Στο μυθιστόρημα του Δημήτρη οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, οι περιγραφές και οι αναδρομές με τη δύναμη της συνέχειας ή της στιγμιαίας ασυνέχειας (ως αμυντική στάση) προσδίδουν μια μελέτη ψυχισμού που παλεύει με την τρομοκρατία της οδύνης.
Τα πρόσωπα στη Σίφνο προβάλλουν με την αυθεντική τους ιδιαιτερότητα. Η κρυπτότητα της ζωής τους γίνεται νήμα στα χέρια του Στέργιου που ανιχνεύει μέσα τους τον δικό του κρυπτικό αναβρασμό. Η Στεργιανή, ο Αγγελές, η Άννα και το Σπυ, το αγόρι που χάθηκε σε μικρή ηλικία – αυτή η τελευταία αναφορά επιμένει στο μυαλό του Στέργιου λες και παράγει ιδιοσυχνότητες μιας οικείας «παραφασικής» μαρτυρίας- αλλά και άλλα πρόσωπα σε πολύπλευρες εκφάνσεις ζωής άλλοτε ηχηρές και άλλοτε άηχες προβάλλουν με τη σημαντότητά τους ή «με το βλέμμα μιας φρικτής υποψίας, πλαστής αθανασίας…»
Ο Στέργιος, αγροτικός γιατρός στη Σίφνο, περπατά στα δρομάκια με τις βουκαμβίλιες, με τα λευκά πεζούλια, απ’ το Πετάλι μέχρι το Κάστρο, τους επταμάρτυρες, τη Φυκιάδα, τον Αη Γιώργη, τα Φυρόγια, τον προφήτη Ηλία.
Η μορφή του Πατριαρχέα, του Λεωνί, του Μπαϊράμη, της Μυρτούς έρχονται να επικαλύψουν θολές, άγριες σκηνές κακοποίησης από τον ίδιο του τον πατέρα.
Και η μητέρα: -Ελα να παίξουμε.
Αυτή η φράση ενισχύει όλο και περισσότερο την πολύπαθη αποσιώπηση, αυτή η κουβαρίστρα που στα χέρια του Στέργιου, μικρός σαν ήταν, παιδί και έφηβος, ήταν από βλέννα και αίμα, ήταν η παλινδρόμηση μιας άτυχης διαχείρισης. Γιατί, μπορεί ο μικρός Ερνστ στη θεωρία του Freud να διαχειριζόταν τον πόνο της απουσίας της μητέρας του με το να πετά την κουβαρίστρα και να την μαζεύει ξανά, ο Στέργιος όμως πετά την κουβαρίστρα κι έρχεται πίσω με αγκάθια και κοφτερές αμυχές.
Αλήθεια, «πώς μπορεί ένας άνθρωπος να τραυματίζει τις νύχτες τον εαυτό του;…»
Και η μητέρα επιμένει: – Έλα να παίξουμε.
Κι εκείνος σε λιπόθυμη κατάσταση μπαίνει στην υπηρεσία της νευρωτικής απώθησης. Πόσα να απωθήσει; Ακόμα και τον χαμό τού πολύ καλού του φίλου Νώντα από το ίδιο αδηφάγο πρόσωπο -σώμα που λέγεται πατέρας;
Οι ενισχυμένες απογοητεύσεις από την πατρική φιγούρα θυμίζουν την νευρωτική απαξιωτική μητέρα του παιδιού στα «Ρέστα του Ταχτσή». Κι εκεί ο ψυχικός ευνουχισμός ήταν σχεδόν καθημερινός και συνεχής.
Κι εδώ, οι περιοδικές εκφορτίσεις πόνου και κραδασμών προσπαθούν με μικρές επαναλαμβανόμενες δόσεις να αποτρέψουν την ολοκληρωτική ψυχική τελμάτωση. Είναι το νησί, οι αφηγήσες των προγόνων του, η μήτρα της μητέρας του, χωρική και χρονική που συμβάλλει στην αποδυνάμωση της τραυματικής νεύρωσης;
– Έλα να παίξουμε.
Ίσως η ανθρώπινη ζωή, όπως λέει ο Νίτσε, καταλήγει σε μια θανάσιμη υπερδραστηριότητα όταν στερηθεί κάθε γαλήνιο στοιχείο. Άραγε ο Στέργιος σε ποια μεριά της γαλήνης τού απομένει να κινηθεί;
Ίσως η πορεία ανεύρεσης του θανάτου του μικρού Σπυ να είναι η λύτρωσή του. Μοιάζει με αστυνομική σεκάνς που δραστηριοποιήθηκε μέσα του προκειμένου να αντικρύσει ακόμα και τα κόκαλά του.
Τού ίδιου ή του Σπυ.
« Έλα να παίξουμε… Έβγαλαν προσεκτικά ένα ένα τα λείψανα. Το κρανίο, τη σπονδυλωτή στήλη, τα ισχία, τα πόδια..»
Κάτι σαν μια άλλη γέννηση. Όπως προβάλλει σώμα από σώμα μητέρας.
[1] Το παιχνίδι με την κουβαρίστρα, το οποίο έχει μείνει στην ιστορία της ψυχανάλυσης ως Fort–Da, ερμηνεύτηκε ως η προσπάθεια του παιδιού να ανταπεξέλθει στην απουσία της μητέρας του και κατ’ επέκταση σε κάθε τραυματική εισχώρηση.
[1] O Ferenci αναφερόμενος στο νόμο του Χέκελ διαπιστώνει ότι η οντογένεση αναπαράγει τη φυλογένεση και τη συμπληρώνει με την περιγένεση. (ύπαρξη των υμένων που προστατεύουν το έμβρυο). ( Ferenci: Θάλασσα σελ. 18)