Σε μια εποχή που την χαρακτηρίζει η κυριαρχική διάθεση επί αγαθών και ανθρώπων, που η σπατάλη και ο καταναλωτισμός καθορίζουν συμπεριφορές και σχέσεις κι ο υπερτροφικός εγωισμός υπονομεύει την ψυχική υγεία των ανθρώπων, το βιβλίο της Etty Hillesum μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά, γιατί προβληματίζει γόνιμα, τροφοδοτεί τη σκέψη και βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
Πρόκειται για ένα ημερολόγιο που καλύπτει τα μαύρα χρόνια 1942-43, χρόνια πολέμου, καταπίεσης, φόβου και εξόντωσης, γραμμένο από μια εικοσιεπτάχρονη κοπέλα, εβραϊκής καταγωγής που ζει στη γερμανοκρατούμενη Ολλανδία, στο Άμστερνταμ. Δεν είναι απλώς ένα ακόμη ημερολόγιο τύπου Άννας Φρανκ, αλλά η καταγραφή της προσωπικής ανάπτυξης και παραδόξως και της προσωπικής λύτρωσης αυτής της νεαρής γυναίκας μέσα σε απολύτως αντίξοες συνθήκες. Ξέρει ότι ο κατακτητής θέλει τον ολοκληρωτικό αφανισμό των Εβραίων, στους οποίους κι αυτή ανήκει, γνωρίζει με ακρίβεια τα γεγονότα και τις μεθοδεύσεις, παλεύει με άγχος και αισθήματα ανασφάλειας τις καταστάσεις, εγγίζει στιγμές στιγμές τα όρια της κατάθλιψης, αλλά βρίσκει τη δύναμη να πει “η ζωή είναι τόσο ωραία και γεμάτη νόημα. Ω, ναι, είναι ωραία και γεμάτη νόημα” (σ. 308). Η Έττυ διαμορφώνει το υπαρξιακό στίγμα της με μια παράξενη αξιοπρέπεια κι έναν ιδιότυπο ηρωισμό, στοιχεία που τα αντλεί από μια βαθιά πνευματική διάσταση. Από τις πρώτες ημερολογιακές καταχωρίσεις της φαίνεται ότι αναπτύσσει έναν ζωηρό εσωτερικό διάλογο με τον Θεό μέσα από μια εντελώς αντισυμβατική θρησκευτικότητα. Όπως σημειώνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο ιδιαίτερα κατατοπιστικό Επίμετρο του βιβλίου, “αν και (η Έττυ) αναλαμβάνει την εβραϊκή της ταυτότητα(…)δεν έχει λάβει καμιά θρησκευτική αγωγή, μεγάλωσε σε μια εντελώς εκκοσμικευμένη οικογένεια(…)δεν συχνάζει στη συναγωγή(…)τα γραπτά της διαπνέονται πολύ περισσότερο από τον χριστιανισμό(…)η βαθιά της πίστη δεν έχει κανένα θεσμικό στοιχείο”(Επίμ. σ.409). Για τη Χίλλεσουμ “ο Θεός είναι η εσωτερική φωνή, η αληθινή φωνή του αληθινού εαυτού μας” (Επίμ. σ. 410). “Η θρησκευτική ζωή της είναι αποκλειστικά η προσευχή. Προσεύχεται έντονα και προσεύχεται γονατιστή” (Επίμ. σ.411)
Την απασχολεί το να μη βρεθεί κι εκείνη, λόγω των συνθηκών, στον κύκλο του κακού, να μην την καταπιεί το μίσος, να μην εξομοιωθεί κατά το ήθος με τους δημίους του λαού της, να μην κυριευθεί από πανικό και αναγκαστεί να μετέλθει μέσα αντίθετα προς τις αρχές και τα “πιστεύω” της. Προσπαθεί να διατηρήσει τις δημιουργικές της δυνάμεις, μέσω κυρίως του γραψίματος, να γευθεί τη χαρά που προσφέρει ακόμη κι εκείνη η δύσκολη ζωή που ζει και να μην κυριευθεί από τον φόβο, γι’ αυτό γράφει “ο πόνος είναι χειρότερος όταν φοβάσαι τον πόνο” (σ.342). Είναι ευγνώμων στον Θεό γιατί “όλες οι δημιουργικές μου δυνάμεις παραμένουν άθικτες μέσα μου, διατηρούνται στο ακέραιο. Ξέρω πώς να τις απελευθερώνω από τις έγνοιες και τα άγχη της καθημερινότητας, από τις υλικές ανάγκες, από τις παγίδες που στήνουν μέσα στην ψυχή η πείνα και το κρύο και ο κίνδυνος. Γιατί το μεγάλο εμπόδιο είναι πάντα αυτές οι νοερές παγίδες, όχι η απτή πραγματικότητα” (σ.343).
Θέλει και προσπαθεί να συμπαρασταθεί στους συνανθρώπους της, να απαλύνει τον πόνο τους, να μείνει ενεργά δίπλα τους, γι’ αυτό και δεν θέλει να συμπεριληφθεί στον “ κατάλογο εξαιρουμένων” από τον εκτοπισμό, “ δεν θέλω αυτό το κουρελόχαρτο, που οι Εβραίοι πασχίζουν να εξασφαλίσουν πάση θυσία” (σ.349). Κι όχι γιατί δεν έχει επίγνωση, ευρισκόμενη στο στρατόπεδο διαμετακομιδής του Βέστερμπορκ γράφει: “Έτσι, λοιπόν, είναι η Κόλαση” (σ.372). Δεν παραγνωρίζει το κακό που μαίνεται γύρω της, ούτε είναι “ πεισιθάνατη ούτε μηδενίστρια, αγαπάει με πάθος τη ζωή, είναι ερωτική και αισθησιακή” (Επίμ. σ. 403), όμως δεν θέλει να διαχωρίσει τη μοίρα της με οποιοδήποτε τίμημα από τη μοίρα του λαού της – “θέλω να μοιραστώ τη μοίρα του λαού μου” είχε πει όταν της πρόσφεραν καταφύγιο να κρυφτεί. Έχει κατακτήσει εκείνο τον βαθμό ωριμότητας μέσα από τον προσωπικό της αγώνα ώστε να μπορεί να γράφει “ η μοίρα του θανάτου έχει ενσωματωθεί στη ζωή μου, αντικρίζω κατάματα τον θάνατο, τον αποδέχομαι ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, ως κάτι που μεγεθύνει τη ζωή” (σ. 224-225, καταγραφή 03/07/1942).
Η Έττυ έχει τάξει τον εαυτό της στην αγάπη, στην αγάπη που υποστασιοποιείται με την προσφορά στον συνάνθρωπο, γι’ αυτό και η τελευταία φράση στο ημερολόγιό της είναι: “ Ας είμαστε βάλσαμο για πολλές πληγές” (σ.364, καταγραφή 13/10/1942). Θα ακολουθήσει ένα γράμμα σε φίλους που θα διακινηθεί κρυφά από την Ολλανδική Αντίσταση, σταλμένο από το στρατόπεδο του Βέστερμπορκ στις 24 Αυγούστου 1943).
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1943 η Έττυ Χίλλεσουμ θα μπει στο τρένο του θανάτου με προορισμό το Άουσβιτς κι εκεί θα θανατωθεί στις 30 Νοεμβρίου 1943, σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό στα εικοσιεννιά της χρόνια. Στο Άουσβιτς θανατώθηκαν επίσης οι γονείς της και ο αδερφός της Μίσα, ενώ ο αδερφός της Γιάαπ, που στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν- Μπέλσεν αρχές του 1944, θα επιζήσει, αλλά θα πεθάνει στον δρόμο της επιστροφής προς την Ολλανδία μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου.
Το Ημερολόγιο της Χίλλεσουμ θα εκδοθεί σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό της. Το άφησε ή ίδια – οκτώ πυκνογραμμένα τετράδια- στη φίλη της Μαρία Τούινσινγκ, με την παράκληση να το δώσει μετά τον πόλεμο στον συγγραφέα που γνώριζε προσωπικά, τον Κλάας Σμέλικ. Ο Σμέλικ προσπάθησε να το εκδώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τελικά, το 1980 ο Κλάας Σμέλικ ο νεότερος το έδωσε στον εκδότη Χάαρλαντ και κυκλοφόρησε το 1986.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί μια σπουδή βάθους στο νόημα της ζωής, μια βιωμένη μελέτη στην εσωτερική πνευματική ζωή, μια καταγραφή του συνειδητού αγωνίσματος για την κατάκτηση της αγάπης σε συνθήκες ακραίες, με τον όλεθρο παρόντα και τον πόνο σύντροφο. Η μελέτη αυτού του βιβλίου δεν θα μας κάνει απλώς πλουσιότερους, όπως συνήθως συμβαίνει με τα καλά βιβλία, αλλά θα μας κάνει να σταθμίσουμε με άλλα μέτρα τη ζωή και τον θάνατο.