«Θηρίο ή Θεός»;
Τα υπαρξιακά ερωτήματα και η αδιάκοπη προσπάθεια να καταλήξουν στην κατακλείδα, που θα δικαιώσει την ισόβια συνήθως αναζήτηση, διατρέχουν το σύνολο του έργου των ποιητών. Ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα, με κατεύθυνση προς το φως που μόλις ελάχιστοι μπορούν να αντικρύσουν χωρίς να τυφλωθούν. Και ποιά άραγε είναι αυτά τα ερωτήματα και γιατί είναι τόσο σημαντικά για τον δημιουργό; Γιατί τα αναζητά σε βάρος της ξεγνοιασιάς, του ύπνου και της διασκέδασής του και ποιά είναι αυτή η αναγκαιότητα που τον υποδουλώνει στον αργαλειό της μυθοπλασίας; Μήπως μέσα από αυτή την περιπλάνηση αναζητάει την ουσία και το γιατί της ανθρώπινης συνθήκης; Και τότε γιατί δεν γίνονται όλοι ποιητές; Μήπως ελάχιστοι αναγνωρίζουν κάποια αμυχή βαθειά κρυμμένη στο ανθρώπινο γονιδίωμα και αναλαμβάνουν την αποστολή της διερεύνησής της; Οτιδήποτε είναι το ζητούμενο, ευτυχής ο θνητός που θα το φέρει στο φως. Οι κύριοι άξονες- ερωτήματα του έργου της Διώνης Δημητριάδου παίρνουν τη μορφή του λύκου που τριγυρνά σε μια πόλη μέσα στη νύχτα. Μόνος μακριά από τον κόσμο και πάντα υπό συνθήκη μέσα σ’ αυτόν. Ένας σύγχρονος Χόλυ Χάλερ που εμφανίζεται από το πουθενά, συνάπτει τις σχέσεις που μπορεί να αντέξει και περνάει στο παράλληλο σύμπαν του μαγικού θεάτρου αφήνοντας πίσω του τις αποδείξεις μιας πλούσιας διανοητικής προσπάθειας. Μετά την απώλεια της συντρόφου του, που ουσιαστικά τον έκανε τόσο ευάλωτο απέναντι στη γοητεία της αναδυόμενης από τα καλογυαλισμένα ξύλινα σκαλοπάτια και τα λαμπερά φύλλα της αροκάριας αστικής καθαριότητας, παρατηρητής και παρατηρούμενος ο Ευγένιος αποδέχεται τη μοναξιά, την πραγματική του κλίση. Μετά από πολυνύκτιες πρωτοπρόσωπες παρατηρήσεις και προσπάθειες επικοινωνίας με την καύτρα του τσιγάρου του απέναντι μπαλκονιού- αυτή είναι η εγγύτητα και η οικειότητα που μπορεί να αντέξει ο Ευγένιος- μετά από ατελείωτες περιπλανήσεις στις αρχές και τα συμπεράσματα ενός μοναχικού ανθρώπου, αναζητά την συντροφιά του μοναδικού του φίλου. Η αντιστρόφως ανάλογη με την κοινωνικότητα δημιουργικότητά του τον ωθεί στα δοκίμια και την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Όταν ο Ευγένιος είναι εδώ δρα σαν αγρίμι. Όταν είναι εκεί ψάχνει άνθρωπο για να κοινωνήσει τα πνευματικά του άλματα. Η άνεσή του όμως είναι στο εδώ. Εδώ είναι ευτυχισμένος κι εδώ μπορεί να δημιουργήσει μόνος και να φτάσει μέχρι εκεί που μπορεί. Η πρόταση λοιπόν του “Θηρίο ή θεός” και κατ επέκταση της Διώνης Δημητριάδου είναι ο δρόμος ο μοναχικός, η κατάδυση στον εσωτερικό μας κόσμο και η δημιουργία, χωρίς όμως να αποκλείεται η υπό συνθήκη αναζήτηση του άλλου. Ζεστό πραγματικό και ειλικρινές μέχρι την τελευταία του σελίδα, λογοτεχνικά άρτιο -δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό- άσκηση ύφους και συνέχεια της ποιητικής της συλλογής “Παλίμψηστη του λύκου μου μορφή”. Συμπέρασμα: ούτε θεός ούτε θηρίο, αλλά άνω θρώσκων, που μετά από πολλές μεταμορφώσεις, φεύγει από τον κόσμο τούτο, είμαι σίγουρη, χωρίς αναπάντητα ερωτήματα. Τα ερωτήματα μένουν πίσω για τους υπόλοιπους, για όσους θα τον αναζητήσουν σαν ένα κομμένο δάχτυλο ή ένα τραύμα που αντιστέκεται στη επούλωση.