“ Για να μη χάσουμε τον δρόμο”[1]
Τη δέκατη πέμπτη ποιητική του συλλογή με τα πενήντα επτά ποιήματα επέλεξε ο ποιητής Γιώργος Βέης να την ονομάσει Καταυλισμό, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 2023, προσωρινό δηλαδή και μάλλον πρόχειρο τόπο κατοίκησης, που τον διακρίνει συνήθως η αίσθηση του παροδικού, αλλά συγχρόνως ως κατάσταση τροφοδοτεί την αίσθηση της αναμονής για κάποια μετακίνηση που μπορεί να συνοδεύεται από εκπλήξεις.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο Επαναπατρισμός και λειτουργεί σαν οδοδείκτης νοήματος, για να προσανατολίσει τον αναγνώστη- μελετητή (για τη συλλογή αυτή δεν αρκεί μόνο η ανάγνωση) σε όσα θα ακολουθήσουν. “Επαναπατρισμός” δεν είναι μια απλή επιστροφή, είναι η επιστροφή σε τόπο γνώριμο, η επιστροφή στο οικείο, στο κατακτηθέν που ορίζεται από εμπειρίες –η θερισμένη στην ώρα της σίκαλη/το άγριο καναβούρι– από μνήμες ζωντανές –από την πατρίδα των αναμνήσεων– αλλά και από απειλές, απροσδιόριστες –όσα μας περιμένουν από αύριο– και από τη μία γνωστή και κοινή, αυτή του θανάτου που διατηρεί το πλεονέκτημα της έκπληξης – ένα νεκρομαντείο στη στροφή δεξιά. Ο επαναπατρισμός αυτός, λοιπόν, αν συνδυαστεί με την προμετωπίδα της συλλογής από τον Ηράκλειτο (ψυχής εστι λόγος εωυτόν αύξων) παραπέμπει, κατά τη γνώμη μου, στον άτοπο τόπο της ψυχής. Η εσωτερική συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της αναπτύσσεται και εκφράζεται με ένα σύστημα λόγων που παράγουν γνώση και αναζητούν την αλήθεια. Γι’ αυτό το ποίημα-”πυξίδα” ολοκληρώνεται με σημασίες…στ’ αγκάθια και αλήθειες στ’ αγριόχορτα, ήτοι δύσκολα νοήματα και επίπονης διαδικασίας αλήθειες.
Ο βαθύς κι ενίοτε κρυπτικός ποιητικός λόγος του Γ. Βέη μάς δίνει έμμεσα τα “κλειδιά” για να προσεγγίσουμε, κατά το δυνατόν, τα υπόλοιπα πενήντα έξι ποιήματα που ακολουθούν. Η συμπόρευση φύσης και ανθρώπου ως ελλόγου όντος, που ερευνά τους κανόνες της, σέβεται την κληρονομιά της και ανιχνεύει τις υποσχέσεις της, δεν συνιστά πρωτοτυπία γι’ αυτή τη συλλογή, καθώς ίδιο πνεύμα διατρέχει τις ποιητικές κατακτήσεις του Γ.Β. σε διαφορετικές, κάθε φορά, δόσεις. Στην παρούσα, όμως, συλλογή η παρουσία της φύσης δεν καλύπτει μόνο το οντολογικό πεδίο, αλλά προχωρεί και συνυπάρχει με το γνωσιακό, του οποίου το περιεχόμενο κατακτήθηκε εμπειρικά και βιώνεται και δια της μνήμης. Κινείται ο ποιητής ανάμεσα στο “ξέρω” και στους “ σβόλους της μνήμης” (σ.12) που τροφοδοτούν όπως το νερό “την αθανασία”. Η γνώση παράγεται δια των αισθήσεων κυρίως μέσω της παρατήρησης, γι’ αυτό και τα ρήματα “βλέπω” και “ακούω” απαντούν συχνά. Η γνώση αποθησαυρίζεται, ανακτάται δια της μνήμης και αποτυπώνεται ως νόημα εκφρασμένο με “γράμματα, συλλαβές, λέξεις…που δένουν αμέσως το νόημα” (σ.15). Η αλήθεια αυτού του νοήματος για τον ποιητή εκτίθεται στις πλατωνικές αμφισβητήσεις και όχι μόνο (σ.13). Όπως και να έχει πάντως παραμένει ζώσα “η πείνα η αδάμαστη για την αλήθεια” (σ.16).
Ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται στην ποιητική γραφή του Γ. Βέη είναι η ανάγκη για ενσυναίσθητη συνύπαρξη, γράφει (σ.18):
ας κοιταχτούμε μόνο στα μάτια
όχι βιαστικά κι επιπόλαια
όπως συνήθως συμβαίνει
…………………………….
αλλά κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου
απερίσπαστοι, με αφοσίωση επιτέλους
ας μείνουμε βαθιά μέσα
στο βλέμμα το συντροφικό
γιατί απλούστατα εκεί
με υπομονή
με πίστη ακλόνητη
μας περιμένουν όλα τα καλοκαίρια
από δω και πέρα.
Η μελέτη των ποιημάτων αποκαλύπτει επίσης τον εσωτερικό αγώνα για την αυτογνωσία , κάποιες φορές με πατριωτικό πρόσημο (σ. 21,25), κι άλλοτε ως τόλμη που συνομιλεί με την απειλή και διαλέγεται με το κακό κι ακόμα περισσότερο με το τίποτα. Ακόμη διαπιστώνει με φρόνημα πνευματικής γενναιότητας τη σχέση του χρόνου με τον συμβατικό πεπερασμένο χρόνο της ανθρώπινης ύπαρξης, της ύπαρξής μας που καταγράφεται στο “ ημερολόγιο της φθοράς” (σ.82).
Στη συλλογή, τόποι αγαπημένοι, από το Τηγάνι και τον Παγώνδα, της πεφιλημένης του ποιητή Σάμου, μέχρι το Ρότερνταμ, το Ντόρτμουντ, το Βερολίνο ή το Ντεπανσάρ, τη Βοστώνη, το Σίδνευ ή το μακρινό Ανατολικό Τιμόρ με τις “γενεαλογίες του τρόμου” (σ.69), άλλοτε με τα τοπόσημά τους κι άλλοτε με σφραγίσματα του πολιτισμού τους, αποκαλύπτουν αφορμές έμπνευσης του ποιητή που έζησε και ζει ως πολίτης του κόσμου με τις κεραίες ευαίσθητες να συλλαμβάνουν μηνύματα και ομορφιά.
Τα νοήματα κι οι ιδέες υπηρετούνται από εμπνευσμένους συμβολισμούς που επιτρέπουν πολύπλευρες ερμηνευτικά προεκτάσεις. Ο υπαινικτικός λόγος του Γ.Β. διευρύνει τη βαθύτητα των νοημάτων και ωθεί τον αναγνώστη σε δημιουργικούς συλλογισμούς πλαισιωμένους από τη θρεπτική, για τη σκέψη, αμφιβολία σχετικά με τη ορθότητά τους ή μη. Η χρήση του β΄ρηματικού προσώπου και οι ερωτήσεις αποβλέπουν στη διευκόλυνση της επικοινωνίας με τον αναγνώστη, ώστε να οικειωθεί ευκολότερα το μήνυμα. Ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή του εγκιβωτισμού κειμένων (από Παρμενίδη, Μ. Χατζηλαζάρου, John Coetzee) που προκαλούν τη διακειμενική συνομιλία. Διασκελισμοί και εικόνες, οπτικές και ακουστικές, ενισχύουν τον δυναμισμό του νοήματος. Ο ποιητής στήνει μέσα σε λίγους στίχους ενεργά σκηνικά, εικόνες ομιλούσες οι οποίες ανακαλούν στον αναγνώστη οικείες εμπειρίες.
Ο Γ. Βέης επιχειρεί ετυμολογικές εξηγήσεις και τολμά παιχνίδια με της γλώσσας τα έξυπνα ευρήματα δοκιμάζοντας τις αντοχές των νοημάτων. Κάποιες φορές καταφεύγει στη χρήση σπάνιων λέξεων (π.χ. “ρικνές διφθέρες” σ.64) όχι προς εντυπωσιασμό, αλλά γιατί νιώθεις πώς δεν χωράει στον λόγο της έμπνευσής του το δεδομένο, το στατικό. Συχνή παρουσία εν γένει στο έργο του Γ. Βέη έχουν τα σονέτα που απαντούν και σε αυτή τη συλλογή σαν αφιερωματική οφειλή στην παραδοσιακή ποίηση ή σαν αποδοχή της σταθερότητας στη μορφή. Στο εξώφυλλο ο ιππόκαμπος, έργο της Κλάρας Πεκ- Βέη, ίσως να επιλέχθηκε για τη χαρακτηριστική ιδιότητά του να μένει πάντα σε όρθια στάση εντός του ζωοφόρου νερού.
Ας δώσουμε χρόνο ως αναγνώστες στον Καταυλισμό, ας του επιτρέψουμε να μας φιλοξενήσει και θα βρούμε τα εφόδια για να βγούμε σε “φαράγγια της σοφίας, της χαράς/ του παρήγορου ήλιου”, όπως ο ποιητής προσδοκά.