Η πρώτη αντίδραση που σε διατρέχει σύγκορμο, καθώς προχωρείς την ανάγνωση τούτου του πονήματος, είναι: σοκ. Η δεύτερη, κατάπληξη. Και η τρίτη, περίσκεψη. Περίσκεψη, και μια ανησυχία πανύψηλο βουνό μπροστά σου. Ένα βουνό που δεν διαθέτεις κανένα μέσο για να το σκαρφαλώσεις και να βρεθείς από την άλλη πλευρά – σε εμποδίζει η σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτή που δυστυχώς προχωρά με ταχείς ρυθμούς μόνο προς μια κατεύθυνση, εκείνη της καταστροφής. Κλείνεις το βιβλίο, και λες, «αυτός ο άνθρωπος, πολύ περισσότερο αυτός ο λογοτέχνης, συνειδητοποιεί και φωνάζει την αλήθεια, μπορούμε να τον ακούσουμε;» Ο λόγος γίνεται για την νέα νουβέλα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη με τον τίτλο «Νώε», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη…
Πόσο, σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, είμαστε «ώτα μη ακουόντων;» Η νουβέλα, σκιαγραφεί: Πάνω σ’ έναν πλανήτη όπου η κλιματική αλλαγή βρίσκεται εν εξελίξει με ανεπίστρεπτο τρόπο, όπου οι πόλεμοι και οι γενοκτονίες συνεχίζονται αδιατάρακτα, όπου η άνοδος της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της Γης έχει λιώσει πλέον τους πάγους με αποτέλεσμα η στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει ολοένα, καταπίνοντας πολιτείες και χωριά, λιβάδια και δάση, πεδιάδες και βουνά, ένας άνθρωπος σε μια πόλη, σε χώρο και σε χρόνο μηδέν, αντιλαμβανόμενος την «επόμενη μέρα», κατασκευάζει μια βάρκα, και μπαίνει μέσα σ’ αυτήν για να επιπλεύσει και να σωθεί. Μοναδική του συντροφιά ένας σκύλος, που επιβιβάζεται εξίσου, απρόσκλητος και τρομοκρατημένος, και ο οποίος ακούει στο όνομα Παρασκευάς.
Και καθώς τα συναισθήματα και οι σκέψεις του αναγνώστη όσο βυθίζεται στην υπόθεση, εναλλάσσονται, μ’ ένα θαυμαστικό να σχηματίζεται αναπότρεπτα στην καρδιά και το νου του, η δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου αδράχνει την πένα, για ν’ «αποθανατίσει»: τον πόλεμο του ανθρώπου εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Επί χιλιάδες χρόνια πάνω στον πλανήτη Γη οικοδομούμε αριστουργήματα και την ίδια στιγμή ανοίγουμε βάραθρα για να μας καταπιούν. Έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούμε αυτή τη φορά, στις μέρες μας;
Θα μπορέσει άραγε να αφυπνιστεί ο μέσος αναγνώστης τούτης της νουβέλας, από την καταπληκτική αλληγορία που αυτή, με βαθιά στοχαστικό τρόπο, ξετυλίγει στο χαρτί;
Ο ήρωάς της, είναι ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας, που βλέποντας τη στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει αργά και σταθερά, και μέσα σε μερικές μέρες να καταπίνει την πόλη του, κατασκευάζει μια βάρκα, την ονομάζει «Κιβωτό», και μπαίνει μέσα για να επιπλεύσει και να σωθεί όπως μπορεί. Το σενάριο πραγματικά φαντάζει ακραίο, πόσο είναι όμως; Ήδη, σε παγκόσμιο επίπεδο, νησιά στον Ειρηνικό Ωκεανό απειλούνται με καταποντισμό εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, απλώς βρίσκονται πολύ μακριά μας ακόμη, για να τα λογαριάσουμε. Για να μην αναφερθούμε στα «καθ’ ημάς» – οι πλημμύρες που έγιναν στη Θεσσαλία πέρυσι τον χειμώνα, μας στοιχειώνουν πάντα. Οι πάγοι στους πόλους της Γης λιώνουν με πάταγο, η τοπική πανίδα, με αιχμή της τις πολικές αρκούδες, απειλείται, και χιλιάδες άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη έχουν αρχίσει να πεθαίνουν από την ακραία αύξηση της θερμοκρασίας. Κι αυτό, δεν είναι σενάριο. Πραγματικότητα είναι.
Ο Χατζημωυσιάδης, ένας διακεκριμένος συγγραφέας που στην συγκεκριμένη περίσταση λειτουργεί ως αιχμή του δόρατος των σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών, και καλά κάνει, στο παρόν πόνημα εκφράζει με τον πλέον ζωντανό και γλαφυρό τρόπο τις ανθρώπινες ανησυχίες του για την παγκόσμια οικολογική και όχι μόνο κατάσταση. Και υπογραμμίζει όλες τις πλευρές του δράματος που βιώνουμε πάνω στον πλανήτη μας: την απάθειά μας, την εθελοτυφλία μας, την άρνησή μας να δούμε πού οδεύουμε ως ανθρωπότης, αλλά και την αδιαφορία και ουσιαστικά την συνενοχή της όποιας εξουσίας απέναντι στην καταστροφή που λαμβάνει χώρα, και τον ατελέσφορο ρόλο που διαδραματίζει η θρησκοληψία.
Μεταφέρω αυτούσια την παράγραφο που καταγράφεται στις σελίδες 29 και 30:
«Κάτω απ’ το νερό ήταν ο προηγούμενος κόσμος, η προηγούμενη ζωή μου. Φυσαλίδες ανέβαιναν κι έσκαγαν στην επιφάνεια. Σκεφτόμουν ότι κάποιες απ’ αυτές θα ‘ταν από οξυγόνο που εγκλωβίστηκε, μερικές όμως ήταν σίγουρα από ανθρώπους που πνίγονταν. Δεν γνωρίζω πιο σιωπηλό και μοναχικό θάνατο απ’ τον πνιγμό στα βάθη της θάλασσας. Αν εξαιρέσουμε όσους είχαν την προνοητικότητα να κινηθούν από νωρίς προς τις ψηλότερες κορυφές και τους πολύ πλούσιους, τον δήμαρχο, τα περισσότερα μέλη του δημοτικού συμβουλίου και τα ανώτερα στελέχη στη θρησκευτική και στη στρατιωτική ιεραρχία, που, καθώς είχαν εσωτερική πληροφόρηση, πρόλαβαν να εξασφαλίσουν εγκαίρως αεροπορικά εισιτήρια για τις χώρες του βορρά, οι πιο πολλοί πνίγηκαν στα σπίτια, στα μαγαζιά, στους δρόμους και στους χώρους εργασίας δίχως καμιά σχεδόν αντίδραση, με την στωική βεβαιότητα ότι δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό που ήδη συνέβαινε, ή ότι, αν πράγματι συνέβαινε, θα αναλάμβαναν άμεσα πρωτοβουλία ο κρατικός μηχανισμός και η επιστημονική κοινότητα για την αντιμετώπισή του».
Ο Χατζημωυσιάδης παρουσιάζει με ζοφερό τρόπο την απίστευτη στάση των ανθρώπων μπροστά στην καταστροφή, στάση που συνοψίζεται το λιγότερο στην απόλυτη εθελοτυφλία και την άρνηση ν’ αντικρίσουν την πραγματικότητα κατάματα, την στιγμή που το νερό έχει ήδη φτάσει στις αυλές των σπιτιών τους. Πόσο σ’ αυτή την στάση αντικατοπτριζόμαστε εμείς;
Και ποια φράση είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσουμε για την νουβέλα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη: Είναι «το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», ή μήπως μπορούμε να εκστομίσουμε ότι «η ελπίδα βρίσκεται στην δράση;» Ο άνθρωπος της βάρκας, της «Κιβωτού», είναι ένας Ροβινσώνας Κρούσος, ή καλύτερα ένας σύγχρονος Νώε; Τουτέστιν, έχει μέλλον να επιβιώσει, οικοδομώντας ένα νέο, καλύτερο κόσμο; Ο συγγραφέας ταυτίζεται με συγκλονιστικό τρόπο με τον ήρωα της νουβέλας του στο πανανθρώπινο Σύμβολο της δικής του Πίστεως, το οποίο απαγγέλλει μέσα από την καρδιά του στις σελίδες 41-42. Πάλι μεταφέρω αυτούσια:
«Πιστεύω εις έναν άνθρωπον άνευ εξουσίας και παντοκρατορίας, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και ιδίως αοράτων.
Και εις τα τέκνα αυτού, τα διγενή, τα εκ μητρός και πατρός γεννηθέντα εις πάντας τους αιώνας· φώτα εκ φώτων, ανθρώπων αληθινών εξ ανθρώπων αληθινών, γεννηθέντα και ποιηθέντα, μη ομοούσια τη μητρί και τω πατρί, δι’ ων ουδέν αιώνιον εγένετο.
Τα δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθέντα και τεχθέντα ψυχής τε και σώματος καρπός συνουσίας.
Καθ’ ημέραν τε σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίων Πιλάτων και παθόντα και ταφέντα.
Και αναστάντα εκάστη τη ημέρα κατά τας Γραφάς.
Και περιφερόμενα επί της γης, και καθεζόμενα εξ ευωνύμων της μητρός.
Και πάλιν ερχόμενα μετά ταπεινότητος ουχί κρίναι ζώντας και νεκρούς· ουδέ τους βασιλέας προσκυνείν μέχρι τέλους.
Και εις την πίστην την μίαν, την λυτρωτικήν, την βλάσφημον, την εκ της οδύνης εκπορευομένην, την ουδένα πατέρα και υιόν συμπροσκυνουμένην και συνδοξαζομένην, την λαλήσασα δια των μεγίστων ποιητών.
Εις καμίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν.
Ομολογώ εν βάπτισμα εις κληροδότημα αμαρτιών.
Προσδοκώ ανάστασιν ζωντανών.
Και ζωήν του παρόντος χρόνου. Αμήν.»
Τούτο το ιδιότυπο, καίριο στα νοήματά του, Σύμβολο Πίστης, δεν ομολογεί τίποτε περισσότερο, από την πίστη του συγγραφέα στον Άνθρωπο με Α κεφαλαίο. Εκείνον που εκτός από καταστροφέας, στην διάρκεια της ιστορίας του ξέρει και να μεγαλουργεί. Στα πρόθυρα του τέλους του, ο ήρωας της νουβέλας, κατακλύζεται, όπως είναι φυσιολογικό, από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, και λάμνει με τα κουπιά του προς όποια νησίδα στη μέση της θάλασσας του φανεί ειρηνικότερη.
Η ελπίδα όμως δεν βρίσκεται, και δεν πρέπει να βρίσκεται μονάχα στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο αναδύεται στο «μετά». Η ελπίδα πρέπει να βρίσκεται πρωτίστως στο «πριν». Προτού όλα να γίνουν στάχτη, ή θάλασσα, αν προτιμάτε. Η ελπίδα πρέπει να βρίσκεται στην αφύπνιση και στη δράση, τώρα. Όλων μας.
Θερμή παράκληση: Διαβάστε αυτό το βιβλίο του πανάξιου συγγραφέα Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη. Θα σας εκπλήξει, και προπαντός, θα σας ξυπνήσει. Πριν να είναι πολύ αργά…