Από το παράθυρο αχνοφαινόταν ένα γκρίζο κτήριο, τα κλαδιά ενός ξερού δέντρου και η μια πλευρά ενός παλιού φαρμακείου. Το φαρμακείο το είχε ανοίξει ένας εγγλέζος πριν πολλά χρόνια και το είχε ονομάσει Λάβλυς. Το γκρίζο κτήριο, το ξερό δέντρο, το φαρμακείο με το παράξενο όνομα επανέλαβε σαν να προσπαθούσε να τα απομνημονεύσει. Μερικές φορές τον κυρίευαν αυτού του τύπου επιτακτικές ανάγκες. Να μετράει τα βήματα που έκανε από την άκρη του πεζοδρομίου μέχρι την πόρτα του ιατρείου. Λες και από αυτό εξαρτιόταν κάτι πολύ σημαντικό, η ζωή κάποιου, για παράδειγμα η δική του. Και αν ξεχνούσε κάποιο πράγμα βασικό, μια μικρή λεπτομέρεια σημαντική ωστόσο;
-Κάνει ζέστη, είπε στον άντρα που από την άλλη μεριά του γραφείου τον κοιτούσε διακριτικά, με προσοχή, υπομονετικά. Ήξερε αυτός ότι από το παράθυρο φαινόταν ακριβώς ένα γκρίζο κτήριο, τα κλαδιά ενός ξερού δέντρου και η μια πλευρά ενός φαρμακείου που ένας τρελός εγγλέζος το είχε βαφτίσει Λάβλυς; Είχε ποτέ χρειαστεί να απομνημονεύσει τέτοια πράγματα και με τόση αγωνία;
-Πριν, είπε σιγά σαν να μιλούσε στον εαυτό του, εγώ νόμιζα πως οι λεπτομέρειες δεν είχαν σημασία… Ξαφνικά έγιναν σημαντικές. Xωρίς να το θες, μια μικρή απροσεξία, μια αφηρημάδα, ένα απρόβλεπτο ατύχημα και όλη μας η σιγουριά πάει περίπατο. Είναι ανάγκη να είσαι πολύ προσεκτικός, μέρα νύχτα. Δεν μπορώ πια να εμπιστευτώ τον εαυτό μου, φοβάμαι πως κάτι μέσα μου θα με προδώσει,εάν πριν φύγω ξεχάσω τα έγγραφα, για παράδειγμα, εάν διασχίσω ένα δρόμο με υπερβολική ταχύτητα ή παραβλέψω από αφηρημάδα ένα σήμα μπροστά από ένα στρατόπεδο… Τότε γινόμαστε σκλάβοι. Είμαστε δέσμιοι της δικής μας προσοχής, της δικής μας μνήμης. Είναι μια ανομολόγητη σκλαβιά, αν και ξέρω ότι όλοι τη μοιραζόμαστε. Και σεις επίσης. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου παρότι δεν μιλάμε γι’ αυτό. Ο κανόνας της άκρας σιωπής. Εγώ τώρα από το άλλο μέρος έχω την πρόφαση. Βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω, πληρώνω γι’ αυτό, όμως εντός κάποιων ορίων. Αλλιώς δεν θα το διακινδύνευα. Πιστεύω ότι όλοι μας δεν νιώθουμε ασφαλείς. Ότι ξαφνικά έχουμε αρχίσει να εξαρτώμεθα από πράγματα ασήμαντα, όπως πόσα ακριβώς είναι τα βήματα από τη στάση του λεωφορείου ως το γραφείο, το μήκος των μαλλιών ή του παντελονιού, μια λέξη που ακούγεται διφορούμενη και δεν την είχαμε λάβει υπόψη. Δεν μου αρέσει αυτή η εξάρτηση, όμως κάθε φορά μου φαίνεται και πιο αναγκαία.
Ο άντρας σώπασε και ο άλλος δεν είπε τίποτα, ήταν συνηθισμένος στις σιωπές του. Ίσως τον πλήρωνε για να τον ακούει να του μιλάει χωρίς να λέει τίποτα. Έτσι ήταν πιθανόν η τάξη των πραγμάτων και εκείνος δεν θα άλλαζε τους κανόνες του παιχνιδιού. Από κανένα παιχνίδι. Όχι εκείνος, ανασφαλής, εξαρτημένος, τρομοκρατημένος. Εάν οι κανόνες δεν ήταν σωστοί, εάν δεν ήταν δίκαιοι κάποια μέρα θα άλλαζαν μόνοι τους. Ήταν το λογικό. Δεν είχε να ανησυχεί.
Μπορούσε να πάει ως το παράθυρο και να σκύψει λίγο. Αυτό επιτρεπόταν, ο άλλος τουλάχιστον ποτέ δεν του είχε πει ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Ίσως να συμπεριλαμβανόταν στην τιμή της συνεδρίας. Να σκύβει έξω από το παράθυρο, να βλέπει την πρόσοψη του φαρμακείου με το γραφικό όνομα, τη χρυσαφί καλλιγραφία πάνω στην πινακίδα από λάκα, τα βάζα με τα θεραπευτικά βότανα γεμάτα σκόνη και ένα γάτο να κοιμάται στη βιτρίνα. Ένα γάτο μαύρο και υπναρά, κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται βιαστικός, κλεισμένοι ο καθένας στον εαυτό του, να σέβονται την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Τις στάσεις των λεωφορείων, τα μέρη που απαγορευόταν η κυκλοφορία, τους φωτεινούς σηματοδότες, την ανάκλαση της βροχής πάνω στο πεζοδρόμιο. Τίποτα απρόβλεπτο, καμιά σκανδαλώδης αυτομολία… Τσίμεντο, μουρμούρισε.
-Είναι τρεις μήνες που δεν έχω στύση, δήλωσε ο άντρας μπροστά στο παράθυρο πασχίζοντας να μη δώσει έμφαση στα λόγια του. Είχε αρχίσει να βρέχει τώρα, αυτό το αδιάκοπο ψιλόβροχο των πολύ υγρών καλοκαιριών. Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία. Έχω ακούσει να μιλούν για περαστικές ανικανότητες. Ήμουν πάντα υγιής, εκτός από τις συνηθισμένες αρρώστιες, δεν έχω αρρωστήσει από κάτι σοβαρό. Αγαπώ τη σύζυγό μου. Απόταν παντρευτήκαμε δεν έχω επιθυμήσει άλλη γυναίκα παρά μόνο φευγαλέα. Έχουμε δυο παιδιά. Είμαστε ευχαριστημένοι από αυτά. Μας αρκεί να είμαστε μαζί στο σπίτι ή να βγαίνουμε βόλτα. Αλλά εδώ και καιρό παρατηρώ ότι κανένας δεν έχει διάθεση να βγει από το σπίτι. Δεν το έχουμε συζητήσει γιατί ο καθένας μας μοιάζει να το έχει αποφασίσει από μόνος του και περιέργως και οι τέσσερεις μας συμπίπτουμε. Αυτό με ανησυχεί λίγο. Η γυναίκα μου με έχει γλυτώσει από όλες αυτές τις παράλογες ερωτήσεις για άλλες γυναίκες. Κάνει υπομονή. Η δική της υπομονή όμως μου φαίνεται σαν μια βουβή μομφή. Δεν έχω μιλήσει με κανέναν για αυτό το ζήτημα. Για ποιο λόγο; Μου φαίνεται εύκολο να το εξομολογηθώ σε σας, αφού σας έχω πληρώσει. Ξέρω ότι με χρεώνεται γι’ αυτή την αποκάλυψη. Ποτέ δεν θα με ακούγατε δωρεάν. Ο ναρκισσισμός μου θα πληγωνόταν, σχολίασε προσπαθώντας να φανεί καλοδιάθετος.
Ο άλλος τον κοίταξε με κάποια έκπληξη. Πού είχε μάθει αυτή τη λέξη;
Εκείνος το κατάλαβε και είπε ήρεμα:
-Διάβασα κάποια πράγματα γύρω από την ανικανότητα. Τις πιθανές ψυχολογικές της αιτίες. Τίποτε σπουδαίο, εκλαϊκεύσεις σε περιοδικά.
Ο άντρας που καθόταν έπαιξε μια στιγμή χωρίς νόημα με τη μεταλλική πένα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι:
-Παρατηρήσατε κάτι περισσότερο;
Αυτή η κρύα φωνή τον έκανε να νιώθει σαν σε κλινική. Έμεινε για λίγο σιωπηλός.
-Δεν ξέρω, σε τι αναφέρεστε, απάντησε.
Ο άλλος τον κοίταγε εξεταστικά, ίσια στα μάτια. Το διεισδυτικό του βλέμμα τον έκανε να νιώσει άβολα. Του φάνηκε πιο καλά να συνεχίσει να περπατάει.
-Τότε πήγα στο γιατρό, δήλωσε σαν να μην είχε υπάρξει η προηγούμενη παύση. Με εξέτασε εξονυχιστικά. Μου είπε ότι δεν παρουσίαζα καμιά οργανική βλάβη. Δεν υπάρχει τίποτα στον οργανισμό μου που να δικαιολογεί την ανικανότητα. Η αιτία βρίσκεται αλλού. Είναι περίεργο, δεν είναι; Ψευτογέλασε. Ξαφνικά υπάρχει κάτι που αγνοούμε για μας τους ίδιους. Ένας μηχανισμός που έχει αρχίσει να δουλεύει χωρίς να το γνωρίζουμε. Αυτό με απασχολεί και με αναστατώνει. Μοιάζει σαν κάτι να έχει διεισδύσει μέσα μου και με κατασκοπεύει.
-Σαν τι να έχει διεισδύσει; Ρώτησε ο άλλος, φαινομενικά, χωρίς πολύ ενδιαφέρον.
-Είναι σαν το όργανό μου να ξέρει κάτι για μένα που εγώ αγνοώ; Ρώτησε με αγωνία ο άνδρας.
Από το παράθυρο φαινόταν ένα γκρίζο κτήριο, τα κλαδιά ενός ξερού δέντρου και η μια πλευρά ενός παλιού φαρμακείου που ένας τρελός εγγλέζος το είχε βαφτίσει Λάβλυς.
-Είναι σαρανταδύο βήματα από το πεζοδρόμιο όπου πάρκαρα το αυτοκίνητο μέχρι την πόρτα του ιατρείου. Τα έχω μετρήσει καλά, πρόσθεσε ο άντρας. Όταν ο λογαριασμός δεν μου βγαίνει συγχύζομαι.
-Συγχύζεστε; Ρώτησε εξεταστικά ο άλλος.
Ήθελε πολύ να του πει ότι δεν τον πλήρωνε για να επαναλαμβάνει τα λόγια του, όπως το συνήθιζε. Όχι μόνο το όργανό του ήξερε κάτι για αυτόν που ο ίδιος αγνοούσε, επιπλέον ήταν υποχρεωμένος να ακούει και αυθάδεις ερωτήσεις.
-Το πρόβλημα είναι αλλού, συνέχισε. Εάν είναι σαρανταδύο βήματα αισθάνομαι πιο ασφαλής. Νομίζω ότι δεν πρόκειται να μου συμβεί τίποτα κακό. Είμαι σωστός και υπεύθυνος άνθρωπος. Αγαπώ την οικογένειά μου. Αποφεύγω πάντα να μπλέκομαι σε μπελάδες. Έχω μια καλή δουλειά και δυο παιδιά καλοανθρεμμένα. Όταν όμως βάζω το κλειδί στο αυτοκίνητο…
-Τι συμβαίνει όταν βάζετε το κλειδί στο αυτοκίνητο;
-Δεν ξέρω ακριβώς. Μια ξαφνική ναυτία. Μια αποστροφή. Πρέπει να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας πριν μπω στο αυτοκίνητο. Και νιώθω κάτι να αντιστέκεται . Όχι στην κλειδαριά ούτε στην πόρτα. Η αντίσταση βρίσκεται μέσα μου. Συγκεκριμένες πράξεις έχουν γίνει σχεδόν αδύνατες. Ιδρώνω, θέλω να φύγω, δεν μπορώ να το κάνω.
Έφυγε από το παράθυρο και κατευθύνθηκε προς την άλλη πλευρά του δωματίου. Σε σχέση με εκείνη τα συναισθήματά του ήταν αντιφατικά. Άλλοτε τη μισούσε για την ανέκφραστη όψη της που του θύμιζε ιατρείο οδοντογιατρού ή γερμανικά αστυνομικά τμήματα καθαρά, μεταλλικά με καμφορά. Τα έχει δει σε ταινίες. Τον γεμίζει φρίκη η κυριαρχία του λευκού. Άλλες φορές, αντιθέτως, αναγνωρίζει σε αυτή την αυστηρότητα, τη λειτουργικότητα των στοιχείων και την έλλειψη διακόσμησης ένα μήνυμα καθησυχαστικό, ευεργετικό.
-Επίσης νιώθω φόβο όταν βρίσκω κλειδωμένη την πόρτα του μπάνιου. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί. Είναι σαν να φοβάμαι ότι μπορεί να είναι κάποιος μέσα και να με κατασκοπεύει. Δεν φοβάμαι μόνο για μένα αλλά και για όσους αγαπώ. Λέω στον εαυτό μου: δεν είναι δυνατόν να είναι κάποιος εκεί μέσα, ξέρεις καλά ότι η πόρτα είναι τυχαία κλειστή. Η γυναίκα μου λέει ότι την κλείνει για να δείχνει το σπίτι πιο τακτοποιημένο. Την καταλαβαίνω. Όμως η κλειστή πόρτα μου προκαλεί έναν ανεξέλεγκτο τρόμο. Τώρα κοιμάμαι πολύ. Περισσότερο από πριν. Δεν θυμάμαι τι ονειρεύομαι. Διάβασα κάπου ότι όλοι ονειρευόμαστε. Πρέπει να είναι αλήθεια. Πριν τα θυμόμουν. Εάν την θέλω, αν με ελκύει, γιατί δεν μπορώ να κάνω έρωτα μαζί της; Ούτε με άλλη. Δεν αντέχω στην ιδέα να μείνω γυμνός, είναι αλήθεια. Αισθάνομαι προστατευμένος με τα ρούχα. Τώρα κοιμάμαι πάντα με πιτζάμες ακόμα και όταν κάνει ζέστη. Δεν θέλω να με δει κανείς γυμνό. Ούτε καν η γυναίκα μου.
Σώπασε να ξεκουραστεί. Είχε μιλήσει αρκετά. Αισθανόταν τώρα πιο καλά.
Ο άλλος έπαιζε με μια μεταλλική πένα με την οποία έκανε αόρατα σχέδια πάνω σε μια κόλλα χαρτί.
-Θυμάστε κάτι συγκεκριμένο που να συνέβει πριν από αυτούς τους έξι μήνες και να σας επηρέασε πολύ; Ρώτησε τον άντρα κοιτάζοντάς τον με πραγματική γλυκύτητα.
-Νομίζω πως όχι, απάντησε σκεφτικός. Τα συνηθισμένα.
Γιατί του φαινόταν ότι το γκρίζο κτήριο ταλαντευόταν ανεπαίσθητα; Ε καλά, όλος ο κόσμος ξέρει ότι τα σπίτια κινούνται παρότι δεν το βλέπουμε.
Πλησίασε αργά προς το γραφείο. Πρόσεξε ότι ο άλλος έπαιζε με ένα μεταλλικό κονδυλοφόρο. Αισθανόταν πιο ανακουφισμένος, πιο κοινωνικός. Ο κονδυλοφόρος είχε χαραγμένα κάποια γράμματα, το όνομα του γιατρού.
-Ποιος σας χάρισε αυτή την πένα; Τον ρώτησε ξαφνικά με μεγάλη περιέργεια.
-Ένας ασθενής, απάντησε χωρίς διευκρινήσεις.
-Έπρεπε να το φανταστώ, σχολίασε αυτός. Είναι περίεργο.
-Τι είναι περίεργο; Είπε.
-Εσείς στην πρώτη επίσκεψη με ρωτήσατε γιατί είχα διαλέξει εσάς. Πάντα μου φαινόταν μια ερώτηση ματαιοδοξίας. Οφείλω να απαριθμήσω μια σειρά από επαίνους αυτή τη στιγμή; Πρέπει να ανατρέξω σε κάποια λαμπρή αναφορά για να την παρουσιάσω σαν εγγύηση. Μου φάνηκε σαν μια ερώτηση που δεν χρειαζόταν. Ανέτρεξα σε μια λίστα από γιατρούς και αποφάσισα για εσάς. Δεν ήταν όμως τυχαίο. Είναι γιατί το επίθετό σας είναι ίδιο με κάποιου που υπήρξε γείτονάς μου.
-Γιατί λέτε ότι υπήρξε; Δεν είναι πια; Ρώτησε ο γιατρός κάπως ρητορικά.
Δεν μπορούσε να κάνει ένα σχόλιο χωρίς να το μετατρέψει σε ερώτηση; Ήταν, ναι, ένα διασκεδαστικό παιχνίδι αλλά κάπως ακριβό. Δεν θα ξαναρχόταν. Με τα λεφτά που ξόδευε έτσι, θα μπορούσε να πάρει την γυναίκα του να πάνε διακοπές στη θάλασσα. Θα άφηναν τα παιδιά με τους παππούδες, δεν θα τους ήταν μπελάς, ήταν καλά διαπαιδαγωγημένα. Και με τις διακοπές, τον ήλιο, τη θάλασσα ,την ηρεμία η ανικανότητα θα έφευγε από μόνη της. Θα εξαφανιζόταν τόσο κρυφά όπως είχε έρθει. Ήταν βέβαιος.
-Όχι, δεν είναι. Όχι πια, απάντησε λακωνικά.
-Που βρίσκεται τώρα; Επέμεινε ο γιατρός παίζοντας με την πένα του.
-Δεν ξέρω, απάντησε κατευθυνόμενος προς το παράθυρο. Το γκρίζο κτήριο. Το ξερό δέντρο. Το φαρμακείο. Λάβλυς. Σαρανταδύο βήματα ούτε ένα παραπάνω, ούτε ένα λιγότερο.
–Δεν ήμασταν φίλοι. Απλώς γείτονες. Δεν είχα παρατηρήσει κάτι ιδιαίτερο πάνω του. Κάποιοι περνούν την ώρα τους παρατηρώντας διάφορα, έτσι δεν είναι; Μερικοί σαν εκπαιδευμένοι σκύλοι. Μια φορά πήγα σπίτι του να δούμε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα γιατί η τηλεόρασή μας ήταν χαλασμένη. Μια άλλη φορά τους καλέσαμε σε μια γιορτή, ο μικρότερος γιος μου γινόταν δέκα χρονών και μαζευτήκαμε να το γιορτάσουμε. Τίποτα περισσότερο όμως. Δεν μου αρέσει να ψάχνω τη ζωή του άλλου. Ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω το δικό σας επάγγελμα. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη κλίση, έτσι δεν είναι; Θα έλεγα για να είσαι ψυχίατρος ή αστυνομικός πρέπει να έχεις ένα είδος ενδιαφέροντος κάπως διεστραμμένο. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος συνηθισμένος. Και εκείνος έτσι φαινόταν. Ήταν; Θα ήταν στην ηλικία μου περίπου. Έ χουμε ως αρχή να μην ψάχνουμε ποιοι είναι οι διπλανοί μας. Καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο, το ξέρω. Η σύζυγός του ήταν μια ευχάριστη γυναίκα, ευγενική και διακριτική. Νομίζω ότι τους άρεσε η όπερα, ακουγόταν μουσική από το σπίτι. Τώρα πια δεν συζητάμε όπως πριν. Τώρα βρισκόμαστε ανάμεσα σε τοίχους, κλεισμένοι, τρομαγμένοι να υποπτευόμαστε ο ένας τον άλλο. Κατά κάποιον τρόπο μετανιώνω που δεν τους γνώρισα καλύτερα. Υπό άλλες συνθήκες θέλω να πω. Δεν ξέρω καλά τι έκαναν. Νομίζω πως αυτός ήταν καθηγητής και αυτή εργαζόταν σε μια τράπεζα ή σε κάτι παρόμοιο. Είναι περίεργο. Αυτή είχε ύφος δασκάλας. Το γνωρίζω καλά, η μητέρα μου ήταν. Μπορώ να αναγνωρίσω μια δασκάλα με την πρώτη ματιά. Αυτή τη φορά όμως έκανα λάθος.
Ξαφνικά σταμάτησε. –Ποιος τρελός έδωσε αυτό το όνομα στο φαρμακείο;
Ο άλλος δεν το θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει.
Έπεσε βαριά σιωπή.
-Πού βρίσκονται τώρα; Ρώτησε ο γιατρός σαν να ήταν η πρώτη φορά που έκανε την ερώτηση.
Αυτός ερεθίστηκε.
-Σας είπα ότι δεν ξέρω πού βρίσκονται. Πολύς κόσμος έχει φύγει. Από τη μια μέρα στην άλλη μια ολόκληρη οικογένεια φεύγει. Δεν στέλνουν κάρτες. Δεν στέλνουν γράμματα. Οι άλλοι πρέπει να συνηθίσουν την απουσία τους σαν κάτι φυσικό. Είχαν δυο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ούτε αυτά ξέρουμε πού είναι. Ήταν δύσκολο να το εξηγήσω στα δικά μου. Τους είπα όμως ότι έφυγαν ταξίδι. «Πού πήγαν;» με ρωτούσαν, όπως εσείς. Εσείς όμως δεν το κάνετε αθώα. Ίσως και εκείνα επίσης. Είναι στην ηλικία που οι εξηγήσεις πρέπει να είναι πολύ πειστικές αφού είναι διατεθειμένα να τις επιβεβαιώσουν. Τους είπα ότι έχουν πάει στη Γερμανία, μου φάνηκε ότι είναι ένα μέρος πολύ μακρινό και όχι ελκυστικό. Ήλπιζα ότι θα συμβιβάζονταν. «Τι παράξενο» σχολίασε ο μεγαλύτερος. «Έφυγαν χωρίς να ενημερώσουν». «Ναι, έφυγαν χωρίς να ενημερώσουν.» Πάσχισα να μην επιμείνουν. Αυτά δεν είχαν πληροφορηθεί τίποτα, γιατί εκείνη τη νύχτα από σύμπτωση κοιμήθηκαν στο σπίτι των παππούδων τους.
-Εσείς ναι, το πληροφορηθήκατε, έτσι δεν είναι;
-Δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Κοιμόμασταν. Ήταν μια νύχτα φαινομενικά σαν όλες τις άλλες. Ξαφνικά άκουσα φασαρία στο δρόμο. Ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει και διάφορα άτομα κατέβηκαν γρήγορα από αυτό. Έσκυψα στο παράθυρο. Τους είδα. Δεν φορούσαν στολές αλλά κρατούσαν αυτόματα όπλα σαν αυτά που χρησιμοποιεί ο στρατός. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Με τη φασαρία πολλά παράθυρα άνοιξαν, κάποια φώτα άναψαν. Έκλεισαν όμως αμέσως και τα φώτα έσβησαν. Άκουσα μια διαταγή από το δρόμο: «Κανένας να μη βγει στο παράθυρο».Ο θόρυβος ήταν πολύ κοντά μας. Ανέβαιναν τις σκάλες, έμοιαζε με επιδρομή βουβαλιών. Από αυτά του Ουέστ, τα έχετε δει στο σινεμά; Η γυναίκα μου ξύπνησε επίσης και ήταν πολύ ταραγμένη. Τα βήματα πλησίαζαν στη πόρτα μας σταμάτησαν όμως λίγο πριν. Στο σπίτι του γείτονα. Χτύπησαν. Κανένας δεν τους άνοιξε. Δεν περίμεναν, έσπασαν την πόρτα με κλωτσιές, με τους υποκόπανους. Ακούστηκαν φωνές, χτυπήματα. Ακούσαμε να κλαίνε τα παιδιά, έμοιαζε να τραβούν τα πράγματα από το μέρος τους, τα έπιπλα από τη θέση τους. Μάλλον αντιστέκονταν με κάποιον τρόπο. Μετά ακούστηκε πώς τους τραβούσαν από το διάδρομο και τους τέσσερεις. Η γυναίκα ούρλιαζε, ζητούσε βοήθεια. Όλα τα παράθυρα έμεναν κλειστά αλλά είμαι βέβαιος ότι ο κόσμος κρυφοκοίταζε πίσω από τις κουρτίνες. Αυτή αντιστεκόταν, ήταν πολύ δύσκολο να την κάνουν καλά. Έφτυνε αίμα αλλά αμυνόταν. Στο τέλος κατάφεραν να την πιάσουν από τα μαλλιά και έτσι την πήραν. Αυτόν πρόλαβα να τον δω όταν τον έχωναν στο αυτοκίνητο. Είχε καταρρεύσει από τα χτυπήματα, δεν φώναζε. Τα παιδιά ήταν με τις πιτζάμες. Εκείνη κατάφερε να βγάλει μια κραυγή πριν τη βάλουν στο αυτοκίνητο, μια τελευταία έκκληση για βοήθεια. Εξαφανίστηκαν με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο. Ένα παπούτσι της έμεινε στο δρόμο. Ήταν ένα από εκείνα τα παντοφλάκια που φορούν οι γυναίκες για να κοιμηθούν. Γαλάζιο. Μόνο τότε αντέδρασα. Τα είχα δει όλα σαν υπνωτισμένος. Συνειδητοποίησα ότι και η γυναίκα μου ούρλιαζε και ότι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο. Την ταρακούνησα. Νομίζω ότι είχε κρίση υστερίας γιατί δεν με άκουγε. Της έδωσα ένα χαστούκι. «Σώπασε, σε παρακαλώ σώπασε, τι θέλεις;» της είπα τρομοκρατημένος. Επιτέλους ησύχασε. Άναψα το φως. Την έφερα κάτω από τη λάμπα, σαν να ήταν στο κρατητήριο και της είπα: «Εσύ δεν είδες τίποτα, μ’ ακούς; Δεν ξέρεις τίποτα. Αυτή τη νύχτα κοιμήθηκες χωρίς να σε ξυπνήσει τίποτα. Και εγώ επίσης. Δεν ακούσαμε κανενός είδους θόρυβο. Δεν γνωρίζαμε τους γείτονες. Δεν συνέβη κάτι. Ορκίσου τό μου.» Αυτή έκλαιγε, τώρα πιο σιγά και φαντάστηκα σκηνές παρόμοιες και στα σπίτια τριγύρω, « Ποτέ και με κανέναν δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό», επέμεινα για να της δώσω δυνάμεις. «Δεν θα το ξέρεις. Θα το έχεις ξεχάσει.» Θυμήθηκα ότι στο σπίτι υπήρχε ένα κουτί με ηρεμιστικά, έτσι της έδωσα δυο μαζί, πήρα και εγώ δύο. Το επόμενο πρωί πήραμε όπως κάθε μέρα το πρωινό μας, εκείνη όμως έσπασε ένα φλιτζάνι. Αυτό με εξόργισε. Επιπλέον ήταν ωχρή με μαύρους κύκλους στα μάτια. Με τέτοια όψη την είχα δει άλλη μια φορά, όταν πέθανε ο πατέρας της. Μετά ήρθαν τα παιδιά. Της απαγόρευσα να κλάψει μπροστά τους. Βγήκα στο δρόμο. Στη συνέχεια έπεσα πάνω σε ένα γείτονα. Μιλήσαμε με ζέση για τον επόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα της εθνικής ομάδας, για τον καιρό, τις διακοπές. Κανείς δεν είπε τίποτα για ό,τι συνέβη τη νύχτα. Η γυναίκα μου θα πήγαινε για τα ψώνια και όλα θα ήταν όπως πάντα. Κανένας δεν θα άνοιγε το στόμα του. Θα μιλούσαν για τις τιμές, για τις αρρώστιες των παιδιών και μετά θα γύριζαν στο σπίτι τους. Όλα ήταν εντάξει. Κανένας δεν θα έκανε έστω μια νύξη, θα περνούσε μπροστά από το παράθυρο του εξαφανισμένου γείτονα προσποιούμενος ότι δεν συνέβη τίποτα. Εγώ είπα ότι έφυγαν για τη Γερμανία, άλλοι θα είπαν κάτι παρόμοιο. Παίξαμε το ρόλο μας πολύ καλά όταν ήρθαν να κάνουν το συνηθισμένο έλεγχο. Εγώ είχα προειδοποιήσει τη γυναίκα μου εκείνη τη νύχτα: «Όταν έρθουν να ρωτήσουν, εσύ δεν γνωρίζεις τίποτα, δεν έχεις ακούσει τίποτα. Κοιμήθηκες όλη τη νύχτα. Συμπεριφέρσου με εγκαρδιότητα και, σε παρακαλώ, αν αναγνωρίσεις κάποιον από αυτούς, αν αντιληφθείς ότι ο υπεύθυνος που σε ανακρίνει είναι κάποιος από αυτούς που μπήκαν στο σπίτι, μη δείξεις το παραμικρό ότι τον αναγνώρισες. Με ακούς; Ξέχνα για πάντα τα πρόσωπα, τις φωνές, τις εκφράσεις. Μη δείξεις ξαφνιασμένη και ούτε να διανοηθείς να κάνεις κάποια ερώτηση.» Ήλθαν. Ήταν δύο. Φιλικοί, ψεύτικα εγκάρδιοι. Είπαμε ότι εκείνο το βράδυ είχαμε πάει στον κινηματογράφο και κατόπιν κοιμηθήκαμε βαθειά γιατί ήμασταν πολύ κουρασμένοι. Τους φάνηκε καλή η απάντηση. Οι γείτονες; Μόλις που τους γνωρίζαμε. Ακούσαμε κάτι ιδιαίτερο εκείνο το βράδυ; «Ναι, η γυναίκα μου φταρνίστηκε δυο φορές» είπα αστειευόμενος. Έφυγαν. Κοιταχτήκαμε πιο ήρεμοι. Δεν μιλάμε ποτέ γι’ αυτό το θέμα. Τώρα το θυμήθηκα εξαιτίας της πένας. Ούτως ή άλλως είναι ένα επίθετο αρκετά συνηθισμένο.
Το γκρίζο κτήριο. Το ξερό δέντρο. Το φαρμακείο. Το σημαντικό ήταν να μπορείς να κάνεις πάντα σαρανταδύο βήματα από την άκρη του πεζοδρομίου ως το κατώφλι. Σαράντα και δύο. Ούτε ένα περισσότερο ούτε ένα λιγότερο. Και ποιος άραγε θα μπορούσε να δώσει σε φαρμακείο ένα όνομα τόσο γελοίο;
Αγία Τριάδα 24/11/2021.
Η Κριστίνα Πέρι Ρόσσι (1941) είναι Ουρουγουανή ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια.
Βιογραφικό σημείωμα της μεταφράστριας:
Η Ευμορφία Μαντζαβίνου είναι Πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και Πτυχιούχος του Τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ.
Δίδαξε στη Δημόσια Εκπαίδευση ως Φιλόλογος, επίσης δίδαξε στο Ελληνικό Κοινοτικό Σχολείο του Μπουένος Άιρες, στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών στο Παν/μιο του Άμστερνταμ και στο Σαιντ Μπονιφάσιους Σκουλ της Ουτρέχτης Ελληνική Γλώσσα.
Ήταν υπότροφος του Προγράμματος Erasmus στο Παν/μιο του Valladolid στην Καστίλη της Ισπανίας για το Ακαδημαϊκό Έτος 2013-2014.