«Ο τρόπος που έχουνε τα πράγματα να σπάνε». Τι τρόπο έχουνε τα πράγματα να σπάνε; Πώς σπάνε δηλαδή; Ο τίτλος της Ελένης Σαμπάνη είναι σαν ερώτημα, σαν να ανοίγει, από το εξώφυλλο κιόλας, έναν διάλογο με τον αναγνώστη, σαν να τον κάνει να αναρωτιέται, σαν να τον βάζει αμέσως μέσα στο ποιητικό της σύμπαν.
Ολόκληρη η συλλογή βασικά είναι σαν ένας μεγάλος διάλογος. Η ποίηση της Σαμπάνη δεν είναι εσωστρεφής, με την έννοια ότι η ποιήτρια δεν μιλά στον εαυτό της, αλλά απευθύνεται συνεχώς σε κάποιον. Τα περισσότερα ποιήματα είναι γραμμένα σε β’ ενικό πρόσωπο και εμείς οι αναγνώστες είναι σαν να παρακολουθούμε κομμάτια από τη ζωή της, από τις σχέσεις της, τους έρωτες που τελείωσαν, τους ανθρώπους που αγαπά, είναι σαν να τη βλέπουμε να συνομιλεί με τα πρόσωπα της ζωής της και να περιγράφει το αποτύπωμα που άφησαν πάνω της.
«Ο τρόπος που έχουνε τα πράγματα να σπάνε» λοιπόν, και η Ελένη Σαμπάνη όντως μιλά για σπασμένα πράγματα, για σπασμένες στιγμές, για θραύσματα που έμειναν μετά από σχέσεις, για κομμάτια του εαυτού μας που παλεύουν να ξανακολλήσουν μεταξύ τους, για ραγίσματα που μας στιγμάτισαν, για καρδιές που πληγώθηκαν, για ζωές που συνεχίζουν λειψές μετά το τέλος των πραγμάτων.
Αυτός θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και ο εναλλακτικός τίτλος της συλλογής, «Μετά το τέλος», γιατί η Ελένη Σαμπάνη μάς παρουσιάζει τον κόσμο της αμέσως μετά το τέλος κάποιου πράγματος: ένας έρωτας που τελείωσε, ένας άνθρωπος που έφυγε, μια κατάσταση που ολοκληρώθηκε ή έμεινε μετέωρη.
Γύρω από αυτήν την απουσία προσώπων και πραγμάτων, η Ελένη Σαμπάνη φαίνεται να χτίζει όλο τον ποιητικό οικοδόμημα του βιβλίου της – όπως λέει και σε έναν στίχο: «η απουσία είναι η δυνατότερη ποίηση».
Της αρέσει να παίζει με τις έννοιες της μνήμης, της λήθης και της ανάμνησης, με τις έννοιες του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος και πιο συγκεκριμένα με αυτά που μας αφήνει το παρελθόν ώστε να μπορούμε να δημιουργήσουμε το μέλλον μας. «Ό,τι μου άφησε ο χρόνος το κρατώ / για να κοιμίζω τις τρικυμίες μου» γράφει.
Η έννοια της λήθης επανέρχεται συχνά, αλλά η ίδια η ποιήτρια δεν ξεχνάει τίποτα. Και όχι μόνο δεν ξεχνά, αλλά έχει και την ικανότητα να μετουσιώνει ό,τι έζησε σε ποίηση: «όταν πια δεν θα πονάς δεν θα έχεις τι να γράψεις» είναι ο τίτλος από ένα της ποίημα, το οποίο ολοκληρώνεται με τον στίχο «ο θάνατός σου η ποίηση μου». Η Ελένη Σαμπάνη φαίνεται να γράφει την ποίησή της με το σώμα της, με το αίμα της, με την ίδια της τη ζωή στην ολότητά της, με όλες της τις εμπειρίες και με όλες της τις αισθήσεις και κάθε ποίημα σού δίνει την αίσθηση ότι έχει κι ένα κομμάτι από την ψυχή της.
Παρόλο που η έννοια του τέλους υπάρχει πολύ έντονα σε όλο το βιβλίο, η ποίηση της Σαμπάνη δεν είναι απαραίτητα απαισιόδοξη – ίσα ίσα, και η ποιήτρια αλλά και τα πρόσωπα που συναντούμε στους στίχους της είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή να ξαναξεκινήσουν, να αρχίσουν από την αρχή, ασχέτως αν το τραύμα υπάρχει ακόμα μέσα τους.
«Αλλάζαμε κρεβάτια μέχρι να βρούμε το σπίτι μας και
τελικά το φτιάξαμε μέσα μας
Κρατήσαμε σφιχτά ό,τι μας φόβισε
και μοιραστήκαμε όλα εκείνα
που μαθαίνει κανείς όταν αρχίζει ξανά
σαν να μη μας είχαν πληγώσει ποτέ»
Η Ελένη Σαμπάνη μοιάζει να αγαπά τον πόνο της ή μάλλον φαίνεται να γνωρίζει ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον πόνο, ότι έχει κι αυτός κάποια χρησιμότητα στη ζωή μας:
«Στο πέρας της ζωής μου
τοποθετώ τα πράγματα έτσι ώστε να με πληγώνουν
Ξέρω τουλάχιστον ότι αύριο θα ξυπνήσω και
θα έχω κάτι να ακουμπήσω την απελπισία μου»
Και παρόλο που πονάει, που οι άνθρωποι, οι καταστάσεις και οι έρωτες την έχουν πληγώσει, αυτή συνεχίζει να επιμένει να αγαπά. Αυτή η επιμονή στην αγάπη εκφράζεται ως ένα είδος γενναιότητας – όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και στη ζωή.
«Λένε να κάνεις κάθε μέρα κάτι που σε τρομάζει
Κι εγώ επέλεγα να σ’ αγαπώ ξανά και ξανά
Ξέρεις τι φόβο έχει αυτό;»
Οι στίχοι της Ελένης Σαμπάνη είναι γεμάτοι από ανθρώπους που έρχονται, που φεύγουν, που ερωτεύονται, που χωρίζουν, που πληγώνονται, που πονάνε, που απογοητεύονται, που ξαναρχίζουν από την αρχή, που συντρίβονται, που δεν ξεχνάνε, που δεν μπορούν να συνεννοηθούν, που βρίσκονται διαρκώς και χώρια και μαζί ή που θέλουν να είναι μαζί αλλά δεν μπορούν.
Έχει ενδιαφέρον ότι μέσα σε αυτήν την ατελείωτη παρέλαση προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρές σχέσεις αγάπης, οι άνθρωποι είναι καταβάθος μόνοι. Ενώ το ποιητικό σύμπαν της Ελένης Σαμπάνη είναι γεμάτο κόσμο, στην τελική τους βλέπουμε όλους ως μονάδες.
«Φεύγουν με πολλούς τρόπους οι άνθρωποι
κάποιοι αθόρυβα
κάποιοι βιαστικά
κάποιοι γραπώνονται από κάπου
κάπου αλλού να τραβηχτούν ξανά
Γιατί οι άνθρωποι εγκαταλείπουν όπως αγαπούν
Ήσυχα
Ξαφνικά
Αργοπορημένα
Μαζί ή χώρια μένουνε μονάχοι»
Ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης της Σαμπάνη είναι οι τίτλοι. Σε αντίθεση με τον τίτλο του βιβλίου που μοιάζει με ερώτηση, οι τίτλοι των ποιημάτων είναι σαν να δίνουν μια απάντηση. Τι απάντηση; Σε ερωτήσεις που δεν έθεσε κανείς.
Οι τίτλοι λοιπόν της συλλογής έχουν το χαρακτηριστικό ότι είναι ασυνήθιστα μεγάλοι και έχουν έναν ενδιαφέροντα τρόπο να συνδέονται με το αντίστοιχο ποίημα, ιντριγκάρουν τον αναγνώστη να βρει αυτήν τη σύνδεση. Πολλοί από αυτούς είναι σαν αποφθέγματα, σαν να διαβάζεις ολοκληρωμένες τις σκέψεις της ποιήτριας, τις θέσεις της για τη ζωή: «Ο φόβος σε κάνει να υποκρίνεσαι», «Οι έρωτες δεν αποτυγχάνουν, αποτυγχάνουν μονάχα οι ιδέες», «Η παρηγοριά έχει πάντα μια γεύση επιστροφής», «Η συμμετρία είναι όμορφη αλλά η ασυμμετρία είναι ο λόγος που υπάρχει το σύμπαν».
Η Ελένη Σαμπάνη κάνει πολύ ωραία παιχνίδια και με τη φόρμα των ποιημάτων της. Της αρέσει καμιά φορά να σπάει μερικούς στίχους και να τους απομονώνει από το υπόλοιπο ποίημα για να δώσει έμφαση ή για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Της αρέσει να διακόπτει τη σειρά των ποιημάτων με τρίστιχα και τετράστιχα χωρίς τίτλο, τα οποία εμπεριέχουν όλη την ουσία της ποιητικής της φιλοσοφίας και συμπληρώνουν το νόημα ολόκληρου του βιβλίου. Άλλοτε της αρέσει να επαναλαμβάνει την ίδια λέξη ή την ίδια πρόταση. Έχουν ενδιαφέρον αυτές οι επιλογές, γιατί σε συνδυασμό με το περιεχόμενο μάς αποκαλύπτουν το σκεπτικό της ποιήτριας, μας παρουσιάζουν καλύτερα την ποιητική της ιδέα, μας βοηθούν ως αναγνώστες να συλλάβουμε καλύτερα το νόημα αυτών που διαβάζουμε και όλο αυτό φυσικά δημιουργεί μια αλληλεπίδραση, μια επικοινωνία ανάμεσα στην ποιήτρια και το κοινό που τη διαβάζει.
Το βιβλίο έχει έναν ωραίο ρυθμό, κυλάμε από το ένα ποίημα στο άλλο, πού και πού βάζουμε μια άνω τελεία, γιατί η συλλογή είναι χωρισμένη σε ενότητες. Τα νοήματα στην ποίηση της Ελένης Σαμπάνη είναι καθαρά, οι εικόνες είναι ζωντανές, ο λόγος της είναι άμεσος, χωρίς περιστροφές, χωρίς δυσνόητες λέξεις, χωρίς απόπειρες εντυπωσιασμού. Τα περισσότερα ποιήματά της μοιάζουν με μικρές θεατρικές πράξεις.
«Ήρθες
σαφώς ακάλεστος
Κι αν ήθελες να μείνεις
κι αν ζούσες ανάμεσα στα δάχτυλά μου
θα σε κρατούσα στη λακκούβα της παλάμης μου
που συναντιούνται όλοι οι δρόμοι της ζωής
με κίνδυνο να πνιγείς σε μια κακοκαιρία της ψυχής μου»
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που η Σαμπάνη επιλέγει να κλείσει τη συλλογή της: με ένα δίστιχο που απευθύνει μια ερώτηση στους αναγνώστες. «Εσείς γιατί είστε εδώ; / Για τις αναμνήσεις;». Γιατί είμαστε άραγε εδώ; Αυτό που μένει τελικά είναι οι αναμνήσεις; Αυτή είναι η άποψη της ποιήτριας ή απλώς μας κλείνει το μάτι και μας αφήνει με έναν προβληματισμό; Τα πράγματα τελικά σπάνε και το μόνο που απομένει είναι οι αναμνήσεις;
Η ποίηση της Σαμπάνη είναι γεμάτη από δυνατούς στίχους, από θεατρικές εικόνες, από μεστά νοήματα και δίνει πολλή τροφή για σκέψη, όπως ακριβώς οφείλει να κάνει η καλή ποίηση. Το τέλος της ανάγνωσης σε βρίσκει πιο πλούσιο συναισθηματικά, πιο προβληματισμένο και με έναν μαγικό τρόπο -πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα στην ποίηση- βρίσκεσαι σε μια αόρατη επαφή με την ίδια την ποιήτρια, σαν να ανταλλάξατε εν αγνοία σας απόψεις.
Η Ελένη Σαμπάνη είναι στο δεύτερο μόλις βιβλίο της, σαφώς ωριμότερη σε σχέση με το πρώτο, πράγμα που μας κάνει να περιμένουμε την επόμενη ποιητική της δουλειά.