Τα λόγια της ψυχής. Και η ψυχή των λόγων. Και οι δύο φράσεις ισχύουν. Και έχουν, και οι δύο, εφαρμογή σε τούτο το μικρό, κομψό βιβλίο με την μεγάλη καρδιά της ζωής, που πάντα πάλλεται, και που δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να φωνάζει με την στεντόρεια φωνή μιας αδούλωτης γενιάς, όσα χρόνια κι αν περάσουν: Της γενιάς του Πολυτεχνείου. Το βιβλίο, είναι το πολλοστό μιας εμβληματικής προσωπικότητας στον αγώνα κατά της επτάχρονης δικτατορίας και για την δημοκρατία στον τόπο μας, του Δημήτρη Παπαχρήστου, έχει τον τίτλο «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε», και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος.
Λαός χωρίς μνήμη πεθαίνει, λέμε, και πενήντα χρόνια είναι μια ολόκληρη ζωή. Ο αριθμός εκπλήσσει – ιδιαίτερα για όσους θυμούνται έστω και τα στοιχειώδη από εκείνο το τριήμερο του Νοέμβρη του 1973, για όσους εκείνες οι μέρες υπήρξαν ορόσημο στη ζωή τους, και χαράχτηκαν με χρώματα ανεξίτηλα στη μνήμη τους. Ο χρόνος κύλησε, όπως άλλωστε γίνεται πάντα, με δραματική ταχύτητα, κι εμείς δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε πόσα πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή που ξέσπασε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οργή των νέων ανθρώπων κατά της Χούντας που τυραννούσε την Ελλάδα, μέχρι σήμερα.
Ο χρόνος. Για όσους θυμούνται, τα γεγονότα ζωγραφίζονται τόσο δυνατά μέσα τους, που είναι σαν να συνέβησαν χθες. Και σήμερα; Τι μπορούμε να πούμε για το σήμερα; Ότι ζούμε σε μιαν «άλλη» χώρα; Τι «άλλη», πόσο «άλλη», και γιατί; Προφανώς τα ερωτήματα αυτά είναι τεράστια, και δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν μέσα στο κείμενο του παρόντος κριτικού σημειώματος, ούτε και θα προβούμε σε μια τέτοια απόπειρα.
Έχουν σχέση όμως με το περιεχόμενο του βιβλίου του Παπαχρήστου, όπως και με τον μίτο με τον οποίο συνδέονται όλα, και τον οποίο θα πρέπει να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να παραμείνουμε όρθιοι τις δύσκολες μέρες της σημερινής εποχής, και ν’ αντικρίσουμε, ως λαός, το μέλλον με το κεφάλι ψηλά: Τον μίτο της μνήμης. Τον μίτο της Ιστορίας μας.
Ο Δημήτρης Παπαχρήστος, εκφωνητής του παράνομου, αυτοσχέδιου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου κατά το τριήμερο της εξέγερσης των φοιτητών τον Νοέμβρη του 1973, και «φωνή και δύναμη όλων των εξεγερμένων», όπως ο ίδιος ομολογεί μέσα στο βιβλίο του, μετέπειτα ραδιοφωνικός παραγωγός, πολυγραφότατος ποιητής και συγγραφέας, αφήνει την δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα και όχι μόνο: η σπαρακτική φωνή του εκείνες τις μέρες από τους χίλιους εξήντα χιλιόκυκλους έχει αφήσει εποχή ως σύμβολο μιας εξέγερσης για την οποία ο ίδιος γράφει: «Αυτό που έγινε δεν είναι ένα ιστορικό γεγονός. Έγινε σύμβολο και μας ξεπέρασε. Δεν έγινε κάποτε, δείχνει το δρόμο στο αύριο. Δεν δικαιώθηκε, άρα έχουμε δρόμο». «Ζούμε στη σκιά της αόρατης αλλά εκλεγμένης δικτατορίας, την ανεχόμαστε και τη νομιμοποιούμε και γινόμαστε συνένοχοι», τονίζει.
Οι ήρωες του βιβλίου του, όλοι υπαρκτά πρόσωπα και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της φοιτητικής εξέγερσης εκείνη την εποχή, και σήμερα άνθρωποι της διπλανής πόρτας, συγκροτούν ένα άτυπο «θέατρο» στο καφενείο «Μουριά» των Εξαρχείων, το οποίο σκιαγραφεί τις προσωπογραφίες, τις προσωπικές ιστορίες τους, αλλά και την άποψή τους για την σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα και παγκοσμίως, μέσα από, και παράλληλα με τα χνάρια της μνήμης που πυροδοτεί η πολυτάραχη Ιστορία αυτού του τόπου.
Ο Μαρίνος, ο Νικόλας με το παρανόμι Ντεβίτο, ο Στέλιος, ο Άρης, με συσσωρευμένο πλέον στη ζωή τους πλούτο εμπειριών από τα χρόνια που πέρασαν, αφηγούνται με το στόμα του συγγραφέα, το ατομικό και συλλογικό παρελθόν, προβληματίζονται για το παρόν και το μέλλον, ανησυχούν, και ξεσπαθώνουν, πάντα, όπως και τότε, «με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία», όπως λέει και ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στο «Ανάγνωσμα Τρίτο, η Μεγάλη Έξοδος» του Άξιον Εστί. Άλλωστε, ο ίδιος ο Παπαχρήστος γράφει: «Το θέαμα (σ.σ. των εξεγερμένων) ήταν το θαύμα της πίστης που εξουδετέρωνε το φόβο, γιατί τον μοιραστήκαμε και μας οδήγησε στην υπέρβαση».
Διαλογικές συζητήσεις και μονόλογοι γύρω από τα πολιτικο-κοινωνικά γεγονότα της εποχής μας, και καίριες αναμνήσεις ξεδιπλώνονται στο βιβλίο, με λόγο άλλοτε κυριολεκτικό, άλλοτε μεταφορικό και ποιητικό, αλλά πάντα λιτό, αδρό και ρεαλιστικό. Ο Δημήτρης Παπαχρήστος λειτουργεί όχι μονάχα σήμερα, αλλά διαχρονικά, ως η ψυχή και η φωνή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, απέναντι στο εκάστοτε παρόν που βιώνουμε, καθώς και απέναντι στο μέλλον, δηλώνοντας ότι «η ελευθερία είναι κάτι παραπάνω κι απ’ το ψωμί».
Όλες οι διηγήσεις του βιβλίου πάλλονται από το συναίσθημα και την ψυχική ορμή και δύναμη του συγγραφέα, με αποκορύφωμα την συγκλονιστική, χειμαρρώδη και σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση που κάνει για πρώτη φορά ο Δημήτρης Παπαχρήστος αναφορικά με τις τελευταίες ώρες πριν από την εισβολή του τανκ στο χώρο του Πολυτεχνείου, τα ξημερώματα του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου, την έξοδο των φοιτητών από τη Σχολή, και τον ορυμαγδό που ακολούθησε.
Η συγγραφική δεινότητα και το πάθος του συγγραφέα μας μεταφέρουν επιτόπου στον χωροχρόνο των γεγονότων, στα πλαίσια μιας μαρτυρίας που πρέπει να διαβαστεί, (όπως και άλλες ανάλογες οι οποίες περιγράφουν το τριήμερο της εξέγερσης και της σφαγής του Πολυτεχνείου), από όλους τους Έλληνες, και κυρίως από τους νέους. Η μνήμη είναι ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξης ενός λαού, και όταν δεν την έχεις, πρέπει να μελετήσεις και να μάθεις την Ιστορία.
Έτσι, ο συγγραφέας πραγματοποιεί μια διασταύρωση παρελθόντος και παρόντος που δίνει την αφορμή για ευρύτερους προβληματισμούς, και θέλγει κάθε σκεπτόμενο και «ψαγμένο» αναγνώστη. Ενώ το εφεύρημα του ονείρου στο τελευταίο κεφάλαιο, λειτουργεί επεξηγηματικά για την συγγραφή ολόκληρου του βιβλίου, και προβάλλει τον τίτλο του μέσα από την τελευταία του φράση, που αντικατοπτρίζει, σύμφωνα με τον ίδιο τον Παπαχρήστο, μια λαϊκή ρήση: «Ζήτω ο θάνατος, η ζωή αθάνατος όταν γίνεται πυξίδα και άρχισα να γράφω με το μελάνι της μνήμης μου».