You are currently viewing Δάφνη Μαρία Γκυ – Βουβάλη: Σταμάτης Πολενάκης, Προς Δαμασκόν. Εκδ.  Ενύπνιο

Δάφνη Μαρία Γκυ – Βουβάλη: Σταμάτης Πολενάκης, Προς Δαμασκόν. Εκδ. Ενύπνιο

Μια ιδιαίτερης δύναμης και αναστοχασμού γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη ποιητική συλλογή μας προσέφερε ο ευρυμαθέστατος και πολυβραβευμένος Σταμάτης Πολενάκης την χρονιά που μας πέρασε, υπό τον τίτλο «Προς Δαμασκόν», και από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Μια συλλογή που εμποτίζει τα Ελληνικά Γράμματα για άλλη μια φορά με αυτή την ιδιαίτερη γοητεία και την επίγευση της πραγματικά μεγάλης ποίησης από την οποία φαίνεται αυτός να διαπνέεται.

Τι σημαίνει η φράση «Προς Δαμασκόν;» Ο διακειμενικός διάλογος του τίτλου, που επιχειρεί ο ποιητής, με τις Πράξεις των Αποστόλων, είναι πασιφανής. Αφορμώμενος από τα όσα συνέβησαν στον διώκτη του Χριστού Σαύλο και μετέπειτα Παύλο, Απόστολο των Εθνών κατά την διάρκεια της πορείας του προς την Δαμασκό, από το όραμά του δηλαδή, και την μεταστροφή του σε κήρυκα της αγάπης του Ιησού, ο Σταμάτης Πολενάκης επιχειρεί μέσω μιας μεγάλης αλληγορίας, μια βαθιά τομή στις δικές του υπαρξιακές ανησυχίες και αναζητήσεις στο δύσβατο ταξίδι προς την δική του Δαμασκό, και την ανεύρεση της δικής του Ιθάκης.

Στην ποίησή του οι ανησυχίες και οι αναζητήσεις αυτές συνδέονται άμεσα με την σύγχρονη αλλά και την διαχρονική ανθρώπινη συνθήκη, και το μεγάλο ερώτημα που ταλανίζει όλους τους εχέφρονες ανθρώπους της εποχής μας σχετικά με το πού βαδίζει ο κόσμος μας. Και το αποτέλεσμα για τον Πολενάκη είναι μια μεγάλη απαισιοδοξία, που όμως, είναι γεγονός, άλλοι ίσως ονόμαζαν πλέον ρεαλισμό…

Το έργο αποτελείται από δύο ενότητες, και στο πλαίσιό του, μέσα από δυνατά, πανέμορφα και στην πλειοψηφία τους πεζόμορφα ποιήματα, ο ποιητής πάσχει, και συμπάσχει με την ανθρωπότητα.

Σε αντίθεση με τον Απόστολο Παύλο που βρίσκει το Φως, αυτός βρίσκει το σκοτάδι. Μέσα από μια γραφή – ποταμό, ως επί το πλείστον χωρίς κανένα σημείο στίξης στα ποιήματα, ο πολιτικά και κοινωνικά αφυπνισμένος Πολενάκης μας εκφράζει την πίκρα και την απελπισία του για την ορμή του αίματος που κυριαρχεί στην ανθρωπότητα. Μας μιλά, σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, για τα «δάση που φλέγονται» και «για την ανελέητη φωτιά της δυστυχίας που κατακαίει τον κόσμο». Τα χρώματά του είναι το κόκκινο και το μαύρο. Η ζωή, παλεύει με τον θάνατο. Σε πρώτο πλάνο, η καταδίκη της σημερινής πολιτικοκοινωνικής και στρατιωτικοποιημένης κατάστασης του κόσμου μας, του ρατσισμού και της περιβαλλοντικής καταστροφής του πλανήτη.

Λαμβάνοντας αφορμή κατά κύριο λόγο από εμβληματικά ιστορικά γεγονότα και από την προσωπική ιστορία προσωπικοτήτων, από τον πολιτικό, κοινωνικό, στρατιωτικό, φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό διαχρονικό γίγνεσθαι, που σφράγισαν με τη ζωή, τις πράξεις και τα λόγια τους την παγκόσμια Ιστορία, μας περιδιαβάζει, με όχημα την εξαιρετική αλληγορία, τους συμβολισμούς και το συναίσθημά του, σε μια νέα Γκουέρνικα που σκιαγραφείται στην εποχή μας.

Ο Χριστός παραμένει γι’ αυτόν ο Θεός της περιφρονημένης και πονεμένης αγάπης. Απόδειξη το ποίημα «Όνειρο του ναυτικού που επέστρεψε», αλλά και το «Περικοπή από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο» το οποίο παραθέτουμε εδώ, μαζί με το ποίημα «Ένα τραγούδι αγάπης» που είναι αφιερωμένο στην υπέροχη Σόφι Μαγκνταλένα Σολ: την Γερμανίδα φοιτήτρια η οποία, (για όσους δεν την γνωρίζουν), μαζί με άλλους συμφοιτητές της στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου τα έτη 1942-43 συγκρότησαν την αντιστασιακή οργάνωση ‘Λευκό Ρόδο’, ορθώνοντας ηρωικά το ανάστημά τους απέναντι στο φασισμό κι εναντίον της κυριαρχίας του Χίτλερ στην πατρίδα τους Γερμανία, και εκτελέστηκαν από τους Ναζί το 1943:

 

«Περικοπή από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο

 

Μια μέρα ο Ιησούς επέστρεψε και τ’ όνομά του ήταν Κανένας και κανείς δεν τον αναγνώρισε. Μια μέρα ο Ιησούς επέστρεψε για να βαδίσει όχι πάνω στην άψυχη θάλασσα αλλά ανάμεσα στους σακατεμένους επαίτες και τους λεπρούς ανάμεσα στους επιζώντες της μάχης του Βερντέν ανάμεσα στους τυφλούς ψαράδες της Σκιάθου, που γέρασαν περιμένοντας.

Τη μέρα που ο Ιησούς επέστρεψε έβγαλε μια κραυγή φοβερή κι ελάλησε για τελευταία φορά προς τους όχλους κι έκλαψε με πικρά ανήμπορα δάκρυα για το επτάχρονο κοριτσάκι που ονομαζόταν Ξενούλα και πνίγηκε στο πηγάδι».

 

 

«Ένα τραγούδι αγάπης

 

Θροΐζουν απαλά οι κουρτίνες στο ανοιχτό μου παράθυρο· είναι νύχτα· η Σόφι Μαγκνταλένα Σολ περνά πάνω απ’ αυτή τη γη σαν ένα λευκό σύννεφο ελεύθερη πια από το βάρος του κόσμου. Άνοιξα τα μάτια χωρίς να δω το πρόσωπό της και τα πάντα μου αποκαλύφτηκαν σαν μέσα σε όνειρο. Απ’ αυτό τον ουράνιο άρτο θα ζήσει ο κόσμος».

 

Ο ποιητής μας δηλώνει όμως πως «βρήκαμε έρημη τη μεγάλη μυθική πόλη της Δαμασκού· τα πανύψηλα όρη αμετακίνητα» (ποίημα «Τελευταία Επιστολή»). Νιώθει συγκλονισμένος από τα δύο ολοκαυτώματα που σφράγισαν την σύγχρονη παγκόσμια Ιστορία στο διάβα της: Το εβραϊκό Ολοκαύτωμα που σημάδεψε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το σημερινό, αποτρόπαιο ολοκαύτωμα που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι στην Λωρίδα της Γάζας.

Το ποίημα «Όνειρο της 15ης Μαρτίου 1943» αποτελεί εμφανή νύξη στην ημερομηνία της έναρξης του εκτοπισμού των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς το 1943, ενώ στο ποίημα «Ύμνος και θρήνος για την πόλη της Γάζας» το συναίσθημα που αναβλύζει από την ψυχή του είναι άφατος πόνος, σε μια ευθεία προσευχή-καταγγελία της γενοκτονίας των Παλαιστινίων, στην οποία το ποιητικό υποκείμενο προσφέρει τον εαυτό του «θυσία» «στην καθαρότητα των ουρανών» όπως θα έλεγε κι ένας άλλος μεγάλος της ποίησής μας, ο Οδυσσέας Ελύτης.

 

 

«Ύμνος και θρήνος για την πόλη της Γάζας

 

Κύριε ρίξε πάνω μου την τρέλα και τη φωτιά

που πέφτει από τον ουρανό

……………………………………………

Θάνατος πέφτει από τον ουρανό· πάνω μου στρέψε

τα φοβερά όπλα στρέψε πάνω μου το τυφλό μαχαίρι

των φονιάδων Κύριε

Θάνατος πέφτει από τον ουρανό· σώσε Κύριε

τις θλιμμένες μητέρες των ερειπίων σώσε τα άρρωστα

παιδιά μας τα σημαδεμένα από τα δάκρυα

Θάνατος πέφτει από τον ουρανό· αφάνισέ με για πάντα

Κύριε στη θέση εκείνων  που περιμένουν να γεννηθούν

αφάνισε εμένα στη θέση εκείνων

που πρέπει να υπάρξουν και αύριο

Θάνατος πέφτει από τον ουρανό· είμαι εδώ και ανοίγω

το στήθος στη θέση του αθώου Ισαάκ».

 

Η ποίηση του Πολενάκη είναι γεμάτη πλαστικότητα, λυρισμό, μουσικότητα, την δική της γεύση και μοσχοβολιά. Όπως επίσης και καίρια εικονοποιία και δύναμη. Οι λέξεις του δονούνται και μας συγκλονίζουν:

 

«Μετανοείτε πλησιάζει η εσχάτη ώρα του κόσμου, τσίριξε χαιρέκακα ο προφήτης στον ύπνο μου. Με ξύπνησε απότομα ο παφλασμός των κυμάτων. Είδα χιλιάδες ήλιους να λάμπουν στο μακρινό στερέωμα που φλεγόταν, είδα τους μισότρελους χρυσοθήρες με τα γυάλινα μάτια είδα στο νησί Ούνιμακ ανάμεσα στην ομίχλη κοπάδια ολόκληρα από νεκρές φάλαινες»,

μας γράφει στο «Ονειρεύτηκα την Αλάσκα», ένα πεζόμορφο ποίημα-καταπέλτη για την καταστροφή στην οποία οδηγείται ο κόσμος.

Αλλά μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, ακόμη και το ίδιο το λειτούργημα της ποίησης προβάλλει ένας εξαιρετικά δύσβατος, και ακριβός δρόμος. Το ποίημα «Οιδίπους που επιστρέφει», είναι, ανάμεσα σε άλλα, πολύ χαρακτηριστικό αυτής της θεώρησης του Πολενάκη.

«Αν κάποτε έπρεπε να γράψω μια επιστολή σ’ ένα νέο ποιητή θα του παρέδιδα απλώς μια σελίδα κατάλευκη. Τη ζωή μου στην ξόδεψα σε ακατανόητα οράματα. Ονειρεύτηκα το χυμένο αίμα του πατέρα μου και τα ολόγυμνα στήθη της μητέρας μου στο σκοτάδι. Χέρι τυφλού χάραξε αυτές τις αινιγματικές λέξεις πάνω στην πέτρα· η ποίηση αγαπητοί είναι ακριβώς όπως η ζωή ένας αιώνιος μόχθος χωρίς ανταμοιβή ένας αγώνας μάταιος. C’ est la lutte finale ψέλλιζαν οι σύντροφοι με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο».

 

Κι όμως, «ο ποιητής λέει πάντοτε την αλήθεια». Κι αυτό φωτίζεται ακόμα περισσότερο στην δεύτερη ενότητα της ποιητικής συλλογής του Πολενάκη, όπου ο λόγος του γίνεται ακόμη περισσότερο «αποκαλυπτικός» και λυρικός. Μέσα στα μικρά, άτιτλα ποιήματα αυτής της ενότητας, τα οποία ο ποιητής ολοκληρώνει με ρητά μεγάλων προσωπικοτήτων, ξετυλίγεται ο αναστοχασμός του για τη «νύχτα», την «τέφρα που σκορπίζουμε», και την «απέραντη θλίψη» του κόσμου. Για τον «ετοιμοθάνατο ήλιο» που «σήμερα ανατέλλει για τελευταία φορά πάνω απ’ αυτή τη γη. Πάνω στη γη των δακρύων που υπήρξε κάποτε η μητέρα μας».

Απομένει η ακεραιότητα και η καθαρή συνείδηση του ποιητή και του ανθρώπου:

 

«Αποχαιρετισμός

 

Στη μνήμη της Λούλας Αναγνωστάκη

 

Αν μένει ακόμα κάτι να πούμε φεύγοντας είναι ότι κάναμε όσο μπορέσαμε το καθήκον μας: μείναμε άνθρωποι όσο μπορέσαμε σε σκοτεινούς καιρούς. Ναυαγοί κι εμείς πασχίσαμε να σώσουμε εκείνους που ναυάγησαν ανεβάσαμε παιδιά και γυναίκες στις ελάχιστες βάρκες. Οι άνθρωποι δεν θα μας θυμούνται θα μας θυμάται όμως ο Θεός»…

 

[Ο ποιητής στις σημειώσεις του επισημαίνει πως η τελευταία φράση (με πλάγια γράμματα) ανήκει στον Άντον Τσέχοφ και στο θεατρικό του έργο «Θείος Βάνιας» σε μετάφραση Βασίλη Ντινόπουλου].

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.