Γράφω ποιήματα γιατί κάτι ψάχνω. Κάτι για τη ζωή που θα την κάνει όμορφη. Κάτι που θα της δίνει καινούργια νοήματα που θα μας πηγαίνουν όλο και πιο πέρα. Γράφω επίσης από έγνοια. Να μην περνούν ορισμένα πράγματα απαρατήρητα. Αυτού του είδους τα ποιήματα είναι σαν μνήματα, απ’ όπου μας καλεί η μνήμη σε προσκύνημα.
Είχα γράψει, πριν δέκα χρόνια, ένα μακρύ ποίημα. Για την ακρίβεια είχα στήσει με τον δικό μου τρόπο στίχους πάνω σε ιστορίες κατοχής που διάβαζα σε μια Ισραηλινή εφημερίδα. Το ονόμασα «Ποίημα με Τρύπες», γιατί αυτό το χαρακτηριστικό είχαν όλες οι ιστορίες εκείνες: ήταν διάτρητες. Τρύπες στους δρόμους, τρύπες στους τοίχους των σπιτιών, τρύπες σε ανθρώπινα σώματα. Θέλησα να είναι με τρύπες και του ποιήματος μου το σώμα. Μια στροφή του μετέφερε το εξής περιστατικό σε συμπυκνωμένη φόρμα:
Και προχθές, Σεπτέμβρη του 2024, στο ίδιο μέρος, στη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης, διαβάζω στις ειδήσεις ότι το έγκλημα είχε επαναληφθεί με ανατριχιαστική ομοιότητα. Ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι είχε δολοφονηθεί σαν έτρεξε στο παράθυρο του σπιτιού της για να δει τι ήταν ο χαβάς κάτω στον δρόμο που τον διέσχιζε ο κατοχικός στρατός με τα άρματα του. Και ένας στρατιώτης, λένε, της έριξε ευθύς στο κούτελο. Και έπεσε νεκρή στο πάτωμα του σπιτιού της.
Προφανώς, το ποίημα μου δεν είχε σταματήσει εκείνου του κατοχικού στρατού το αιματοκύλισμα όλα αυτά τα χρόνια. Και τώρα, το ποίημα ήταν πράγμα ανύπαρκτο για το στρατιώτη που έβαλε στο φακό του όπλου του το μάτι και τράβηξε πάλι, φονικά, τη σκανδάλη. Ούτε για ετούτο το κορίτσι-θύμα το ποίημα έγινε ασπίδα. Και είναι ζήτημα αν το είχαν διαβάσει ελάχιστοι στο βιβλιαράκι «Μικρός Ήρωας». Και όσοι τυχόν το είχαν διαβάσει, ζήτημα είναι αν το θυμήθηκαν σήμερα όταν μάθαιναν για τον θάνατο της δεκαεξάχρονης κοπέλας. Τότε λοιπόν σαν ποιητής τι προσέφερα;
Απλώς, γράφοντας το ποίημα, θέλησα να διεκδικήσω έναν τοσοδά χώρο κάπου στα απόμερα της απέραντης επικράτειας που τη λέμε συλλογική μνήμη. Και να φτιάξω ένα μνήμα για το αδικοχαμένο κορίτσι. Και αν τύχει να περάσει από εκεί ένας «στρατιώτης ποιητής» (που δεν χρειάζεται απαραιτήτως να γράφει ποιήματα), ίσως να φιλοτιμηθεί και να «καρφώσει» έναν σταυρό, ή να στήσει μια επιτύμβια στήλη. Με το πέρασμα του χρόνου, η στεριωμένη μνήμη θεία δίκη να γίνει. Τι άλλο άραγε είχε στο νου ο πρόγονος μας ποιητής όταν, πίσω από τα κλειστά σκούρα του δωματίου του, κάποτε ψιθύριζε στους αόρατους για αυτόν περαστικούς: «Δεν έχω γράψει ποιήματα/ δεν έχω γράψει ποιήματα/ μόνο σταυρούς/ σε μνήματα/ καρφώνω.»