Ανάμεσα στην επιθυμία και την αυτοσυγκράτηση
Η Τζένη Μανάκη, έμπειρη ανατόμος των ανθρωπίνων, μετά από μια πλειάδα ανάλογων μυθιστορημάτων, επανέρχεται με τον Μικρό αιώνα δημιουργώντας ένα σύνθετο αφήγημα. Με το ποίημα του Shelley «Lift Not The Painted Veil» στην προμετωπίδα, το οποίο και ενέπνευσε τον τίτλο του μυθιστορήματος «Το Βαμμένο Πέπλο» του Σόμερσετ Μομ, η συγγραφέας μας εισάγει ευθύς εξ αρχής σε μια φιλοσοφική διάσταση, όπου η έννοια του «βαμμένου πέπλου», δηλαδή της αυταπάτης που καλύπτει την αλήθεια, γίνεται κεντρικό μοτίβο, και όπου τα πρόσωπα, παρά την αυξημένη διορατικότητα και το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο, παραμένουν δέσμια των εμμονών και των παλιών τραυμάτων τους.
Στη σκιά του Covid-19
Ξεκινώντας από την περιγραφή της Κάτιας που βιώνει την απώλεια του Λούκα, ενός δυναμικού και σκοτεινού άντρα για τον οποίο η νέα γυναίκα νιώθει έναν παράφορο έρωτα, η Μανάκη αναδεικνύει την αγωνία της Αθηνάς, μητέρα της Κάτιας, και μέσω αυτής, το άγχος κάθε γονέα για τις επιλογές του παιδιού του, ιδιαίτερα όταν αυτό παγιδεύεται από αμφιλεγόμενες προσωπικότητες και καταστάσεις απρόβλεπτες. Το δυστοπικό στοιχείο που διαφαίνεται μέσα από την πανδημία του Covid-19, και η αινιγματική εξαφάνιση του Λούκα (επισήμως ο Λούκα είναι ένα από τα θύματα του ιού), θα γίνουν η αφορμή για μια πιο στενή προσέγγιση μάνας και κόρης, η οποία ωστόσο, κάτω από τη σκιά μιας παράδοξης τηλεφωνικής επαφής της Κάτιας με κάποιον που μιμείται τον Λούκα, δεν θα είναι ασυννέφιαστη.
«Η Κάτια πήγαινε στο γραφείο μηχανικά, χωρίς διάθεση ν’ ασχοληθεί σοβαρά με οτιδήποτε. Άφηνε τον Βίτο, τον γραμματέα, να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις των ομογενών και όσων είχαν πάρε-δώσε με το προξενείο, μέχρι που της τυπώθηκε η ιδέα της πιθανής εκμετάλλευσης της θέσης της από τον ίδιο της τον άντρα, για τις συναλλαγές του, και έκανε φύλλο και φτερό κάθε έγγραφο που σχετιζόταν με τη δουλειά του. Ανακουφίστηκε όταν διαπίστωσε ότι ήταν πέρα για πέρα παράλογη η σκέψη της και φαντάστηκε από πού προέρχονταν οι ρίζες… ωστόσο αποδυόταν συχνά σε μελαγχολικούς συλλογισμούς βιώνοντας ένα πένθος που κατά βάθος πίστευε ότι δεν της ανήκε. Βεβαιώθηκε μετά από εκείνο το αναπάντεχο τηλεφώνημα από το Κίεβο και έσπευσε με την ψυχή στο στόμα να ενημερώσει τη μητέρα της. “Μαμά, δεν έχει πεθάνει. Μαμά ζει, δεν μπορούσε να είναι αλήθεια… μαμά, με πιστεύεις;”»
Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που εμπεριέχει στοιχεία από τη ρομαντική παράδοση αλλά και την ψυχολογική ανάλυση, ένα αφήγημα που δεν αρκείται στην προσωπική περιπέτεια και την ερωτική δίνη των ηρώων και των ηρωίδων του αλλά, την ίδια στιγμή, αναδεικνύει μέσ’ από αυτά τόσο το ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο όσο και το βαθύτερο ψυχολογικό τους υπόβαθρο. Μια συναισθηματική κατάσταση η οποία, είτε πρόκειται για τον έρωτα, είτε για την οικογενειακή ευτυχία, είτε για την ασφάλεια που νομίζουμε ότι μας προσφέρει η ζωή, σε μεγάλο βαθμό και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φαίνεται να τα καθορίζει.
Οι σχέσεις μάνας και κόρης. Η ψυχολογική διάσταση της αφήγησης
Στον Μικρό αιώνα, η κόρη της Αθηνάς, παρά το ανεξάρτητο πνεύμα της, δυσκολεύεται να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα, βιώνει την αμφιβολία και παραδίδεται στην απελπισία. Η αφήγηση αποτυπώνει τις μεταπτώσεις της από τον απόλυτο έρωτα στην αμφισβήτηση, ενώ η μητέρα της προσπαθεί να της συμπαρασταθεί και να παραμείνει νηφάλια και προστατευτική. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία στη σχέση των δύο γυναικών σαν μια διαδικασία ωρίμανσης που περνά μέσα από την απώλεια, με τις καθηλωτικές περιγραφές των τόπων, τους κυκλωτικούς συνειρμούς, τους κοφτούς διάλογους και τους αφοπλιστικούς μονολόγους να εμπλουτίζουν την εξιστόρηση, προσδίδοντας αληθοφάνεια και μια, κατά το πλείστον, γυναικεία ματιά.
Στην αγωνία της Αθηνάς, διαφαίνεται η δύναμη της γονεϊκής αγάπης, αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στις προσωπικές απόψεις και τις προσδοκίες της: «Τα νέα δεδομένα απειλούσαν να αποδομήσουν τη σκέψη της. Τα σύγχρονα τραύματα έβγαζαν στην επιφάνεια τα παλιότερα, τα ανομολόγητα και καταπιεσμένα στο υποσυνείδητό της. Ένιωσε την ανάγκη μιας εξομολόγησης, μόνο που δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της αυτή την αδυναμία. Η πιθανότητα να κοινολογηθούν οι ενδόμυχες σκέψεις της, να γίνουν αντικείμενο συζήτησης οι πληγές της, ήταν έξω από τον χαρακτήρα της».
Ο τρόπος που σκέφτεται η Αθηνά, βασική ηρωίδα στο μυθιστόρημα της Μανάκη, φανερώνει έναν άνθρωπο που μπορεί και συνομιλεί με τα βιώματά του, δεν καταγράφει απλώς γεγονότα, αλλά προσπαθεί να τα ερμηνεύσει συσχετίζοντάς τα και με τη διαδρομή του. Η μητέρα της Κάτιας παρουσιάζει έναν χαρακτήρα με εσωτερική δύναμη, που παλεύει με το βαρύ οικογενειακό παρελθόν, χωρίς να βυθίζεται στην αυτολύπηση. Η κριτική της σκέψη είναι οξυδερκής, με επίγνωση των κοινωνικών συνθηκών και μια δυνατή συναισθηματική νοημοσύνη. Ο λόγος της χαρακτηρίζεται από εσωτερική καλλιέργεια και επίμονη ενδοσκόπηση, στοιχεία που έχουν να κάνουν και με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανάγκη για δικαίωση και επιβεβαίωση είναι έκδηλη, με το τραύμα που της είχε δημιουργήσει η ελλειμματική σχέση με τον πατέρα της («διεκπεραιωτές κουβέντες με τον πατέρα», «δεν με αγκάλιαζε ποτέ») να προσπαθεί μάταια να επουλωθεί με την εμμονική αναζήτηση αποδείξεων αγάπης. .
Η Αθηνά αναγνωρίζει τη σημασία τού να μοιράζεται κανείς τους φόβους και τις αμφιβολίες του, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί ότι η αποκάλυψη των πηγών τους αποτελεί αδυναμία. Αυτή η αντίφαση, αυτή η αντιθετική κατάσταση ανάμεσα στην επιθυμία και την αυτοσυγκράτηση, την έλξη και την απόσταση, την αλήθεια και το ψέμα, την πίστη και την προδοσία, επανέρχεται διαρκώς, δομεί τον χαρακτήρα της και αντανακλάται τόσο στην ομιλία όσο και στη γραφή της. Μια γραφή που ενώ εμφανίζεται συγκρατημένη δεν παύει να είναι δραματική, ενώ η συχνή χρήση υποθετικών εκφράσεων (ίσως, δεν ξέρω, μάλλον) επιβεβαιώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης και την αβεβαιότητα που την περιβάλλει. Είναι μια γραφή διάστικτη από συμβολισμούς ─ το μαχαίρι της μητέρας της, για παράδειγμα, στο όνειρο που διαρκώς επανέρχεται και το οποίο στην πραγματική ζωή της μετατρέπεται στο νυστέρι της χειρουργού, αποτελεί έναν καίριο συμβολισμό και συνδέει άμεσα το τραύμα με τη θεραπεία.
Αφηγηματικό ύφος και λογοτεχνικές επιρροές
Σε επίπεδο ύφους, ο Μικρός αιώνας ισορροπεί ανάμεσα στη ρεαλιστική αφήγηση τη λυρική, κλασσικότροπη περιγραφή και την ενδοσκόπηση. Οι προτάσεις είναι συχνά σύντομες, με ρυθμική ροή, γεγονός που δημιουργεί μια οικεία αίσθηση εσωτερικού μονολόγου, ενώ παράλληλα, η ψυχαναλυτική προσέγγιση, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές των χαρακτήρων, προσδίδει μια εικόνα πιο ουσιαστική και πολυδιάστατη. Ο λόγος είναι αποστασιοποιημένος αλλά και με αιτιολογημένες συναισθηματικές και υφολογικές εκρήξεις και διακυμάνσεις, ενώ οι εγκιβωτισμοί, τα καλά ενσωματωμένα στον κορμό της αφήγησης αποφθέγματα και οι μεταφορές κυριαρχούν. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι περιγραφές των παρένθετων προσώπων καθώς και οι αναλύσεις των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους, με ιδιαίτερη προσοχή και εστίαση σε εκείνα που τις καθορίζουν και τις σηματοδοτούν.
Με την αβίαστη αφηγηματική ροή και την επιτυχή ανάπτυξη των χαρακτήρων, η Μανάκη καταφέρνει και εδώ να αναπτύξει έναν ενδιαφέροντα στοχασμό και αναστοχασμό για τις ανθρώπινες αυταπάτες, τις επιλογές και τις συνέπειές τους. Το έργο της συνομιλεί με την παράδοση της λογοτεχνίας στον τρόπο που διαπραγματεύεται τα ανθρώπινα πάθη, φέρνοντας στο νου έργα όπως εκείνα της Έμιλι Μπροντέ. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου ο έρωτας και η απώλεια βρίσκονται στο επίκεντρο∙ μια εξιστόρηση όπου οι απροσδόκητες αντιδράσεις των ανθρώπων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το άγχος τους, αποκαλύπτουν στοιχεία εξουσίας, εξάρτησης ή ανταγωνισμού∙ στοιχεία τα οποία μπορούν να ερμηνευτούν μέσα από ψυχαναλυτικές θεωρίες, όπως η θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, θέτοντας επί τάπητος, διερευνώντας και επανεξετάζοντας μέσα από το πρίσμα ενός «μικρού αιώνα», ζητήματα πανανθρώπινα και διαχρονικά, όπως η δύναμη της ψευδαίσθησης, η αναζήτηση της αλήθειας και η αμφιθυμία.