Ἔκλεισε πρῶτα ἡ πόρτα,
ὕστερα ἄναψε ἡ μηχανή
κι ἔγινε παρελθόν ἡ χαρά τῶν ἡμερῶν.
Οἱ τοῖχοι ἔγειραν λειψοί,
σιώπησαν τά μπαλκόνια καί τό
τραπέζι ἄρχισε πολύ νά μεγαλώνει.
Ἔφυγαν τά παιδιά.
Ἐγώ ὅμως ἀκούω διαρκῶς
μέσα ἀπό τήν ἐκπνοή τῶν δωματίων
λέξεις δικές τους, τῆς κιθάρας μελωδίες,
σκύβω ἀκόμη καί μαζεύω ροῦχα,
ἀποτυπώματα ποδιῶν καθαρίζω,
προστατεύω τό ξεχασμένο καπέλο
τοῦ καλοκαιριοῦ καί βολεύομαι
δίπλα στά ἴχνη.
Ἔτσι κανακεύω ἐγώ στήν ἔλλειψη
τήν παρουσία τους μέχρι νά
ἀνοίξει πάλι ἡ πόρτα…