You are currently viewing Χρύσα Φάντη: ΣΟΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΜΑΡΙΝΑ ΜΕΝΤΖΟΥ. ΤΑ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΑ. Tα Ποιητικά. Γκοβόστης 2025. Σελ. 62.

Χρύσα Φάντη: ΣΟΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΜΑΡΙΝΑ ΜΕΝΤΖΟΥ. ΤΑ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΑ. Tα Ποιητικά. Γκοβόστης 2025. Σελ. 62.

 

Μικρούτσικα αλλά όχι μικρά

 

Πριν από μερικά χρόνια,  οι ποιήτριες Σοφία Διονυσοπούλου και Μαρίνα Μέντζου   εμφανίστηκαν από κοινού, με δυο σκοτεινά παραμύθια, κάτω από τον  τίτλο: ΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ (Ροδακιό, 2021). Σε συνέντευξή μας για το βιβλίο τους, η μεν Σοφία Διονυσοπούλου δήλωνε: «Όταν δύο άνθρωποι μπορούν να αφήσουν στην άκρη το εγώ τους και να συγχωνευτούν, αυτό που προκύπτει είναι μια έκρηξη ενέργειας», η δε Μαρίνα Μέντζου, περιγράφοντας τη διαδικασίας της συγγραφής του, αποκάλυπτε:  «Άρχιζε την πρόταση η μία, η άλλη τη συνέχιζε. Έτσι έγινε σε όλο το κείμενο. Στο τέλος, όταν το διαβάσαμε ολόκληρο, καμιά μας δεν θυμόταν ποια κομμάτια ήταν δικά της».**

Αρχές Φλεβάρη του 2025, οι δυο ποιήτριες επανεμφανίζονται  με τα μικρούτσικα, ένα ποιητικό βιβλίο που ενσωματώνει στις σελίδες του δύο ποιητικές συλλογές: τις Ξερολιθιές, της Μαρίνας Μέντζου, και τα Σπίρτα της Σοφίας Διονυσοπούλου. Η συγγένεια και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους είναι κι εδώ εμφανής, και μάλιστα, σε μερικά ποιήματα της Μέντζου, όπως για παράδειγμα στα ποιήματα «Παρωδία», «Επιληψία», «Χορός»,  η μονογραφή ή συνυπογραφή της Διονυσοπούλου είναι αποκαλυπτική της συναντίληψης και της δημιουργικής συμπόρευσης των  δύο ποιητριών.

Η ποίηση της Μαρίνας Μέντζου, όπως παρουσιάζεται στη συλλογή Ξερολιθιές, είναι λιτή, πυκνή, ατμοσφαιρική και ιδιόμορφα σύνθετη. Η ποιήτρια δημιουργεί εδώ ένα δικό της ποιητικό κόσμο όπου η πέτρα, η θάλασσα, η άμμος και το φως συνδιαλέγονται με τον άνθρωπο, μεταφέροντας βαθύτερα νοήματα για τον χρόνο, τη μνήμη και την απώλεια.  Ο κοφτός, ασθματικός ρυθμός, σε συνδυασμό με την ιστορία και το τοπίο της Σίφνου, μοιάζει να αποτυπώνει και να ακολουθεί την κίνηση ενός φανατικού οδοιπόρου, εκεί όπου τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν συνεχώς εναλλάσσονται πάνω σε ένα τοπίο που κι αυτό αλλάζει διαρκώς μορφή υποταγμένο στα στοιχεία της φύσης. Ο έντονος αυτός δεσμός με τη φύση, η απουσία και η νοσταλγία, η μυθολογία και η ιστορία αναδεικνύονται μέσ’ από στίχους βαθιά συναισθηματικούς, αντλώντας από την παράδοση αλλά και από τη σύγχρονη εμπειρία.

Η ποίηση της Σοφίας Διονυσοπούλου, αντίστοιχα, όπως αποτυπώνεται στη συλλογή Σπίρτα, χαρακτηρίζεται από μια αγωνιώδη αναζήτηση νοήματος μέσα από τη δημιουργία και την καταστροφή. Τα ποιήματά της  είναι φορτισμένα με συμβολισμούς, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιεί εμφανίζεται επιβλητική και σχεδόν υπνωτιστική. Με στοιχεία από τη φιλοσοφία, τη μυθολογία, την τέχνη και την καθημερινή εμπειρία, η Διονυσοπούλου χτίζει ένα σύμπαν όπου η φλόγα και η στάχτη, η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν, με την ποίηση και την ύπαρξη να διαπλέκονται ακατάπαυστα προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στην αποδοχή της φθοράς και στην εμμονική ανάγκη για δημιουργία. Η διττότητα της φωτιάς—ως δημιουργικής και καταστροφικής δύναμης—είναι παρούσα σε όλη τη συλλογή, καθώς η φωτιά των Σπίρτων δεν είναι μόνο μια φλόγα που φωτίζει, αλλά και μια φλόγα που καίει.

 

Η Συμβολική Χρήση της Φύσης στην ποίηση της Μαρίνας Μάντζου

Ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά των ποιημάτων της Μέντζου είναι η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Στις Ξερολιθιές, η ποιήτρια ενσωματώνει την παράδοση του νησιού, όπου η φύση δεν είναι απλώς σκηνικό, αλλά ενεργό μέρος του ανθρώπινου βίου. Στο ποίημα «Επιμήκυνση», το πρώτο στη συλλογή της, η πέτρα παίρνει ζωή, γίνεται οργανικό στοιχείο της αφήγησης, ένας ζωντανός χαρακτήρας που προκαλεί ανησυχία και απορία στον οδοιπόρο. Η ξερολιθιά δεν είναι μόνο ένα άψυχο τεχνούργημα και μια κατασκευή, αλλά και μια διαρκής παρουσία, ένας μάρτυρας του χρόνου και της ιστορίας του. Πρόκειται για μια ποίηση που ισορροπεί ανάμεσα στη λιτότητα της γλώσσας και τη δύναμη των εικόνων, αφήνοντας τον αναγνώστη να αισθανθεί την όμορφη πολυπλοκότητα και των δύο στοιχείων.

ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ

Νύχτα. Δύο και τέταρτο. Μπαίνουν στο μονοπάτι.

— Το είδες αυτό;

— Ποιο;

— Κουνήθηκε. Η ξερολιθιά.

— Πού;

— Εκεί. Στο άσπρο σημάδι.

— Μην κοιτάς. Σαν να μακραίνει.

— Ποιο;

— Το μονοπάτι. Κουράστηκα.

— Μα τώρα ξεκινήσαμε να περπατάμε.

— Κι όμως τα πόδια μου πονάνε.

— Εδώ δεν είν’ το σπίτι;

— Ναι, αλλά εμείς φτάνουμε;

— Ακούς αυτό το τραγούδι;

— Από πού βγαίνει;

— Απ’ την ξερολιθιά.

— Και στο σπίτι;

— Τι;

— Γιατί δεν φτάνουμε;

— Φτάνουμε.

— Φτάνουμε;

— Φτάσαμε.

Σκοτάδι. Στο σπίτι. Ρολόι.

Τέσσερις παρά τέταρτο.

Παρόμοια, στο ποίημα «Της Πέτρας», οι πέτρες προσωποποιούνται, αποκτώντας φωνή. Η ξερολιθιά, ως σύμβολο, λειτουργεί τόσο ως φυσικό όσο και ως μεταφυσικό στοιχείο. Οι πέτρες έχουν ψυχή, μεταφέρουν συναισθήματα και μνήμη.

ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Ντάλα μεσημέρι. Γυναικεία φωνή. Τραγουδά. Από

το πουθενά.

— Το άκουσες αυτό;

— Το άκουσα, ναι.

— Από πού βγαίνει;

— Απ’ την ξερολιθιά.

— Μην κουνιέσαι. Κλαίει.

— Μην τη φοβίσεις.

— Μα πού;

— Πίσω. Μέσα στην πέτρα.

— Ποιος την έκλεισε εκεί;

— Κανείς. Μόνη της πέτρωσε.

— Και πώς τραγουδάει;

— Με την ψυχή οι πέτρες τραγουδάνε.

 Τα ποιήματα της Μέντζου, αφηγηματικά, περιγραφικά, διαλογικά ή θεατρογενή, δεν ακολουθούν μια γραμμική ενότητα. Ο χρόνος είναι ρευστός, κυκλικός, παρόν και παρελθόν συνυπάρχουν. Στο ποίημα «Επιμήκυνση», η επαναλαμβανόμενη ερώτηση Φτάνουμε; Φτάσαμε; δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας, σαν ο προορισμός να μην είναι ποτέ σίγουρος, ενώ στο ποίημα «Χερρόνησος», ο χρόνος διατηρεί αλλά και επιτείνει την ορμή του φυσικού στοιχείου.

ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΣ

Τόπος σκισμένος.

Άγρια πλευρά. Γεμάτη βράχια. Κύμα που σκάει.

Χώματα, πέτρες ξεκολλάει.

Ασάλευτη πλευρά. Κόλπος μακρόστενος.

Βοτσαλοποίκιλτα νερά.

Απ’ τον αφρό των βράχων ψάρια πετάνε

στο κολπάκι.

 Στο ποίημα «Ο Ξένος», η ιδέα του ταξιδιού, της μετακίνησης και της εγκατάστασης στον χώρο υπονοεί τη διαχρονική παρουσία των ανθρώπων στο νησί, την άφιξη και την παραμονή, τη σχέση με το τοπίο ως κάτι που δεν ανήκει αποκλειστικά στους ντόπιους αλλά και σε εκείνους που το επιλέγουν ως  τόπο ζωής. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί κι εδώ έναν λόγο  χωρίς περιττές φιοριτούρες, όπου κυριαρχούν οι σύντομες φράσεις. Αυτή η αφαιρετική προσέγγιση ενισχύει τη δύναμη των εικόνων και επιτρέπει στα ποιήματα να διατηρούν έναν μουσικό ρυθμό. Αλλά και στο ποίημα «Νυχτοπερπατήματα», η γλώσσα σχεδόν μιμείται το φυσικό στοιχείο: «Η βάρκα μιλάει. Μ’ αλλόκοτη λαλιά: φλλλπ φλλλπ φλλλςςς.» Η ηχοποίητη απόδοση του κύματος προσδίδει μια  θεατρική διάσταση στο ποίημα, όπου οι λέξεις δεν περιγράφουν απλώς, αλλά αναπαριστούν ακουστικά τη σκηνή.

Ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματα της συλλογής είναι το ποίημα «Σουσουράδα», όπου η παρουσία αποτυπώνεται μέσω της απουσίας. Το ποίημα δημιουργεί μια αίσθηση αναπόλησης και μοναξιάς, καθώς η μορφή του αγαπημένου προσώπου έχει φύγει, αλλά τα ίχνη του παραμένουν.

ΣΟΥΣΟΥΡΑΔΑ

Χνάρια στην άμμο

Μεθάει απ’ τα ουζάκια ο αέρας

Στην ακροθαλασσιά μια σουσουράδα

Χνάρια, δικά σου χνάρια

Στην άμμο

Απουσία…   

Στο πεζόμορφο ποίημα «Χρυσοπηγή», η ποιήτρια αξιοποιεί έναν θρύλο της Σίφνου. Η αναφορά στον μύθο, όπου ο βράχος σχίζεται για να σώσει τις μοναχές από τους πειρατές αποκτά συμβολική διάσταση. Η πέτρα δεν είναι μόνο μάρτυρας του παρελθόντος, αλλά και στοιχείο προστασίας και παρέμβασης.

ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ

Λιβάνια, θυμιατά. Ποδοβολητά. Οι καλόγριες τρέχουν. Ματώνουν τα πέλματα, σχίζονται τα φορέματα. Τρέχουν. Πίσω τους κουρσάροι. Αφιονισμένοι. Ο βράχος ανοίγει. Γκρεμίζονται στη θάλασσα. Τσακίζονται. Οι καλόγριες κοιτούν. Τα χαμένα κορμιά. Στα γόνατα πέφτουν. Χρυσοπηγή δεν θα σε ξαναπούν, μα Παναγιά που σχίζεις βράχια.

Παρόμοια, στο ποίημα «Ο Φάρος», ο φάρος προσωποποιείται ως «Κύκλωπας της λάμψης», σε μια ευθεία αλλά και αντίστροφη σύνδεση με την Ομηρική παράδοση. Το ποίημα αποδίδει στον φάρο  μια μυθική παρουσία,  όχι όμως την  τρομακτική  φιγούρα του μισάνθρωπου γίγαντα αλλά μια φιλική μορφή, που είναι φτιαγμένη για να προστατεύει τους θαλασσόλυκους και τους ανεμοδαρμένους.

Ο ΦΑΡΟΣ

Βράχια απόμακρα, αιχμηρά το κύμα γρατζουνάνε

Και μόνος στην κορφή, μαρμαρωμένος

Ο Κύκλωπας της λάμψης

Τα ξόμπαρκα σκαριά πάντοτε προστατεύει.

Η ποίηση της Μαρίνας Μέντζου είναι γεμάτη εικόνες και αισθήσεις, συνδυάζοντας το φυσικό τοπίο με την εσωτερική εμπειρία του ανθρώπου. Μέσα από τη γλώσσα της, η Σίφνος μεταμορφώνεται σε έναν χώρο όπου η φύση αναπνέει, οι πέτρες τραγουδούν και η μνήμη χαράσσεται πάνω τους.

Το ποίημα «Φαγοπότι» σκιαγραφεί μια σκηνή από τη φύση, όπου μικρά πουλιά κατακλύζουν μια χουρμαδιά, τσιμπολογούν τους καρπούς και ξαφνικά αποχωρούν. Πρόκειται για μια δυναμική απεικόνιση της στιγμιαίας απόλαυσης και της εφήμερης φύσης της ζωής. Τα πουλιά συμβολίζουν την ελαφρότητα, την παροδικότητα, ίσως και μια ανεξέλεγκτη λαχτάρα.

ΦΑΓΟΠΟΤΙ

Σμήνος.

Μικρούτσικα πουλιά ορμούν στη χουρμαδιά

Τσιρρρ τσιρρρ τσιτρί τσιμπάνε τους καρπούς της.

Ξέφρενες σπείρες μέσα σε μια μόνο στιγμή

Τραβάν γι’ αλλού για να κουρνιάξουν.

Στο «Φαγοπότι» η γλώσσα είναι κι εδώ λιτή αλλά γεμάτη κίνηση. Οι λέξεις «ορμούν», «τσιμπάνε», «ξεφρενες σπείρες» προσδίδουν ζωντάνια και ρυθμό, ενώ η απότομη αποχώρηση των πουλιών δίνει μια αίσθηση του φευγαλέου. Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια αλληγορία για την ανθρώπινη επιθυμία και απόλαυση – την ταχύτητα με την οποία καταναλώνουμε, απομακρυνόμαστε και αναζητούμε το επόμενο «φαγοπότι».

Στο αφηγηματικό και ατμοσφαιρικό ποίημα «Η κυρά του Φάρου», μια μυστηριώδης γυναικεία φιγούρα συνδέεται με τη θάλασσα και έναν άντρα που την ποθεί, αλλά εκείνη του ξεγλιστρά.

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΦΑΡΟΥ

Τα μαλλιά της ένα με το μελάνι της θάλασσας. Πλέουν. Στην ασέληνη νύχτα. Το μπούστο λευκό, τα πόδια στο βυθό. Ο θαλασσόλυκος στέκει στη στεριά. Τους ώμους της κοιτάζει. Τον πόθο στο ποτό σταλάζει. Εκείνη, δεν. Μακριά του κολυμπά. Μα εκείνος, ναι. Επιμένει. Τάμα κάνει στο φάρο και τότε, ξαφνικά, το φως του πέφτει πάνω τους και −επιτακτικά− τα βλέμματά τους ηλεκτρίζει.

Στο «Η κυρά του Φάρου», η γυναίκα μοιάζει άπιαστη, σχεδόν σαν θαλάσσιο πνεύμα. Ο θαλασσόλυκος την ποθεί, προσπαθεί να την «κρατήσει» με το βλέμμα και το ποτό, αλλά εκείνη απομακρύνεται. Τα μαλλιά της «ένα με το μελάνι της θάλασσας», το μπούστο «λευκό», τα πόδια «στο βυθό». Υπάρχει μια διπλή κίνηση: εκείνη απομακρύνεται, ενώ εκείνος προσπαθεί να τη φέρει κοντά. Η κορύφωση έρχεται με το φως του φάρου, που «ηλεκτρίζει» το βλέμμα τους. Έρωτας, επιθυμία, ανεξαρτησία.

Η φωτιά ως φορέας δημιουργίας αλλά και καταστροφής στην ποίηση  της Σοφίας Διονυσοπούλου

Η ποίηση της Σοφίας Διονυσοπούλου, όπως αποτυπώνεται στη συλλογή Σπίρτα, χαρακτηρίζεται από  έντονο υπαρξιακό τόνο και μια διαρκή αναζήτηση νοήματος μέσα από τη φθορά, τη φωτιά, τη δημιουργία και την καταστροφή. Τα ποιήματα της είναι μικρά, δυνατά, και φορτισμένα με συμβολισμούς, ενώ η γλώσσα της είναι πυκνή και σχεδόν υπνωτιστική. Με στοιχεία από τη φιλοσοφία, τη μυθολογία, την τέχνη και την καθημερινή εμπειρία, η Διονυσοπούλου χτίζει ένα σύμπαν όπου η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν, όπου η ποίηση και η ύπαρξη διαπλέκονται. Η επιλογή του τίτλου δεν είναι τυχαία. Το σπίρτο είναι ένα μικρό αντικείμενο, αλλά με την ικανότητα να παράγει φωτιά, να φέρνει φως ή καταστροφή. Στο ποίημα «Ανάφλεξη», η φωτιά λειτουργεί ως μηχανισμός σκέψης:

ΑΝΑΦΛΕΞΗ

 

Σκέψεις μικρές σαν Χαροπόλεμος

Βγαίνουν απ’ το σπιρτόκουτο κι αρπάζουνε φωτιά

Έπειτα σιωπή Ξαλάφρωμα ή όνειδος

Η φωτιά συνδέεται με το ξέσπασμα της συνείδησης, με την αποκάλυψη, αλλά και με την εφήμερη φύση της έμπνευσης. Η ποιήτρια φαίνεται να αναφέρεται στη στιγμή της δημιουργίας, όπου η σκέψη γεννιέται, καίγεται, και ίσως σβήνει, αφήνοντας πίσω της μόνο σιωπή. Η νύχτα επανέρχεται συνεχώς ως σκηνικό και συμβολικό στοιχείο στη συλλογή. Είναι ο χρόνος του στοχασμού, της εσωτερικής διαδρομής, αλλά και της μετάβασης.

Στο «ALBA», βλέπουμε μια αίσθηση αποχαιρετισμού και μετάβασης από τη νύχτα στην αυγή.

ALBA

Είναι τυφλή η πάχνη

Τα δέντρΑΧνίζουν την αυγή

Θρηνεί ο ύπνος τής δρόσου το κορμί

Που ξεψυχά στου έρωτα την ύστατη πνοή

Η φύση ανθρωποποιείται και η νύχτα μοιάζει να είναι μια ερωτική πράξη που ολοκληρώνεται αφήνοντας πίσω μόνο την πάχνη της. Ο χρόνος κυλάει σιωπηλά, χωρίς να μπορεί να τον σταματήσει κανείς. Αντίστοιχα, στο ποίημα «Νεκρικός Χορός», το φυσικό έλος γίνεται σύμβολο πένθους και εγκατάλειψης. Η σχέση ανάμεσα στον θάνατο και τον χορό είναι άμεση. Ο χορός, που παραδοσιακά συνδέεται με τη χαρά και τη ζωή, γίνεται στοιχείο νεκρικής τελετουργίας.

 ΝΕΚΡΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

Χορεύει στο τέλμα

Χορός άνδρα σε πένθος

Η Αγάπη του Νεκρή

Άλας ποτίζουνε τα δάκρυα το έλος

Ξυπνούν οι βδέλλες Ταξιδεύουν μες στο δέρμα

Γλείφουν αργά το αφιονισμένο του μυαλό

Πια δεν χορεύει Ένα θόλο από γαζίες

Βλέπει πριν σβήσει Και

Κείνη Αλαβάστρινη

Να σέρνει το χορό

 Η Διονυσοπούλου, όπως ήδη αναφέραμε, συχνά αντλεί από τη μυθολογία και τη θρησκευτική παράδοση, ενσωματώνοντας και ανατρέποντας γνώριμα μοτίβα. Στο ποίημα «Αποχρωματισμός» διαβάζουμε μια νέα εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος.

ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΣ

Δείχνει ο όφις το μήλο στη γυναίκα

Το δαγκώνει εκείνη Και το προσφέρει

Ο άντρας το παίρνει και τρώει ό,τι μένει

Και οι τρεις τους εισπράττουν την τιμωρία

Την Προ/μελετημένη

Ο θεός θα μαυρίσει το σύμπαν

Από Πλήξη ΚΙΔΙΟΤΡΟΠΙΑ

Η σκηνή αυτή κατ’ επίφαση μόνο ακολουθεί τη βιβλική αφήγηση. Στο ποίημα, η γυναίκα δεν προσφέρει απλώς το μήλο, αλλά το έχει ήδη δαγκώσει, αφήνοντας στον άντρα μόνο τα υπολείμματα. Το ποίημα καταλήγει με τον Θεό να μαυρίζει το σύμπαν από πλήξη, αμφισβητώντας την πατριαρχική παράδοση και δίνοντας μια ειρωνική και ανατρεπτική διάσταση στη θεϊκή τιμωρία.

Παρόμοια, στο «Η Μπαλάντα του Κάιν», ο Κάιν παρουσιάζεται ως τραγική φιγούρα που δεν άντεξε το βάρος του προκαθορισμένου ρόλου. Ο Κάιν δεν είναι απλώς ζηλόφθονος, είναι και θύμα μιας προδιαγεγραμμένης μοίρας. Η μοίρα δεν παρουσιάζεται ως θεϊκή δικαιοσύνη, αλλά ως ένα άδικο παιχνίδι που παγιδεύει τους ανθρώπους.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΪΝ

Δεν τον χωρά τον Κάιν τούτη η γη

Αγάπη του πατέρα δεν ξέρει τι θα πει

Ο πονηρός ο Άβελ την έκανε δική του

Κι όμως απαρηγόρητα τον κλαίει τον αδερφό

ΜικρηΚαημένη πασχαλίτσα ΣελιωσαΔίχως να σκεφτώ

Τώρα η έρημος σκουραίνει Οι θίνες της είναι μαβιές

Κι εγώ διαβάζω στις πτυχές ΚάινΔειλεδειλεδειλέ

Με λάθος φόνο αγανακτείς και παραδέρνεις

Σε στράβωσε φριχτά η ειμαρμένη

Και στον γεννήτορά σου δεν έμπηξες μαχαίρι

Στο ποίημα «Λίκνο», η ερωτική ένωση υποδηλώνεται μέσ’ από τα κύματα ως  μια κίνηση τήξης, μείξης και συνεχούς επανάληψης.

ΛΙΚΝΟ

Ξαπλωμένη στα κύματα

Λαίμαργα ο άντρας τις ρόγες της ρουφά

ΤΗΞΗ

Ζωή και θάνατος σε μείξη

Το ποίημα «Η Γέννηση Ενός Έρωτα» προσεγγίζει τον έρωτα με μια κινηματογραφική σκηνή, όπου ένας μικρός επαναστάτης και μια Κοκκινοσκουφίτσα διασταυρώνονται για μια στιγμή, πριν βυθιστούν στη σφαγή. Ο έρωτας δεν είναι ποτέ απλός∙ συνυπάρχει με τη βία και τον χαμό.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ

Κλέβει ο Γαβριάς στην πόλη των στρατιωτών τα βόλια

Κι η Κοκκινοσκουφίτσα σε μια γωνιά προβάλλει

Το βλέμμα διασταυρώνουν ίσα για μια στιγμή

Πυκνή αδιαπέραστη σιωπή

Γύρω τους η σφαγή

Πέφτει νεκρός ο πιτσιρίκος Το κοριτσάκι πλησιάζει

Καιμετηνκά πατονκαλύπτει

Διωξετοφόβο λέει Ύφασμα είμαι Φάσμα

Η ποίηση της Σοφίας Διονυσοπούλου είναι βαθιά υπαρξιακή και συμβολική. Η ερωτική επιθυμία είναι διάχυτη,  συχνά όμως παρουσιασμένη με τρόπο που υπονοεί την ένταση, τη φθορά και τη διάψευση. Στην καρδιά της βρίσκεται η αίσθηση του εφήμερου, αλλά και της διαρκούς αναζήτησης. Στο «Συσχετισμός Δυνάμεων», η Αφρική περιγράφεται με απόκοσμο τρόπο.

ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Στην Αφρική ο ήλιος είναι μαύρος

Με νύχια γαμψά και με δόντια

Μόνο οι αδανσονίες τού αντιστέκονται

Μόνο οι αδανσονίες***

ΙΣΩΣ

Η Διονυσοπούλου χρησιμοποιεί μια γλώσσα που είναι ταυτόχρονα λιτή και σύνθετη, με λέξεις που διακόπτονται από κενά, παύλες ή αλλοιώσεις. Η χρήση των κεφαλαίων, των ασυνήθιστων αποσιωπήσεων και των λεκτικών μεταμορφώσεων,  όπως στο ποίημα «Με τον Τρόπο του Μικρού Πρίγκιπα», η λεκτική σύνθεση «αλφάβητΑπογλώσσες», είναι ένα στοιχείο που διατρέχει όλες σχεδόν την ποιητικές συλλογές της, αποκαλύπτοντας μια τολμηρή γλωσσική και εννοιολογική σπουδή και έναν αέναο πειραματισμό.

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ

Είσαι το ποίημά μου – λέει ο ποιητής

Ζωγράφισέ το – λέει η γυναίκα του

Πώς ζωγραφίζεις ένα ποίημα; – λέει ο ποιητής

Όπως και ένα πρόβατο – λέει η γυναίκα του

Με πράσινο μελάνι ο ποιητής

Παίρνει αλφάβητΑπογλώσσες ζωντανές

Γλώσσες νεκρές Γλώσσες φανταστικές

Και σημειώνει στης γυναίκας το κορμί

Το Πρώτο και το Ύστατό τους γράμμα

Πρόκειται για ποίηση που δεν αναλώνεται σε εύκολες απαντήσεις, αλλά αφήνει τον αναγνώστη να νιώσει τη ζέστη της φωτιάς πριν χαθεί στο σκοτάδι.

 

* Φωτογραφία εξωφύλλου
Σοφία Διονυσοπούλου, Φως σε ξύλο.
**Φράκταλ, 22/09/2021  https://www.fractalart.gr/sofia-dionysopoyloy-marina-mentzoy/
 
***Η Αδανσονία η δακτυλωτή (Adansonia digitata), είναι το πιο διαδεδομένο είδος από το γένος της Αδανσονίας (Adansonia) στην Αφρικανική ήπειρο. Το περίφημο Μπάομπαμπ είναι η κοινή ονομασία για κάθε ένα από τα εννέα είδη των δέντρων του γένους Αδανσονία. Η ονομασία του γένους τιμά τον Γάλλο φυσιοδίφη και εξερευνητή Μισέλ Αντανσόν.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.