Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο– Ni plus ni moins – από ένα χαϊκού και μία φωτογραφία (Bernadette Mergaerts) το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν το βλέμμα τα αγκαλιάζει μαζί, συλλαμβάνει το μυστήριο μιας συνάντησης.
Είναι ένας τόπος που απεικονίζεται σιγά σιγά με την ανάγνωση αυτής της αλληλουχίας των τριάντα χαϊκού: πέταλα που ψιθυρίζουν, φύλλα που θρυμματίζονται, πλέγμα συνάφειας ανάμεσα στο ρυθμό των εποχών και στο ρυθμό του ποιήματος. Ένας τόπος που τον διασχίζει ένα σαλιγκάρι, το φεγγάρι, μια βαρκούλα, ένα τσαμπί σταφύλι, η άμμος, ο ουρανός… Ένας τόπος όπου χορεύουν οι λέξεις ωριμότητα, μνήμη, μνήμες, μέλλον, όνειρο, σοφία.
Το νερό διαποτίζει τα τοπία, σταγόνες ή φθινοπωρινή βροχή, πηγή, κύματα ή απέραντη θάλασσα, νερό που καλεί σε ονειροπόληση. Ένα φυτό λυγίζει, ένα λουλούδι γέρνει. Αυτή η υπόκλιση δεν είναι υποταγή, κάθε άλλο. Είναι δείγμα της ωρίμανσης που συντελέστηκε, και εγγράφεται στη λιτότητα. Όλα είναι έτοιμα, όλα είναι ώριμα. Φθίνουσα πορεία ή / και πληρότητα; Η ολοκλήρωση άραγε θα συμβεί; Η εποχή της συγκομιδής έρχεται. Μπορεί να είναι απόλαυση χωρίς κτήση: Το λουλούδι σου / το πιο όμορφο θα ’ναι / αν δεν το κόψεις.
Μοιραζόμαστε με το κυπαρίσσι ή το κυκλάμινο τη θλίψη ή τον έρωτα. Τα ανθρώπινα συναισθήματα αγκαλιάζονται με τις κινήσεις μιας παπαρούνας ή με τα χρώματα μιας πεταλούδας σε ένα είδος χορού χωρίς κίνηση, όπου φανερώνεται ο έσω κόσμος της συγγραφέα. Η ευαισθησία της Κατίνας Βλάχου βρίσκει στη μινιμαλιστική φόρμα του χαϊκού το προσχέδιο, όπου θα συλλάβει το ωραίο στο εφήμερο πέρασμά του, αυτό το σχεδόν ανύπαρκτο που συλλέγει με κάθε δυνατή λεπτότητα ώστε να το αποδώσει χωρίς να το αλλοιώσει, μία φόρμα που επιτρέπει επίσης να διατυπώσει το βάθος, το σύνθετο, χωρίς να βαρύνει:
Της αλήθειας μου / τη μάσκα αν φορέσω / θα με γνωρίσεις;
Με τρεις στίχους γιορτάζει μια ταπεινή στιγμή, μία προσμονή, τη μοναξιά των ανθρώπων αλλά και τη ζωή, πανταχού παρούσα, εύθραυστη, φευγαλέα, αγνοημένη.
Τι μας ψιθυρίζουν αυτοί οι εφήμεροι ζωγραφικοί πίνακες; Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από το να συναντήσουμε τον κόσμο μέσα σε ένα κοχύλι, μια θαλάσσια ανεμώνη, μια κροκάλα στο νερό, να χαιρετήσουμε την ταπεινή δύναμη της παρουσίας τους, να επιτρέψουμε να μας πλησιάσουν αυτές οι μικροσκοπικές ζωές, να αφεθούμε στην εισβολή όλων εκείνων που ανεπαίσθητα κινούνται, παρασυρμένα από τον χρόνο, αόρατο αφέντη των κύκλων και των εποχών, σταθερό πέρασμα χρωμάτων και πνοής.
Τα ουσιώδη, ναι. Τα ελάχιστα.
H Bernadette Mergaerts με τις φωτογραφίες της, προκαλεί σύγχυση στις αισθήσεις μας δίνοντας στο βλέμμα μας ένα κυματιστό είδωλο, μια σκιά μη ρεαλιστική, σημάδια νεφελώδη, έναν αντεστραμμένο ουρανό ή μια γη που πετάει. Οι φωτογραφίες της δεν έχουν υποστεί επεξεργασία: πρόκειται απλά για τμήματα τοπίου που προβάλλουν στο τετράγωνο πλαίσιο, ένα πλαίσιο που έχει επιλέξει η φωτογράφος. Το βλέμμα της συλλαμβάνει ένα κομμάτι του πραγματικού ή της ύλης, σχήματα και χρώματα προτείνουν μια άποψη εικονοποιητική και μια εικαστική αισθητική.
Ένα χαϊκού και μία εικόνα στέκονται αντικριστά, ρωτούν το ένα και το άλλο, το καθένα με τον τρόπο του, το κρυμμένο, το απειροελάχιστο, εκείνο το σχεδόν ανύπαρκτο μέσα στο οποίο ελλοχεύει το άπειρο. Από τη μία σελίδα στην άλλη νιώθουμε μια διπλή δημιουργία στο έργο, και ίσως η αιτία που εκπέμπει μια αναζωογονητική αίσθηση το βιβλίο, είναι ο πανηγυρισμός για τη συνάντηση δύο διαφορετικών ευαισθησιών.
Κοιτάζουμε με απόλαυση τη φωτογραφία μαζί με τις λέξεις της ποιήτριας, οι λέξεις της ποιήτριας χορεύουν μπροστά στη φωτογραφία, στέκονται πάνω της ή γλιστρούν, με διπλή αντήχηση για εκείνον που κοιτάζει. Εδώ πρέπει να χαιρετίσουμε την ευαίσθητη και λεπτή μετάφραση στη γαλλική γλώσσα από τον Bruno Dulibine και να επαινέσουμε την ωραία υλοποίηση της εκδότριας Φιλένης Λοράνδου.
Κλείνοντας το βιβλίο, το αίνιγμα επιμένει, γεννιέται η επιθυμία να ξαναγυρίσουμε στην πρώτη σελίδα:
Άνοιξε σώμα / πόρτες και παράθυρα / ήρθε ο έρωτας.
Κέρκυρα, Οκτώβρης 2018