεικνύοντας τη συνάμα ισοδύναμη συνεργάτιδα της ελληνικής Ιστορίας αλλά και συνοδοιπόρο της στον στίβο της ζωης.

Βέβαια, δεν μένουν έξω από τις σελίδες της καινούργιας συλλογής του, οι οικογενειακές τραγωδίες του ποιητή, όπως θάνατοι συγγενών στα ξένα, πνιγμοί σε άγριες θάλασσες, δολοφονίες, εξορίες κ.α. Έχουν θέση και αυτές οι συμφορές στη συλλογή του, και μάλιστα περίοπτη, τις οποίες με σπαραγμό  ψυχής διηγείται, ως ένα είδος διαχρονικού μνημόσυνου, γι’ αυτούς τους αφανείς ήρωες του, σε αντίθεση βέβαια με την αδέκαστη Ιστορία που δεν θα καταδεχθεί να τους αφιερώσει ή να τους παραχωρήσει μία αράδα στις σελίδες της. Ας δούμε πως περιγράφει το μαντάτο ενός αναπάντεχου πνιγμού στη θάλασσα:

 

Τον άλλο γιο σου τον έφαγε η θάλασσα, έξω από τις Ινδίες.

Έφτασε σούρουπο μαντάτο για ναυάγιο. Ψηλός, ξερακιανός, λιγνός σαν κυπαρίσσι, δίπλωσες μονομιάς. Σουγιάς που κλείνει. Στεγνός, πέτρα. Ήρθανε οι γυναίκες. Βάλανε κεριά και θυμιατήρι. Η γρηά σου άπλωσε στο κρεββάτι το καλό, στην σάλα, σακκάκι, γραβάτα, πουκάμισο, το παντελόνι. Τα μαύρα τα λουστρίνια. Τα ρούχα του παιδιού. Στο μαξιλάρι, η φωτογραφία του από τον στρατό.

σ. 26

 

Ουσιαστικά, ο Δ. Κοσμόπουλος, αν σωστά το ερμηνεύω, με αυτές τις θλιβερές διηγήσεις και μνημονεύσεις, επικροτεί, άσχετα αν δεν το δηλώνει ξεκάθαρα, την ηρωική πτώση του ατόμου. Δηλαδή, τον θάνατο του ανθρώπου υπέρ κάποιου υπέρτατου χρέους, είτε αυτό γίνεται υπέρ της πατρίδας του, είτε υπέρ της οικογένειάς του.

Επιχειρώντας μία πιο διεισδυτική ματιά, πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα τον συλλογισμό μου, θα έλεγα πως ο ποιητής, με τη σύλληψη και δημιουργία αυτής της συλλογής του είναι την ιδέα της συνέχειας της ελληνικής Ιστορίας, επομένως και της δραματικής συνέχειας του ελληνικού λαού, που θέλει να εμφυτεύσει στη συνείδηση των αναγνωστών του. Συνέχεια που, δυστυχώς, στις μέρες μας, όπως είπα, απειλείται συνεχώς από  πολλούς κινδύνους, προερχόμενοι από πολλές και διάφορες κατευθύνσεις. Και η συνέχεια της Ιστορίας, αλλά και του ελληνικού λαού, όπως μας καταδεικνύει ο ποιητής, μόνο διαμέσου της ελληνικής γλώσσας μπορεί να κατατεθεί (αλλά και να προσληφθεί), πράγμα που επεδίωξε και το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος με τη συλλογή ΄΄Έθνος εξαιρετικά΄΄.

Όσο για την προσωπική γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Δ. Κοσμόπουλος για να φτιάξει τα ποιητικά και πεζά κείμενα αυτής πολυσέλιδης σύνθεσής του, βρίσκω πως είναι βασισμένη στο τυπικό της πανελλήνιας δημοτικής, εμπλουτισμένη όμως με ιδιωματικές και σπάνιες λέξεις.

Χρησιμοποιώ τον όρο «σύνθεση» γιατί όλα τα κομμάτια είναι χωρίς τίτλους και δίνουν την εικόνα ενός ενιαίου σώματος, που ξεχωρίζουν μόνο από τη λατινική αρίθμηση που τους έχει δώσει.

Σίγουρα, είναι μία γλώσσα με διάχυτο λυρισμό, γλαφυρότητα και εκφραστική καθαρότητα, που απογειώνει τα κείμενά του! Μία έμφορτη γλώσσα, ικανή να μετουσιώνει τη σκέψη του σε εμπράγματο λόγο. Γλώσσα προσωπική, ατόφια, με βυζαντινό και δημοτικοφανές ύφος, κεντημένη με νεογλωσσικά ιδιώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι λέξεις γρέζι, λογγώσαν (τα σπαρτά), γερανίζει (ο ουρανός). Είναι λέξεις, πιστεύω, φορτισμένες από δυνατά και ανεξάλειπτα βιώματα. Λέξεις που συνάντησε και ψέλλισε από την παιδική ηλικία του στο διάβα του πάνω στην πατρώα γη.

Επιπλέον, ο αναγνώστης αυτής της συλλογής, εύκολα μπορεί ν’ αφουγκραστεί και απόηχους από το δημοτικό τραγούδι ή, ακόμη, να διαβάσει και αυτούσιους στίχους από δημοτικά ή και από τραγούδια της άγιας Μικρά Ασίας, τους οποίους ο σύγχρονος ποιητής ενέταξε με μαστοριά και λειτουργική αρμονία στη δική του δημιουργία. Προσφιλής βέβαια τακτική (και τεχνική) του ποιητή, την οποία συναντάμε και σε προηγούμενες συλλογές του. Τα ποιητικά κομμάτια στο σύνολό τους είναι όλα βασισμένα στην παραδοσιακή τεχνοτροπία, δοσμένα με ομοιοκαταληξία, άλλοτε πλεκτή και άλλοτε ζευγαρωτή, με μουσικό βηματισμό στην ανάπτυξή τους.

Ο Δ. Κοσμόπουλος, όμως, σε αυτή τη συλλογή του δεν εξιστορεί και εξυμνεί μόνο τα βάσανα ή τα ανδραγαθήματα του ελληνικού λαού, όπως αυτά καταγράφηκαν από την Ιστορία. Αφορμισμένος από τα περασμένα, του δίνεται τώρα η ευκαιρία να στιγματίσει και να κακίσει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, με όλα εκείνα τα αρνητικά στοιχεία που συσσώρευσε μέσα της τα τελευταία χρόνια, τα οποία τείνουν να αλλοιώσουν ανεπανόρθωτα το φυσικό πρόσωπο της Ελλάδας. Γι’ αυτό και καταγγέλλει με δριμύτητα την ηχορύπανση και κυρίως τη ρύπανση και την καταστροφή του φυσικού και αστικού τοπίου με διαφημίσεις, τόνους σκουπίδια, πλαστικά και άλλες βλαβερές χημικές ουσίες, την εγκατάλειψη και την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου, με αποτέλεσμα σήμερα μέσα στα ξεκληρισμένα χωριά να «βασιλεύουν» ερπετά και τσακάλια. Γράφει:

 

Του λέω «υψώσανε κεραίες, σακατεύουν τον ορίζοντα.

Με οθόνες φράζουνε το μέλλον, φαρμακωμένα εληές κι

αμπέλια. Τα παιδιά μας, άλλες φυλές. Κι ο τόπος, δες,

ξερόφυλλο μες στου Βορηά τα κύματα».

σ. 14

 

Και όπως προσμένει το πρωινό λεωφορείο

να φύγει για χωριά ανύπαρκτα, λησμονημένα πια

σβησμένα, σε κρυφές πτυχές του χάρτη βουλιαγμένα,

χαϊδεύει τα σκυλιά με χέρι πλατανόφυλλο

καυτό και πυρωμένο σε ήλιους περασμένους.

σ. 20

 

Καυτηριάζει ανελέητα και τα νέα ήθη και έθιμα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, όπως είναι οι μαζικές εξορμήσεις των νεοελλήνων στα σκυλάδικα για να διασκεδάσουν, την αποβλάκωση που επιφέρουν τα κινητά τηλέφωνα στους νέους, την τάση κάποιων για ακολασία και κυρίως τη σεξουαλική απληστία τους, η οποία βρίσκει κορεσμό στη λευκή σάρκα των εισαγόμενων καλλιτέχνιδων που φθάνουν από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουκρανία και από άλλες χώρες του τότε λεγόμενου ανατολικού μπλοκ. Για τα σκυλάδικα θα γράψει:

 

Σκυλάδικα στους δρόμους φωτισμένα

πλάι σε μάντρες, σ’ εκκλησίες, συνεργεία

σε βενζινάδικα άδεια, νυσταγμένα

των σκοτεινών καρδιών μηχανουργεία.

σ. 57

 

Και για τις ξένες «πλάνες» καλλιτέχνιδες θα αποφανθεί:

 

Φλώρινα, Γιαννιτσά κι Αμφιλοχία

Ρωσίδες φέρνουνε, Ουκρανές, Ρουμάνες

ξανθές σειρήνες, έρημες και πλάνες.

 

Κάποτε πέρναγα με τραίνα, λεωφορεία.

Μα τώρα σταματώ στης πίκρας τις σαβάνες

στης μνήμης άδεια οικόπεδα κι αλάνες.

σ. 57

 

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, σίγουρα είναι δημιούργημα του καιρού και του τόπου του. Και κάθε άνθρωπος εξελίσσεται, σύμφωνα με τον αξέχαστο Παντελή Πρεβελάκη, «υπό τις επιδράσεις του καιρού και του τόπου του, και τα δημιουργήματά του επιβεβαιώνουν αυτό τον αναπόδραστο νόμο». Ένα τέτοιο δημιούργημα είναι, πιστεύω, και η ποιητική συλλογή του  ΄΄Εθνος εξαιρετικά΄΄.

Φυσικά, αν κάποιος θελήσει να υποβάλει την καινούργια ποίηση του Δ. Κοσμόπουλου σε όλες τις δυνατές αναλύσεις που απαιτεί το περιεχόμενο και το εκτόπισμά της, θα φέρει στο φως και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα ευρήματα που περιέχει στα κατάβαθά της, όμως θα χρειασθεί και πολλές λευκές σελίδες χαρτί και ανυπολόγιστο χρόνο στη διάθεσή του για να καταφέρει αυτό το πράγμα.

Προσωπικά, επεδίωξα, όσο μου το επέτρεπαν οι πνευματικές δυνάμεις μου, ν’ αναδείξω το εύρος, τη γνησιότητα, τη στερεότητα και τα πανανθρώπινα μηνύματα που στέλνει αυτή η περιεκτική ποίηση αλλά, παράλληλα, να ρίξω φως και στην καλλιτεχνική και την αισθητική αρτιότητα με την οποία έχει θωρακίσει αυτή την ποίηση. Ανεπιφύλακτα, δηλώνω πως είναι μία πολυφωνική ποίηση με εκρηκτική πνευματική ενέργεια, που διευρύνει κατά πολύ τους ορίζοντες και την ανέλιξη όλης της ελληνικής ποίησης. Που την ανεβάζει σ’ ένα ανώτερο αξιακό  επίπεδο.

Ολοκληρώνοντας, αξίζει ν’ αναφέρω πως το εξώφυλλο της συλλογής, καθώς και ο κολοφώνας του, κοσμούνται με σχέδια, καμωμένα με μολύβι σε χαρτί, από τον σπουδαίο Έλληνα ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά, και τιτλοφορούνται «Στρατιώτες 1921, 1922».

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.