Το μεγάλο ξενύχτι
Ο θάνατος έχει πολλές μορφές.
Ετούτη τη φυλάει για τους ποιητές.
Κάνει πιάτσα με ταξί.
Κι έναν μουχλιασμένο Σεπτέμβρη
σταματάει ξαφνικά και παίρνει
τον Ρόμπερτ Λόουελ στο Μανχάτταν.
Σήμερα σταματάει να πάρει εσένα,
κάπου στην Αθήνα, όπου και νάταν
σταματάει πάλι ξαφνικά κι απρόσμενα.
Και μόνο εκείνος ξέρει
πού πάει ο πελάτης και τί θέλει.
Κι έτσι όλο κάπου θα πηγαίνεις
στην πόλη σου την αγαπημένη,
και με τη φαντασία θα παίρνεις
μαζί σου τους φοβισμένους εμάς,
εσύ κι ο ποιητής ο Μανχαττανάς.
΄Ωσπου, όπως παλιά, θα μάς κάνεις το τηλεφώνημα,
τέσσερις ή ώρα τα ξημερώματα,
να πεις πως βρήκες την ιδανική περίπτωση,
κρυμμένοι κάπου στης ζωής τη χωρίστρα
ο πότης, ο χαρτοπαίχτης, η βραχνή τραγουδίστρια,
‘ελάτε αμέσως,’ λες με πείσμα, ‘χωρίς συζήτηση!’
Πού να βρούμε εμείς όμως τα κότσια, τέτοια ώρα!
Νυσταγμένοι, καλύπτουμε τα μάτια με τα σεντόνια.
Εσύ όμως ακόμα γυρνάς, και θα γυρνάς μες στη νύχτα
σε μια πόλη που δεν κουράζεσαι να την ερευνάς.
Και η φωνή σου θα συνεχίσει να μάς ξυπνάει,
(έχεις απευθείας γραμμή, το τηλέφωνο πάλι χτυπάει)
η φωνή σου που έρχεται καθαρή μέσα απ’ τα ποιήματα.