Το πιπέρι
Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι,
η μητέρα συνεχώς με απειλούσε
πως θα μου βάλει πιπέρι στο στόμα
αν δεν «έκοβα μαχαίρι» τις βρισιές.
Άφριζε και ξάφριζε απ’ την αγανάκτησή της
όποτε τις εκστόμιζα.
Όμως εγώ ακάθεκτος. Μυαλό δεν έβαζα. Δράμι.
Έβγαινα στους δρόμους και στις αυλές,
στις ταράτσες και στις αμμουδιές
και την περιέλουζα με όσες…γαλλικές λέξεις
είχα πολιτογραφήσει στο πενιχρό μου λεξιλόγιο…
«Σήμερα δεν έχει «μαμ»! Πιπέρι μόνο! Ακούς; Μόνο πιπέρι!»
έλεγε και ξανάλεγε κραδαίνοντας απειλητικά το δεξί της χέρι.
Και ξεχνούσε εύκολα το πώς μιλούσε η ίδια στον μπαμπά
ήδη απ’ το κεφαλόσκαλο του σπιτιού.
Πόσο άσχημα και θυμωμένα του αντιμιλούσε,
πόσο ατιμωτικά του φερόταν ,
πόσο πυρ και μανία γινόταν
αν δεν της έκανε όλα τα χατίρια.
«Ρεμπεσκέ» και «ξεγάνωτο τενεκέ» τον αποκαλούσε.
Και άλλα «πιπεράτα».
Βέβαια, κοντά σε αυτά, έλεγε κι άλλα, αρκετά… «εύγευστα».
«Πάρε μαζί σου και τούτο το χτικιάρικο…» έλεγε,
«…τούτον τον άσχημο μπούφο» έλεγε και ξανάλεγε
-να δεις πώς φλυαρούσε, ροδάνι έτρεχε το στόμα της (!)-
«…ούτε να τον είχες γεννήσει ο ίδιος,
τόση ομοιότητα,
άσχημος από κούνια όπως κι εσύ!» συμπλήρωνε απαξιωτικά.
Γι’ αυτό την έβριζα κάθε λίγο.
Γιατί νόμιζε πως δεν την καταλάβαινα.
Και γιατί δεν είχα τη δύναμη να χειροδικήσω
και να την αφήσω μια κι έξω ανάπηρη!
Έτσι προτίμησα να κοιμηθώ. Όπως εκείνη μου έστρωσε.
Γιατί το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά πέφτει.
Και τιμωρία χειρότερη από αυτή δεν υπάρχει
όσο πιπέρι ή άλλο καρύκευμα κι αν διαθέτουν
όλες οι μανούλες της Γης σε αποθεματικό.