Αντί της βίας, στοργή. Αντί του δαρμού, χάδι. Και στη θέση της υποτίμησης, εξύψωση. Τούτη την προσφορά κομίζει προς την γυναίκα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, με την πρόσφατη ποιητική συλλογή του που φέρει τον τίτλο «Γυναικών τε», και η οποία κυκλοφορεί από τις πάντα προσεγμένες εκδόσεις Εύμαρος. Ένα βιβλίο μοναδικό για το συναίσθημα της αγάπης που εκπέμπει προς το γυναικείο φύλο, και της αγκαλιάς που ανοίγει σ’ αυτό.
Ο πρωτότυπος τρόπος γραφής της συλλογής ασκεί ευθύς εξ αρχής την δική του, ξεχωριστή γοητεία στο αναγνωστικό κοινό: ο ποιητής-συγγραφέας Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης χρησιμοποιεί τον γνωστό, χαρισματικό πεζό του λόγο, για να τον συνδυάσει, αυτή τη φορά, με μια ποιητική γραφή που αναβλύζει από την ψυχή του και κατακλύζει τόσο τον ίδιο όσο και τον αναγνώστη, καθιστώντας το βιβλίο, από άποψη μορφής, ουσιαστικά υβριδικό: ίσως τούτη η σύζευξη πρόζας και ποιήματος να αποτελέσει στο μέλλον την εξέλιξη της ίδιας της ποιητικής γραφής στα ποιητικά μας πράγματα, ίσως και να συγκροτήσει ένα αφ’ εαυτού του νέο συγγραφικό είδος – αυτό μέλλει να το διαπιστώσουμε στη συνέχεια, με την πάροδο του χρόνου.
Το γεγονός που μπορούμε να επισημάνουμε εμείς εδώ, είναι ότι ο ποιητικός λόγος που μας προσφέρει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης μέσα από αυτό το βιβλίο του, είναι ένας λόγος ζωντανός, γεμάτος πλαστικότητα, ειλικρίνεια, δύναμη, φαντασία, αποφθεγματικότητα, συναίσθημα, ερωτισμό, και μια κατάθεση ψυχής προς το άλλο φύλο που συγκινεί – ακόμα και σαν ένα είδος ανδρικής συγγνώμης για όσα κατά καιρούς του έχουν προσάψει.
Είναι ένας λόγος-ύμνος προς την γυναίκα, ο οποίος εκφράζεται με την μορφή διαλόγου με αυτήν, στο β’ ενικό, και με τρεις διαφορετικούς ποιητικούς τρόπους, έναν για κάθε μια από τις τρεις ενότητες του βιβλίου, ξεκινώντας σε χαμηλούς, γλυκούς συναισθηματικούς τόνους και καταλήγοντας σε μια κραυγή του ποιητή, ο οποίος καταγγέλλει την κατάσταση και την κακοποίηση της γυναίκας στην σημερινή ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο και σύμβολο το άνθος της παπαρούνας, και βέβαια το άλικο χρώμα της. Πρόκειται για μια πρωτότυπη επιλογή του ποιητή, εφόσον η παπαρούνα είναι ένα λουλούδι πανέμορφο, το οποίο όμως δεν συναντούμε συχνά ούτε στην λογοτεχνία, ούτε στις ανθοδέσμες που προσφέρονται στο γυναικείο φύλο, ενώ εδώ προφανέστατα αντικαθιστά το ρόδο. Το κόκκινο είναι ασφαλώς το χρώμα του έρωτα, ο οποίος αναβλύζει από το κείμενο, αλλά και του αίματος, που φέρνει η βία. Ολόκληρη η ενότητα συνιστά ένα ατόφιο «δόσιμο», και μια τρυφερή και ολοκληρωτική παράδοση στην γυναίκα, εφόσον αυτή η τελευταία αποτελεί και το αντικείμενο της έμπνευσής του ποιητή.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά: «Μόνο στη θάλασσα, στο κενό και στην αγάπη η αντιστροφή του νόμου της βαρύτητας» (σελ. 13), «Θε μου, πόσο πολύ ταιριάζεις με την άνοιξη. // Όθεν η ποιητική της ύπαρξής σου ή αλλιώς η ύπαρξη της ποιητικής μου.» (σελ. 14). Και «Ιδού που παιδιόθεν πνίγομαι στο ίδιο ακριβώς ποτάμι. Τι κι αν σε λένε Μαρία, Ελευθερία, Άννα, Νεφέλη, Κατερίνα, Αγγελική, Κωνσταντίνα ή Ελπίδα. Άλλα ονόματα – η ίδια πάντα ιστορία. // Κοίτα με, χιλιετίες τώρα που ξεβράζομαι ναυαγός στις εκβολές σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά κάθε φορά είναι η πρώτη φορά μαζί σου». (Σελ. 17).
Η δεύτερη ενότητα αποκαλείται «Μικρή ερωτική συμφωνία», και ο τίτλος της θυμίζει μια μικρή, αλλά πλούσια σε νοήματα μουσική σύνθεση την οποία εμπνέεται η ψυχή του ποιητή. Το συναίσθημα της απώλειας της αγαπημένης από μιαν ασθένεια η οποία συνιστά μάστιγα της εποχής μας – τον καρκίνο του μαστού, κυριαρχεί. Το ποιητικό πεζό κείμενο συνιστά ουσιαστικά το εσωτερικό, ψυχικό χρονικό μιας ερωτικής σχέσης, και ταυτόχρονα αποτελεί μιαν «αναθηματική» γραφή του άρρενος ποιητικού υποκειμένου στη μνήμη της χαμένης συντρόφου, που περνά στον αναγνώστη μηνύματα με προφανή επικαιρότητα.
«Μόνο ο έρωτας, η επανάσταση και η φύση δικαιούνται να υπόσχονται την άνοιξη», γράφει με καίριο αποφθεγματικό λόγο ο Χατζημωυσιάδης στην σελ. 21, ενώ η «αναθηματική» διάθεσή του διατυπώνεται με λυρισμό στην καταληκτική του κειμένου φράση, στη σελ. 27: «Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου».
Το αποκορύφωμα των συναισθημάτων του ποιητή απέναντι στην γυναίκα, εκφράζεται στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, η οποία φέρει τον συμβολικό τίτλο «Πουκάμισο αδειανό», στα πλαίσια ενός επιτυχημένου διακειμενικού διαλόγου με τον Γιώργο Σεφέρη και το ποίημά του «Ελένη». Ο λόγος της συγκεκριμένης ενότητας δεν είναι παρά μια κραυγή. Μέσα από ένα ευφυώς δοσμένο και δομημένο κείμενο-ποίημα, που κλιμακώνει προοδευτικά την συναισθηματική έντασή του, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης χρησιμοποιεί το σύμβολο της Ωραίας Ελένης και τους ρόλους τους οποίους αυτή εκπροσωπεί, για να τοποθετήσει την γυναίκα στα πλαίσια της ανδροκρατούμενης κοινωνίας διαχρονικά, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και να αντιστρέψει τις αρνητικές παγιωμένες αντιλήψεις και τα στερεότυπα που επικρατούν εναντίον του γυναικείου φύλου.
«Είσαι υπόλογη της αθωότητάς σου. // Είσαι υπεύθυνη της ομορφιάς σου. // Είσαι ένοχη της φύσης σου», κορυφώνει τον δραματικό του λόγο στη σελ. 37, στηλιτεύοντας με λακωνικό ρητορικό σχήμα και φωτογραφικό τρόπο τις πεποιθήσεις των ανδρών για τη γυναίκα, καθώς και την ψυχολογική και άλλη βία και την κακοποίηση που ασκείται εναντίον της, και υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη μερικά από τα ωραιότερα και δραματικότερα πρόσωπα γυναικών-συμβόλων που έζησαν στον κόσμο κατά τη διάρκεια της Ιστορίας μέχρι σήμερα, όπως την Πηνελόπη, την Μαρία την Μαγδαληνή, την Παναγία, την Ιωάννα της Λορένης, την Μπουμπουλίνα, ακόμη και την Ελένη Τοπαλούδη. Η μοναδική αλήθεια, δεν είναι παρά «η θλίψη των ματιών σου», καταλήγει στη σελ. 39.
Μια θλίψη που απευθύνεται όχι μόνο στον «μάγο της φυλής», τον «αρχηγό της κοινότητας», τον «βασιλιά της χώρας», τον «ιεροεξεταστή», τον «ερωτύλο εραστή», τον «προστατευτικό αδελφό», τον «αυστηρό πατέρα», και πάνω απ’ όλα τον «νόμιμο σύζυγό σου», όπως αναφέρει ο ποιητής απαριθμώντας μια-μια τις ιδιότητες των ανδρών στη σελ. 37, αλλά μια θλίψη που απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής, καθώς ανάμεσα στην μουντάδα των χρωμάτων με τα οποία σκιαγραφείται η γυναικεία φιγούρα του, το κόκκινο στα χέρια της κυριαρχεί με ποικίλους συμβολισμούς, οι οποίοι παραπέμπουν τόσο στην ίδια τη φύση της γυναίκας (έμμηνος ρύση), όσο και στη βία που ασκείται εναντίον της. Το βιβλίο ολοκληρώνει η εκφραστικότατη ζωγραφική της Ηρώς Σιδέρη, που κοσμεί τις σελίδες του.
«Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις», καταλήγει στην τελευταία φράση του βιβλίου του ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης. Ο λόγος και η δικαίωση, στο άλλο μισό του πορτοκαλιού της ζωής…