Ο «Γυάλινος Κήπος» δεν είναι μια ευχάριστη ιστορία, είναι όμως μια ειλικρινής ιστορία, μια ρεαλιστική ιστορία, μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Πρόκειται για μια εξομολόγηση, για μια καταγραφή, για μια αναδρομή στο παρελθόν και στις αναμνήσεις της ηρωίδας, για τη σκληρή παιδική ηλικία και τη δύσκολη ζωή που έζησε.
Η Λαστότσικα, η ηρωίδα μας, μεγαλώνει σε ένα οικοτροφείο, όταν την υιοθετεί η Ταμάρα Πάβλοβνα. Στην αρχή είναι πολύ χαρούμενη που θα έχει μια μητέρα για πρώτη φορά στη ζωή της, όμως σύντομα διαπιστώνει ότι η ζωή με την Ταμάρα θα είναι πολύ δύσκολη. Δουλειά της νέας της μητέρας είναι να μαζεύει μπουκάλια και να τα μεταπουλά και την ίδια δουλειά θα αναλάβει και η μικρή Λαστότσικα. Η ηρωίδα θα πρέπει να συνηθίσει τη νέα της ζωή, να μάθει τη ρώσικη γλώσσα, να ανεχτεί την αυστηρότητα της Ταμάρα και να βρει την ταυτότητά της σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν. Ο «Γυάλινος Κήπος» είναι μια ιστορία για τη χαμένη παιδική ηλικία, για την ενηλικίωση και για τα τραύματα που ζουν μέσα μας και μας καθορίζουν ως ενήλικες.
Από τις κακές εμπειρίες του οικοτροφείου, από τις οποίες οι περισσότερες υπονοούνται και ελάχιστες περιγράφονται ξεκάθαρα, η Λαστότσικα βιώνει τις κακές στιγμές της νέας της ζωής. Η σκληρή και ντροπιαστική δουλειά της περισυλλογής και του πλυσίματος των μπουκαλιών, τα χτυπήματα που δέχεται από την Ταμάρα όταν κάνει λάθη στην εκμάθηση της ρώσικης γλώσσας και σε άλλες περιστάσεις, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο μολδαβικό σχολείο που πηγαίνει, η αδυναμία της να βρει κοινά σημεία με τα άλλα παιδιά ώστε να δημιουργήσει φιλίες, κάποιες πολύ κακές εμπειρίες με το άλλο φύλο.
Όλα αυτά περιγράφονται από την ενήλικη πια Λαστότσικα, τα τραύματα της οποίας δεν φαίνεται να έχουν κλείσει και ενώ η ζωή της εξελίχτηκε φαινομενικά καλά -έχει γίνει γιατρός, είναι μητέρα- δεν είναι ευτυχισμένη και δεν έχει ξεπεράσει το παρελθόν. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι δεν έχουμε ένα happy ending στο βιβλίο, δεν είναι μια ιστορία για κάποιο βασανισμένο κορίτσι που τελικά αποζημιώθηκε όταν μεγάλωσε, αλλά η συγγραφέας κάνει μια τολμηρή επιλογή και διαλέγει τον δρόμο του ρεαλισμού: τα τραύματα έχουν συνέχεια, η μνήμη δεν διαγράφεται, η ζωή είναι πάντα δύσκολη και δεν μας χρωστά τίποτα.
Στον «Γυάλινο Κήπο» έχουμε μια αντιηρωίδα, κατά κάποιον τρόπο, η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει τη Λαστότσικα ωραιοποιημένη. Μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, η ηρωίδα μας παραδέχεται ότι κλέβει λεφτά από την Ταμάρα Πάβλοβνα, ότι νιώθει κενή, ότι έχει μεγάλο μίσος μέσα της, ότι την ενδιαφέρουν μόνο τα χρήματα. Υπάρχει μια ειλικρίνεια στο βιβλίο, την οποία την αισθάνεται και ο αναγνώστης.
Μπορεί ο «Γυάλινος Κήπος» να εστιάζει στη Λαστότσικα και στη σχέση της με την Ταμάρα Πάβλοβνα, αλλά το βιβλίο μοιάζει με ένα πολύχρωμο μωσαϊκό: πολλά πρόσωπα περιβάλλουν την κεντρική ηρωίδα, πρόσωπα από τη γειτονιά της, από την αυλή της, πρόσωπα από το οικοτροφείο, πρόσωπα από το σχολείο. Κάθε ένα από αυτά αλληλεπιδρά αλλιώς με την ηρωίδα μας και έχει τη δική του ιστορία, ζει στον δικό του μικρόκοσμο, αντιλαμβάνεται αλλιώς τον κόσμο. Τα παρακολουθούμε κι αυτά τα πρόσωπα και η συγγραφέας δεν μας αφήνει με απορίες, μας παρουσιάζει τι απέγιναν στο πέρασμα του χρόνου.
Ο «Γυάλινος Κήπος» είναι η ιστορία ενός προσώπου, η οποία όμως αντανακλά πολύ επιδέξια την ιστορία μιας χώρας. Βρισκόμαστε στην εποχή του Γκορμπατσόφ, της περεστρόικα, της αρχής του τέλους για τη Σοβιετική Ένωση. Ξέρουμε όλοι τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αλλά αυτό που δεν μπορούμε να ξέρουμε ή να νιώσουμε είναι το κλίμα της εποχής, το πώς γεννήθηκαν οι εθνικές ζυμώσεις, το πώς βίωσαν οι άνθρωποι τις μεγάλες αλλαγές σε κάθε τόπο. Η Τατιάνα Τσιμπουλεάκ ενσωματώνει τις αλλαγές αυτές με πολύ πετυχημένο τρόπο μέσα στη ζωή της Λαστότσικα και μας μεταφέρει αυτούσιο τον παλμό, όχι τόσο των γεγονότων όσο του συναισθήματος.
Εκτός από τις πρακτικές αλλαγές που έφερε η περεστρόικα, βλέπουμε τις αλλαγές στον τρόπο σκέψης και στις συμπεριφορές των ηρώων. Στην αυλή όπου μένει η Λαστότσικα ζουν άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων και ο καθένας επηρεάζεται αλλιώς. Ακόμα και οι σχέσεις μεταξύ των γειτόνων διαφοροποιούνται. Οι εκπαιδευτικές αλλαγές στο σχολείο της Λαστότσικα είναι επίσης μεγάλες. Η ρώσικη γλώσσα, που ήταν η επικρατέστερη, αρχίζει να υποβαθμίζεται. Οι Ρώσοι είναι ξαφνικά ανεπιθύμητοι.
Η ηρωίδα και η χώρα πορεύονται παράλληλα, πορεύονται προς μια αλλαγή, μια ενηλικίωση, μια αναζήτηση ταυτότητας. Συλλογικό και ατομικό βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με τρόπο αδιαίρετο, όπως συμβαίνει πάντα στις περιόδους των σημαντικών αλλαγών. Γι’ αυτό υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις ιστορία είναι να διαβάσεις ιστορικά μυθιστορήματα. Ο «Γυάλινος Κήπος» δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά πατά με πολύ έξυπνο και ενδιαφέροντα τρόπο στην ιστορία της Μολδαβίας εκείνης της εποχής.
Η Τατιάνα Τσιμπουλεάκ έχει μια πολύ δυνατή ιστορία να αφηγηθεί και τη χειρίζεται πολύ καλά, ξέρει τον σωστό τρόπο να την αφηγηθεί. Τα κεφάλαια είναι μικρά, ο λόγος δεν είναι διόλου φλύαρος, το αντίθετο θα έλεγα, η συγγραφέας αφήνει πολλά πράγματα να υπονοηθούν. Είναι επίσης πολύ ωραίος ο τρόπος που ξεδιπλώνει τις πληροφορίες, μας πάει από το παρόν στο παρελθόν, μας δίνει στοιχεία για πράγματα που θα συμβούν και τα αναλύει αργότερα, πρόκειται για μικρές απλές τεχνικές που ιντριγκάρουν τον αναγνώστη και τον σπρώχνουν να διαβάσει παρακάτω. Και πάνω απ’ όλα υπάρχει και μια ειλικρίνεια, όχι μόνο στην αφηγούμενη ιστορία, όπως ανέφερα και παραπάνω, αλλά μια ειλικρίνεια και μια αφοπλιστική απλότητα στη γλώσσα, στον τρόπο που περιγράφει η ηρωίδα τις σκληρές στιγμές της ζωής της. Η συγγραφέας δεν προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει, δεν προσπαθεί να μας σοκάρει, ούτε να μας συγκινήσει, όλα αυτά συμβαίνουν από μόνα τους σε μια τόσο συγκλονιστική ιστορία.
Καμιά φορά σε βιβλία σαν τον «Γυάλινο Κήπο» ο αναγνώστης περιμένει να δει κάποια δικαίωση, κάποιου είδους αποζημίωση. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι πονεμένοι ή βασανισμένοι ή αδικημένοι ήρωες του βιβλίου δεν θα ευτυχήσουν απαραίτητα στο τέλος. Οι αναγνώστες περιμένουμε πολλές φορές η τέχνη να είναι δίκαιη και ξεχνάμε ότι η ίδια η ζωή δεν είναι δίκαιη. Δικαιοσύνη λοιπόν στον «Γυάλινο Κήπο» δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που προσπαθούν για το καλύτερο, που προσπαθούν να κερδίσουν περισσότερα χρήματα, να ανακαλύψουν ποιοι είναι, να γευτούν την αγάπη, να απολαύσουν την ομορφιά όπου υπάρχει.
Και αυτό ίσως είναι το πιο σπουδαίο, το πιο «ανθρώπινο» ας πούμε χαρακτηριστικό που έχει ο άνθρωπος, ότι δεν σταματά να προσπαθεί να βρει την ομορφιά και τη χαρά ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Με αυτήν την έννοια βρήκα πολύ ενδιαφέροντα τον τίτλο του βιβλίου. Ο γυάλινος κήπος. Τι είναι ο γυάλινος κήπος; Είναι μια συνήθεια που είχε η ηρωίδα, να απλώνει όλα τα μπουκάλια που συγκέντρωσε και να βλέπει τα παιχνίδια και τα χρώματα που δημιουργούνται όταν το φως του ήλιου πέφτει πάνω τους. Αυτή θεωρώ πως είναι η ουσία του βιβλίου, ότι όσο σκληρή κι αν είναι η ζωή, φροντίζουμε πάντα να δημιουργούμε μόνοι μας έναν γυάλινο κήπο.