Θροΐζει. Η ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη, θροΐζει: ανθρώπινη σκέψη, παιδικό όνειρο, και τα φύλλα – κιτρινισμένα και καταπράσινα – του ανέμου. Μυρίζει, επιπλέον: ανάσα – κλεψύδρα του χρόνου, και χοχλάκιασμα κυμάτων στην αμμουδιά της αιωνιότητας. Και, με μάτια στοχαστικά και πλούσιο συγγραφικό ταλέντο, γράφει. Για ποιο βιβλίο μιλάμε; Για το πιο πρόσφατο της καταξιωμένης αυτής λογοτέχνιδας, που τιτλοφορείται «Άμμος και λίγα βότσαλα», και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.
Ο ξεχωριστός τίτλος προσφέρει στον αναγνώστη ένα δροσερό ερωτηματικό, αλλά ο υπότιτλος μας προϊδεάζει για την μοναδική ιδέα που συλλαμβάνει ο νους της ποιήτριας: Πρώτον: «Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα». Δυό εξαιρετικά σημαντικές οντότητες προβάλλονται εδώ, η μια ζωντανή (ο άνθρωπος), και η άλλη «ζωντανή» (το ποίημα). Ο Θεός-Δημιουργός εμφύσησε ζωή στον άνθρωπο, και ο άνθρωπος-ποιητής εμφυσά ζωή στο ποίημα. Αυτές οι δυό οντότητες συμπλέκονται, η μια εμπεριέχει την άλλη, και η ιδέα της Παυλίνας Παμπούδη να τις συμπλέξει, είναι μοναδική.
Δεύτερον: «Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο». Ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα παιδί. Ένα αιώνιο παιδί, που φέρει την σοφία του νου και της καρδιάς του κατόχου του. Κι εδώ, η ιδέα της ποιήτριας να το αναδείξει μέσα στους ποιητικούς στοχασμούς της, είναι και πάλι μοναδική.
Τρίτον: «Τι έλεγε ο άνεμος». Τι ψιθυρίζει ο άνεμος πάνω από τους κόκκους της άμμου κι ανάμεσα στα βότσαλα; Τι μπορεί να ψιθυρίζει το ποτάμι του ανέμου πάνω από την άμμο της αιωνιότητας και τα λίγα βότσαλα του εφήμερου ανθρώπινου πολιτισμού και (δυστυχώς) «πολιτισμού» μας; «Τα πάντα ρει…»
Στοχαστικά τα μάτια της Παμπούδη, γράφουν στην πρώτη, μεγάλη ενότητα του βιβλίου της: «Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα». Ο άνθρωπος-ποιητής, ποιητικό υποκείμενο, και ο άνθρωπος με την συλλογική έννοια της λέξης. Τούτα τα δυό ταυτίζονται. Ο άνθρωπος λοιπόν ειδικώς και γενικώς και ο ποιητής μιλούν, και τα ποιήματα της Παμπούδη ακολουθούν συγκεκριμένη ροή σκέψεων: πρώτον, ξεκινούν από την βαριά εξομολόγηση (και ομολογία) του ποιητικού υποκειμένου, ότι σε ώρα ανάγκης του ανθρώπινου βίου του είχε βάλει ενέχυρο τα παιδικά του χρόνια, για να ζήσει.
Δεύτερον, προχωρούν στην εξύψωση του Παιδιού (ως έννοιας και ως ατόμου) – «Χρόνια ο άνθρωπος / Μετράω τις αμετροέπειες των στίχων…// Μα όχι, φέγγουνε στη μνήμη πάντα / Το παιδικό δαχτυλιδάκι με την άκουα μαρίνα / Το άπειρο, δυο βέρες / Τα φλουριά των φεγγαριών / Δεν λείπει τίποτα – …» – καταγράφοντας παιδικά αντικείμενα (ακόμα και δυο βέρες – σύμβολο του απείρου), τα οποία κάνουν τον άνθρωπο «πάμπλουτο» (ποίημα «Μετράω»).
Τρίτον, τα ποιήματα περιγράφουν την σχέση ανθρώπου και ποιήματος, με προεξάρχον στο ποίημα το σημαίνον (και το σημαινόμενο) της (συμβολικής) θάλασσας και της πανσελήνου: «Τα πανθ’ ορώσα / Υπεράνω των υδάτων εκκρεμεί / Σεβάσμια πανσέληνος»: (ποίημα «Ορθώνομαι»). Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η πανσέληνος είναι η πεμπτουσία της ποίησης;
Τέταρτον, περνούν στον «αφηνιασμένο αιώνα» μας (ποίημα «Φωτίζεται»), και τον στοχασμό γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη, τις πράξεις και τα πάθη μας. Ο άνθρωπος, ο οποίος αποτελεί το επίκεντρο της ποιητικής συλλογής, είναι «Μια γνώση αδιέξοδη, βράχος απέναντι / Ριζώνει πατημένος σε βαθύ αποτύπωμα θεού – // Ο άνθρωπος / Κανένας τρόπος πάλι να περάσω απ’ την άλλη – ». Η ποιήτρια, με την συγκεκριμένη της ιδιότητα, βρίσκεται σε αδιέξοδο εξαιτίας του ανθρώπου, ο οποίος στην συλλογή εκπροσωπείται από το μαύρο χρώμα («Το μαύρο που ο άνθρωπος υπήρξα / Και αναγνωρίζω – », ποίημα «Το αναγνωρίζω»).
Η ποιήτρια καταδικάζει με σαφή τρόπο τον άνθρωπο ως φορέα καταστροφής. Εκδιπλώνει όχι μόνο το στοχασμό, αλλά και την ανησυχία της για το περιβάλλον, τις «λάθος θεωρίες» του ανθρώπου, (ποίημα «Anno Mundi» – τρίτη ενότητα), την ουσιαστική απουσία του από τον εποικοδομητικό βίο, ο οποίος παράγει και συναπαρτίζει την θετική Ιστορία. Ο άνθρωπος είναι ο «άθλιος προσκυνητής», ο «ένθεος», ο «έντρομος, ο «σαρκοφάγος», και ο «κανίβαλος» (ποίημα «Anno Mundi»). Βεβαίως, αξίζει την συγχώρηση για όλ’ αυτά, τόσο της ποιήτριας όσο και της φύσης (του κοτσυφιού, στο ποίημα «Υλοποιείται»,) αλλά με τα άλλοθί του, πάλι ξεφεύγει (ποίημα «Αναπηδώ»).
Σταχυολογούμε ολόκληρο το μικρό ποίημα «Ακολουθώ 2», το οποίο αναφέρεται στην οικολογική καταστροφή του πλανήτη:
«Ο άνθρωπος ακολουθώ το μονοπάτι
Το μονοπάτι με ακολουθεί αβέβαιο
Τώρα
Διασχίζουμε μια τεθλιμμένη εξοχή –
Όξινη χλόη
Υβρίδια βασανισμένα, άνθη άοσμα
Άρρωστα δέντρα
Απότομα σταματημένα στην πλαγιά – »
Βέβαια, η ποιήτρια βλέπει στο πρόσωπο του ανθρώπου και το δυνάμει θύμα των καταστάσεων της ζωής «…κάθε άνθρωπος δυνάμει ζώο αγαθό / Φαγώσιμο / Λίπη και πρωτεΐνη, λύπη και ψυχή / Και ό,τι άλλο, άγνωστο, θεός / Μεταβολίζει – » (ποίημα «Αντιλαμβάνομαι»), ενώ απέναντι, αντιστικτικά, τοποθετεί την θάλασσα, η οποία, όπου αναφέρεται μέσα στη συλλογή, μαζί με την άμμο, συμβολίζει την αιωνιότητα. («Περνά σύννεφο μαύρο / Πάει, πέρασε / Ποιανού ζωή να ήταν άραγε; // Κάπου μακριά σκάβουν τον ουρανό / να βρούνε κι άλλη θάλασσα, να, κιόλας / Φυτεύονται ψιλές φωνές ίσκιων στην άμμο / Κι άλλες ζωές / Θ’ ανθίσουν κύματα / Θεσπέσια θεόρατα – », μας λέει στο ποίημα «Περνά».
Πέμπτον: Τα ποιήματα, και η ροή των σκέψεων της Παμπούδη μας περνούν στη συνέχεια στο θαύμα της άνοιξης, χωρίς να λείψει από τους στίχους και η αναφορά στον πόλεμο, που ελλοχεύει μέσα στον ανοιξιάτικο ίσκιο.
Σταχυολογούμε το ποίημα «Υπάρχει», όπου η ποιήτρια μας προσφέρει ένα ξέφωτο ανακούφισης, με το χαρισματικό ξεχώρισμα του Λόγου:
«Ξέρω, υπάρχει Λόγος:
Προσέχω τώρα, ξεχωρίζω μες στο θόρυβο
Πνευστά από αμαρυλλίδες δίχρωμες
Καμπάνες από καμπανούλες, τερερέμ
Ισοκρατήματα
Φωνές πυκνές δασών, που τότε άκουσα
Και τώρα επιτέλους ξεδιαλύονται
Στις χίλιες σημασίες
Και τις αποχρώσεις τους
Υπάρχει Λόγος – »
Οι σκέψεις της ποιήτριας κλείνουν με τον άνθρωπο σε κατάσταση ύπνου, οπότε και οι συνθήκες αλλάζουν, ο άνθρωπος εκτός από θύτης είναι, πράγματι, και θύμα:
«Ναι, είναι υπαρκτό εκείνο το κενό:
Ο άνθρωπος πέφτω στον ύπνο
Κι αναποδογυρίζω, είναι
Από ζωή ένα κομμάτι – αυτό που λείπει πάντα –
Αυτό που ολοχρονίς μου κρύβουν
Πρόχειρα σκηνικά και φορητές εικόνες –
Αλλά τις νύχτες, όταν συντελείται
Κρυφά ιεροποίηση των πάντων
Ενοποιείται ο χρόνος πάλι
Πληρώνει το κενό, με δέχεται
Κοιμάμαι – »
μας γράφει στο ποίημα «Κοιμάμαι τώρα». Ενώ μέσα στην «πυκνοκατοικημένη νύχτα», «σε όνειρο», «ολόγυρά μου ρέει παραμύθι», που μοιάζει αληθινό (ποιήματα «Υπνοβατώ» και «Ξυπνάω»): εκεί, όλες οι μεγάλες ιδέες εξανεμίζονται, γίνονται χώμα και χορτάρι, ή μετακινούνται. «Κι έχει αποδοθεί ξανά / Η λέξη θάλασσα στη θάλασσα / Στους τίτλους τέλους – ».
Στοχαστικά λοιπόν τα μάτια της Παμπούδη. Με φιλοσοφική διάθεση, αλληγορία και ευαισθησία. Στην δεύτερη ενότητα, η ποιήτρια γράφει: «Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο». Η εξύψωση του Παιδιού και του ρόλου του, τόσο στον εξωτερικό όσο και στον εσωτερικό μας κόσμο, αποτελεί κύρια συνιστώσα της ποιητικής συλλογής. Ό,τι απομένει από τον «αφηνιασμένο αιώνα μας», έτσι όπως σκιαγραφείται στην πρώτη, και μεγαλύτερη ενότητα των ποιημάτων, έχει σχέση με εκείνο: τα «παιδικά κειμήλια», τα πολυτιμότερα δηλαδή αντικείμενα που επιβιώνουν από το παρελθόν μας, διαφυλάσσονται ως κόρη οφθαλμού, και «φέγγουν» μέσα «Στου λόγου του κινούμενου την άμμο – ». (Ποίημα «Φωτίζεται» από την πρώτη ενότητα). Τουτέστιν, κατοικούν μέσα στην ποίηση.
Οι στίχοι που συνθέτουν τούτη την δεύτερη, μικρή ενότητα, φτιάχνουν ποιήματα που αναδεικνύουν τον παιδικό τρόπο δράσης και βίωσης καταστάσεων, τόσο μέσα στην πραγματικότητα όσο και μέσα στο όνειρο που της μοιάζει. Μόνο που τόσο τα παιδιά, όσο και η σημασία τους μειώνεται, υποβαθμίζεται από τον κόσμο μας συστηματικά, και η ποιήτρια το γνωρίζει, και το επισημαίνει.
Ας διαβάσουμε το αλληγορικό ποίημα «Ας μουτζουρώσω», το οποίο μας καταγγέλλει ότι ακόμα και ο Θεός λείπει:
«Στο μεταξύ, ας μουτζουρώσω κι άλλο, είπα
Να, μονοκονδυλιά η αποτύπωση:
Σπιτάκι παιδικό, λείπει η πόρτα
Βαρύ το όρος πίσω, λείπει ο θεός
Η θάλασσα σγουρή κι ο ήλιος πολυπλόκαμος
Σε πρώτο πλάνο
Τέλος, στην άκρη του χαρτιού το ανθρωπάκι
Αδέξιο κι έτοιμο να πετάξει –
Εκεί με βρήκα· τα υπόλοιπα είναι γνωστά –
Δεν έτυχαν τυχαία όλ’ αυτά – ».
Και ο άνεμος; «Τι έλεγε ο άνεμος» στην τρίτη ενότητα του βιβλίου; «Περνά η ώρα, πέρασαν τα χρόνια / Καμήλες απ’ το μάτι της βελόνας – / Περνάμε πάλι και οι άνεμοι / Της Ιστορίας…», λέει το ποίημα «Περνά». Αγέρας φυσά, τα χρόνια μας παίρνει, λέω εγώ. Τι είναι για τη φύση, για τον άνθρωπο ο άνεμος; Είναι η εναλλαγή των εποχών. Είναι η πορεία της ζωής μας. Είναι η κλεψύδρα του χρόνου. Είναι η μέρα που κυλά, και φωτίζει τα κρίματα και τα πάθη μας. Είναι η νύχτα και ο ύπνος, που ξέρουν, γνωρίζουν το δεύτερό μας πρόσωπο, το όνειρο και το υποσυνείδητό μας, «Κάτω απ’ το μαξιλάρι, το κρανίο ανοιχτό / Σε παρελθόν και μέλλον – » (ποίημα «Τα πρόσωπα»). Είναι, με την φθορά του, το αντίπαλον δέος της αιωνιότητας.
«Λοξά πατήματα πουλιών
Ιερογλυφικά στην άμμο
Ομοιωματικά
Ομοιωματικά
Ομοιωματικά
Α, ναι, σαν ποιήματα
Περνώ, ξαναπερνώ ο άνεμος
…………………………………………………………………………………………..
Τώρα, πάλι μόνο η άμμος – η αιωνιότητα
Α, να
Και λίγα βότσαλα – »
(«Υ.Γ. Άμμος και λίγα βότσαλα»)
Η ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη, είναι ευφυής. Κατέχει την σπίθα της ευρηματικότητας. Όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται τα θέματά της (άνθρωπος, παιδί, χρόνος), αλλά κι επειδή δεν περιορίζεται σε στιχουργικά και εκφραστικά κλισέ.
Πρώτον, οι αναγνώστες δεν θ’ αργήσουν να παρατηρήσουν, ότι σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής φέρουν τίτλους αποκλειστικά ρηματικούς, με εξαίρεση το ποίημα «Ειδήσεις», που συνοψίζει σ’ ένα ουσιαστικό, και με ειρωνικό τρόπο, την καταστροφικότητα του ανθρώπου, το ποίημα «Τα πρόσωπα», που επίσης συνοψίζει μ’ ένα ουσιαστικό την κατάσταση των ανθρώπων στον ύπνο, το ποίημα «Η Κιβωτός», το οποίο συνοψίζει την κατάσταση όλων των ζωντανών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, και συγκεντρώνει «…υποείδη που δεν πρέπει να σωθούν», το ποίημα «Anno mundi», που αποτελεί την επιτομή και το συμπέρασμα του βιβλίου, και το «Υ.Γ. Άμμος και λίγα βότσαλα» της ποιήτριας.
Το ουσιαστικό λοιπόν, συνοψίζει, ενώ το ρήμα, με δύναμη, δράση, ενεργητικότητα και ακρίβεια, χτυπά στο κέντρο του νου και της καρδιάς.
Και δεύτερον, όλα τα ποιήματα, (πλην τριών, που ολοκληρώνουν την σκέψη της ποιήτριας κλείνοντας με ερωτηματικό), στον τελευταίο στίχο τους τελειώνουν με μια παύλα. Εύρημα με δύο όψεις: α) η φράση τελειώνει εκεί β) η φράση δεν τελειώνει εκεί, λείπει η ατάκα του τέλους, την οποία η ποιήτρια υπονοεί.
Ή μήπως καλείται να την συμπληρώσει ο αναγνώστης;
Όσοι αναγνώστες πιστοί σε τούτη την ανάγνωση, προσέλθετε…