Η ποίηση που αναζητά. Που, ως άλλος Διογένης με το φανάρι του, γυρεύει την ψυχή των πραγμάτων. Και ανευρίσκει, ως έπρεπε, χρυσάφι. Η ποίηση που, ως άλλη Αμάλθεια, ξεχύνει από το κέρας της λέξεις και νοήματα, και πλάθει τον κόσμο. Ή τον αναπλάθει. Ή τον αντικαθρεφτίζει. Σε κάθε περίπτωση, που φωτίζει και ανθίζει στους κήπους των αναγνωστών της. Όπως άνθισε στον δικό μου, η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη, «Καταυλισμός», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ύψιλον.
Κι ας ξαναγυρίσουμε στην πρώτη φράση μας: η ποίηση που αναζητά. Την ουσία των όντων. Και ταυτοχρόνως, την εκπέμπει. Γιατί αυτή είναι η ποίηση του Βέη. Ο «Καταυλισμός» απαρτίζεται από δύο ενότητες ποιημάτων, (30 καταμετρώνται στην πρώτη και 27 στη δεύτερη), τα οποία συνδυάζουν τον ελεύθερο στίχο με το σονέτο. Και μέσ’ από όλους τους στίχους, μ’ ένα πνεύμα άλλοτε σαν υπαινικτικό μωσαϊκό, άλλοτε περιγραφικό και διεισδυτικό ταυτόχρονα, και με ποικίλη θεματολογία, ο ποιητής αποτυπώνει τον στοχασμό του, τη μια επισημαίνοντας την έγνοια του για τον κόσμο, την Ιστορία και την πραγματικότητα που κυλά ανάμεσά μας σήμερα, και την άλλη ζωγραφίζοντας τα πορτρέτα πόλεων, ανθρώπων και της ίδιας της φύσης. Παντού ξεχωρίζει η αγάπη του για την ζωή, τη φύση, και για την ίδια την αγάπη, και η αντίστοιχη αποστροφή του για την καταστροφή, μαζί με όλα της τα ονόματα.
«Η μυρωδιά της φλούδας του ευκάλυπτου
έντονη σήμερα,
δεν θυμάμαι άλλη φορά
να μου έγνεφε έτσι η σκιουρίνα
από το πρωί η υπόμνηση
της αλλαγής του αιώνα σε στάχτη
σε απόλυτη στάχτη των χαμένων ευκαιριών
στην αυτοκρατορία της προδοσίας
μόνιμοι κάτοικοι του μέλλοντος
οι κορμοράνοι με τα καψαλισμένα φτερά
που πρόλαβαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή
να πετάξουν ως εδώ, να με βρουν
που σώθηκα μέσα στο όνειρο».
Γράφει λόγου χάρη σ’ ένα πολύ αντιπροσωπευτικό ποίημα της πρώτης ενότητας, «Το τετράδιο του καιρού», στη σελίδα 39. Στο νου και την ψυχή του, οι πυρκαγιές που ταλανίζουν την ανθρωπότητα και αυτή την ίδια την πατρίδα μας, κυριολεκτικές και μεταφορικές. Κανόνας: ο ποιητής πάντα σώζεται μέσα στ’ όνειρο – πώς αλλιώς θα γινόταν; Για να κοινωνήσει τις απειράριθμες, ως οι κόκκοι της άμμου, σκέψεις και τα συναισθήματά του.
«Τα γράμματα, οι συλλαβές
πάνω στο τραπέζι τόσο ξεκάθαρα
ναι, εδώ μπροστά μου, προτού ενωθούν
και πώς γίνονται σε μια στιγμή
όλα μαζί αυτά τα σποράκια
οι λέξεις σου
πώς δένουν αμέσως σε νόημα
……………………………….
να πέφτει ένα σώμα
από ιδέα και νερό
σουσάμι σοφό»
(«Μια χούφτα σησαμόσποροι», σελ. 15.) Καίριες λέξεις, τοποθετημένες η κάθε μια στη θέση της, πλάι σ’ ένα δεύτερο ενικό που λειτουργεί σαν πρώτο. Το νερό είναι η πηγή της ζωής, άρα και της ποίησης, και συνάμα η κάθαρση· «Διότι το νερό θα τα παρασύρει όλα στο τέλος», όπως μας δηλώνει ο Βέης αποφθεγματικά στο ποίημα «Νοσταλγία της άφεσης» (σελ. 22). Νερό, και μνήμη. Δυό λέξεις κυρίαρχες σε πολλά ποιήματα της πρώτης ενότητας αυτής της συλλογής, («η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός», μεταφέρει τη φράση του Παρμενίδη στο ποίημα «Με τον αμπελοσαλίγκαρο», σελ. 27), οι οποίες λειτουργούν ως κιβωτοί σωτηρίας μέσα σ’ έναν κόσμο που συστηματικά βουλιάζει.
Ο ποιητής ισορροπεί ανάμεσα στη θέαση και την αντίληψη αυτού του κόσμου, αφ’ ενός, και την επιθυμία της αισιοδοξίας για την έλευση καλύτερων ημερών αφ’ ετέρου:
«’Τόσο περίκλειστος κόσμος
ούτε ένα εκατοστό του μέτρου
ελεύθερο από πλάνη, απάτη, απειλή’
έτσι τους έλεγε μέρα παρά μέρα
ο νεαρός φιλόλογος
οι μαθητές καταλάβαιναν αρρώστια».
(«Σαρκοφάγος», σελ. 28). Όπου πριν από την αρρώστια βρίσκεται η καχεξία και μετά, ο μη κατονομαζόμενος παρά μόνο μεταφορικά στον τίτλο θάνατος, θα συμπληρώναμε εμείς. Ενώ, στην αντικρινή σελίδα 29, στο «Έναστρη χλόη», ο ποιητής γράφει:
«Αιωρείται πάλι αυτήν τη στιγμή
κοντά μας, σαν αλήθεια
όσα πιστέψαμε ότι ήταν λίγο πριν
από μάρμαρο ή από σκέτο ατσάλι
πυγολαμπίδες μήπως
δενδρόβια μυστικά να είναι άραγε
ή προσευχές ξανά των βουδιστών
καθώς σηκώνεται το χορταριασμένο μονοπάτι
με τη δύναμη των θαυμάτων, κάθετα
ένα λάβαρο δηλαδή μέσα στο όνειρο
δεν ακούμε αλλά ξέρουμε
στρατώνες αδειάζουν εντελώς
…………………………………
αλογοπέταλα με νόημα
από μακριά τώρα πια όλα αυτά
όπως ομίχλη με σθένος
πέπλο να σκεπάσει το μάτι του κακού
βασκανία έρεβος χολή μικραίνουν
μικραίνουν κι άλλο
…………………………
ενώ ο μέγας κυματισμός της βλάστησης
να παραμείνει κυρίαρχος
η μόνη βεβαιότητα ασίγαστη
συνεπής, όσο ο θεός Παν
…………………………
Εδώ το «χορταριασμένο μονοπάτι» μετατρέπεται σε «λάβαρο μέσα στο όνειρο» – είναι κι αυτός ένας τρόπος «για να γενούν τα σκοτάδια λάμψη», όπως λέει και ο υπέροχος στίχος του Ναζίμ Χικμέτ.
Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη ενότητα ποιημάτων, είναι γνήσια ζωγραφική. Ο πολυταξιδεμένος Βέης μας περιδιαβάζει στον κόσμο, και βέβαια στην Ασία, καταδηλώνοντας παράλληλα και την αγάπη του για την πατρίδα. Μιαν αγάπη που εκφράζεται αναφανδόν στο πρώτο κιόλας ποίημα, το «Είσοδος της Αθηνάς στο πάρκο», στην σελίδα 46:
«Βρήκα το μονοπάτι
τη χλόη με θάρρος ν’ απλώνεται
εκείνη την πηγή
την ίδια των ονείρων μας να παραμιλάει
μάλλον θα είναι η σωστή μέρα
η σωστή βδομάδα
ο δικός μας ήλιος
κανένα πουλί ακόμη
αλλά μόνο αυτό το απρόβλεπτο ελάφι
με τα μεγάλα, υπέροχα ελληνικά του».
Και ύστερα ο Βέης μας περιδιαβάζει στον κόσμο. Έτσι απλά; Όχι βέβαια. Η περιγραφή του ζωγράφου-ποιητή Βέη δεν είναι ποτέ επιφανειακή. Μας ξεναγεί κι εδώ, με τον μοναδικό, εκπληκτικό τρόπο που πάντα τον χαρακτήριζε: με το να διεισδύει δηλαδή μέσα σε χαρακτήρες, τόπους, πράγματα και καταστάσεις, και να μας καθιστά ορατό και αισθητό το αόρατο παλίμψηστό τους, εκείνο που έχει ήδη σμιλέψει η ιστορία και ο χρόνος. Και τούτη τη φορά, όχι με την δαψίλεια του πεζού κειμένου, αλλά με την καίρια οικονομία και την λιτότητα της ποίησης. Για του λόγου το αληθές, σταχυολογούμε δύο μικρά ποιήματα:
«ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΟΙ ΦΛΑΜΟΥΡΙΕΣ», σελ. 60.
«Μερικές φορές τα καταφέρνει και περνάει
μέσα από τα φύλλα τους
και φτάνει ως εμάς το φως, ένας νικητής.
Στη σκιά τους όμως, σχεδόν πάντα
στέκονται όρθιες και μας περιμένουν
οι ιστορίες
όλων εκείνων που πέρασαν από δω
νομίζοντας πως ήταν κι εκείνοι
θεοί»
«ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΙΑΒΑΣ», σελ. 62
«Στην άκρη του δρόμου
ένα δεμάτι σανταλόξυλο
από το πρωί την περιμένει
μα η Ιμπουέκα ακόμη να φανεί
ίσως να έχασε το δρόμο του γυρισμού
ψάχνοντας τον πατέρα της.
Νόμιζε ότι τον είδε
πριν δύο χρόνια περίπου
ήταν η τελευταία φορά
εκεί, στη μέση του ρυζοχώραφου
κοντά στα ριζά του λόφου».
Μέσα από το χρυσό στάχυ της ποιητικής του ωριμότητας λοιπόν, ο Γιώργος Βέης μας χαρίζει σήμερα τον «Καταυλισμό» του, σαν να επιχειρεί μια πρόχειρη εγκατάσταση αυτή τη φορά στα συγκεκριμένα ποιητικά μονοπάτια του βιβλίου του, η οποία όμως μας υπενθυμίζει τόσο αντιστικτικά και τόσο ξεκάθαρα την μονιμότητα της ποίησης τόσο στον δικό του εσωτερικό κόσμο όσο και στον εξωτερικό της ζωής μας.
Εμείς, θα ολοκληρώσουμε την παρουσίασή μας καταγράφοντας ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής, που βρίσκεται στην δεύτερη ενότητά της, και τιτλοφορείται «Μπατάβια» (σελ.65).
Πνεύμα το ρεύμα, η δύναμη που έρχεται από
Ισλάμ και Σίβα, Μπάγκαβατ Γκίτα να σηκώνει
την πολιτεία, όλους τους μύθους της τόσο ψηλά
στο στερέωμα ενός πανθέου των ανατροπών
ποτάμι που γυρίζει προς τα πίσω, μάσκες χρόνου
πέπλα πυκνά σκεπάζουν συνωμοσίες τα πάθη
η δωρεά των άστρων τιμή για τους σοφούς
οι βροχές καταπίστευμα, το ρύζι γαλαξίας
θυσίες ακυρώνονται, τα θολά τζάμια δείχνουν
αρχιπέλαγος των ναυαγών των αρχηγών δράκων
πορεία τεθλασμένη, γεωγραφία κινδύνων
από πού ξεφυτρώνουν τα ηφαίστεια οι οφθαλμοί
σκιές τρέχουν στο μέλλον των εκρήξεων, Τζακάρτα
σε λένε τώρα πια κι είσαι το σπίτι μου· δανεικό.