Είναι φορές που η ποίηση κυλά σαν τρικυμισμένο ποτάμι. Με πολλές, πολλές λέξεις και στίχους – αναθήματα στον άνθρωπο, αντιμέτωπη με την ομορφιά, τον έρωτα, αλλά και τον τρόμο, τον χρόνο και τον θάνατο. Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, με τον τίτλο Ρόδο σε καθρέφτη (εκδόσεις Μεταίχμιο), η ποίηση υφαίνει με όλα τα παραπάνω το είδωλό της μπροστά στον καθρέφτη του ποιητή.
Η ποίηση κυλά σαν τρικυμισμένο ποτάμι: στη συλλογή το ποιητικό υποκείμενο εκφράζεται με εξαιρετικά δυνατά ερωτικά συναισθήματα, και υπάρχουν δύο ποιήματα που μπορεί κάποιος να αντιπαραβάλλει, και τα οποία συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Το ποίημα «Η καλλονή» και το ποίημα «Ο καθρέφτης». Στο πρώτο, ο καθρέφτης του τίτλου του βιβλίου υπονοείται, και στο δεύτερο υπονοείται το ρόδο. Η καλλονή είναι ρόδο, ο βαθύς σαρκικός πόθος και το πάθος κυριαρχούν και στα δύο ποιήματα, ο ποιητής είναι όμηρος των συναισθημάτων του, και η ομορφιά κρατάει λεπίδι.
Ενδιαμέσως, το ποίημα «Κίνδυνος» (ο δεύτερος στίχος του οποίου είναι ο τίτλος του βιβλίου) υπογραμμίζει τούτη την πρωτότυπη και μοναδική σχέση ομορφιάς και θανάτου, πόθου και κινδύνου, με συνδετικό κρίκο το άλικο, κόκκινο χρώμα: το ρόδο και το αίμα. Ο αναγνώστης μόνο κόκκινο ρόδο μπορεί να φανταστεί.
«Απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας
ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους
…………………………………………
μερικοί μεταλαβαίνουν και την ερωτεύονται
με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη
σπάνια δίνεται σε κάποιον
ενώ σε άλλους αδιάφορη φαντάζει
αφού στο πρόσωπό της
την κηδεία των πράξεων βλέπουν
και στις λέξεις της των πραγμάτων τα σάβανα
όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της
λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο»
μας γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Η Καλλονή», περιγράφοντας την έκπαγλη ομορφιά ως ένα χαρακτηριστικό που υποκρύπτει κίνδυνο. Ενώ στο ποίημα που φέρει ως τίτλο αυτήν ακριβώς την λέξη, («Κίνδυνος»), λέει:
«Περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει
ρόδο σε καθρέφτη
το ντεκολτέ σου επηρμένο
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή
……………………………………………..
όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι…»
Ακολουθεί «Ο καθρέφτης»:
«……………………………..
νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε σαστίζει ο νους
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
ή για εκείνο που απαστράπτει
μέσα στον καθρέφτη
όμηρος εξάπαντος και των δύο»
Το συγκεκριμένο θέμα της ομορφιάς, του τρόμου της, του έρωτα και του θανάτου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τα αντιλαμβάνεται ο Κουτσούνης, του είναι προσφιλή και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές (αρκεί να θυμίσουμε το παλαιότερο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς), και κυριαρχούν σε αυτές.
Στο παρόν βιβλίο όμως το περιρρέον φόντο είναι λίγο διαφορετικό – όλα αγκαλιάζονται από τον αδιόρατο μανδύα του χρόνου που περνά. Του χρόνου που φέρνει την απώλεια, τον πόνο και τη νοσταλγία. Για το ποιητικό υποκείμενο εδώ, η απώλεια αφορά δύο πράγματα: πρώτον ένα προσφιλές πρόσωπο (τη μητέρα), και δεύτερον τα νιάτα. Η μεν απώλεια της μητέρας γεννά τον πόνο και τη νοσταλγία, η δε απώλεια της νιότης οδηγεί τόσο σ’ αυτή τη δεύτερη, όσο και στην σωματική αδυναμία.
«Μήνες μετά
επιτέλους βρήκα το κουράγιο
να ξαναμπώ στην κάμαρά σου
τα πράγματα γύρω
ακίνητα και τακτικά
στρωμένες οι κουβέρτες στην εντέλεια
το νυχτικό στην πλάτη της καρέκλας
όλα λουσμένα στη σιωπή
ώσπου σε μια γωνιά
βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε τον κόσμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά
οι κάλτσες σου μητέρα»
(Ποίημα «Σε μια γωνιά»).
Εδώ, το πένθος του ποιητή είναι ολοφάνερο. Στην τρίτη στροφή μάλιστα, αυτός μεταφέρει τον πόνο του στις κάλτσες, τις οποίες προσωποποιεί (τους δίνει ζωϊκή υπόσταση για την ακρίβεια, παρομοιάζοντάς τες με γάτες). Την ίδια μεταφορά πραγματοποιεί, ως ένα βαθμό, και στο αμέσως επόμενο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Νοσταλγία»: το δυνατό νοσταλγικό συναίσθημα είναι προφανές ότι το αισθάνεται ο ίδιος, ενώ το μεταφέρει στη νεκρή μητέρα του:
«…άσε που πνίγομαι κι εγώ
μες το ξυλόσπιτο μονάχη
λαχταρώντας τα άνθη να δω
εδώθε μόνο ρίζες αντικρίζω
με μάτια που τα ρήμαξαν
του ζόφου οι βελόνες
δεν υποφέρεται σου λέω δεν μπορώ
με πιάνει νοσταλγία
κι η νοσταλγία εδώ κάτω γιέ μου
είναι χειρότερη κι από το μαύρο χώμα».
Γιατί πραγματοποιεί την ίδια μεταφορά μόνο ως ένα βαθμό: διότι ως έναν άλλο, το ποίημα αυτό δεν μπορεί να μην μας θυμίσει την υπέροχη «Λήθη» του Λορέντζου Μαβίλη, όπου «Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε/ στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·/ μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει/ α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.// Κι αν πιούν θολό νερό, ξαναθυμούνται,/ διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι,/ πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.» Η νοσταλγία, λοιπόν, αφορά και τη νεκρή μητέρα.
Ο άσπονδος εχθρός, ο χρόνος, γίνεται εμφανής και στο τέταρτο κατά σειράν Ιντερμέδιο (η συλλογή διανθίζεται από πέντε τέτοια Ιντερμέδια), από το οποίο σταχυολογήσαμε, για να προβάλουμε εδώ, το πρώτο, εξαιρετικό τετράστιχο:
«Κουλουριάζεται πάνω στο μπαστούνι
λίγο λίγο τρώγοντας τα άκρα του
βουλιάζει στη σιωπή το γήρας
ένα σοφό του χρόνου υστερόγραφο»
Τα γηρατειά βουλιάζουν στη σιωπή καθώς τα λαλίστατα νιάτα φθίνουν. Και μάλιστα:
«…η πιο φρικτή παρενέργεια
είναι που προκαλούν
ακατάσχετη νοσταλγία».
(Ποίημα «Νιάτα».)
Τα Ιντερμέδια αποτελούνται από επινοητικά ολιγόστιχα ποιήματα, που μεταφέρουν στον αναγνώστη συμπυκνωμένα νοήματα. Το πρώτο Ιντερμέδιο είναι αφιερωμένο στην ποίηση (και εδώ θα επανέλθουμε), το δεύτερο στον σαρκικό έρωτα και το πάθος, το τρίτο στον θάνατο και την απειλή του, ενώ το τέταρτο και το πέμπτο αφιερώνονται στον χρόνο και την πάροδό του.
Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι η ποιητική συλλογή αγκαλιάζει ολόκληρο τον κύκλο της ζωής του ποιητή, εφόσον ξεκινά με ένα ποίημα βιωματικό, που είναι περιγραφικό και χιουμοριστικό μαζί, γύρω από την νεαρή του ηλικία, και την πρώτη, επεισοδιακή σχέση του με την ποίηση, και καταλήγει στην επικείμενη έλευση των γηρατειών, όπως την καταγράφει, λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, το πέμπτο Ιντερμέδιο. Ο ποιητής έχει πλήρη συναίσθηση του χρόνου που φεύγει:
«Ετοιμάζονται οι καθρέφτες μου ετοιμάζονται
όπου να ‘ναι θα με υποδεχτούν
με το καινούργιο μου κοστούμι από γηρατειά».
Χαρακτηριστικό της συλλογής αποτελεί το ότι το υποκείμενό της προβάλλει την ποιητική του ιδιότητα σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, ανεξαρτήτως θεματικής: στο αντιπολεμικό ποίημα «Πόλεμος», λόγου χάρη, ο ποιητής γονατίζει ψυχικά από την «κλαγγή και το αίμα», καθώς
«………………………
βουίζαν μελίσσι στο σώμα
φθόγγοι και συλλαβές και λέξεις
εν μέθη ξαγρυπνούσε για τη λευτεριά
αγωνιζόμενος να φτιάξει ένα ποίημα
που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς».
Ενώ θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε στην παρούσα κριτική μας προσέγγιση και το πολύ συναισθηματικό ποίημα που φέρει τον τίτλο «Σαστισμένα», και το οποίο είναι αφιερωμένο στα παιδιά που πέθαναν στην οικολογική και ανθρωπιστική καταστροφή στο Μάτι, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος ο Στάθης Κουτσούνης στις σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου.
Και θα τελειώσουμε επανερχόμενοι στο πρώτο Ιντερμέδιο, όπως γράψαμε και παραπάνω, για να σταχυολογήσουμε απ’ αυτό ένα εκπληκτικό τετράστιχο, το οποίο εμπεριέχει δύο πόλους: την ποίηση αφ’ ενός και το ανθρώπινο πλήθος αφ’ ετέρου:
«Ολόγυρα πλήθος που λιμοκτονεί κι ο καλλιτέχνης
πελώρια λαχταριστά καρβέλια ζωγραφίζει
οι πεινασμένοι τα καταβροχθίζουν
αλλά εκείνοι μόνο ξέρουν αν χορταίνουν»
Ένα τετράστιχο με διττή σημασία, εφόσον η κυριολεκτική λιμοκτονία και η πείνα σημαίνουν θάνατο, με τον ποιητή να παραμένει ανίσχυρος, ενώ μεταφορικά σημαίνουν δίψα για ζωή: οι στίχοι ποτέ δεν χορταίνουν τον άνθρωπο, ποτέ δεν φέρνουν κορεσμό. Πάντα ο άνθρωπος θα διψά για ποίηση, κυρίως στον σημερινό ζοφερό κόσμο μας, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι.