Σ’ έναν τόπο δυστοπικό, σε μια ανθρωπότητα στενάζουσα, όπως είναι η σημερινή, σε μια πατρίδα εξόχως προβληματισμένη, (κι αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε για την κατάστασή μας), η Βίκυ Δερμάνη, δοκιμασμένη και καταξιωμένη ποιήτρια μέσα στα χρόνια, σε τούτη την ενδέκατη ποιητική συλλογή της υπό τον τίτλο «Στης δυστοπίας τον τόπο ο αλέκτωρ σωπαίνει», επιδίδεται σε μια ποίηση απόλυτα συμπάσχουσα, μια ποίηση – διαμαρτυρία, μια ποίηση – καθρέφτη της ζωής μας. Την απεικονίζει με όλες τις πιθανές εικόνες, με όλες τις δυνατές λέξεις, και πενθεί.
Οι στίχοι της μας αφορούν όλους. Είναι στίχοι προειδοποιητικοί, δραματικοί, συντριπτικοί και συγκλονιστικοί, στίχοι που οφείλουν να μας βάλουν σε σκέψεις για το μέλλον του κόσμου μας. Το εξαιρετικό δίστιχο του Μπέρτολτ Μπρεχτ στην προμετωπίδα του βιβλίου, μας προϊδεάζει και μας εισάγει με δύναμη στην ουσία της ποιητικής συλλογής, ενώ η ποιήτρια σε μια διακειμενική συνομιλία που κάνει με το Ευαγγέλιο στον τίτλο της, θέλει τον βιβλικό αλέκτορα της Καινής Διαθήκης να σωπαίνει: τόσο από δυσάρεστη κατάπληξη για τα τεκταινόμενα σε όλο τον κόσμο, όσο και από πένθος.
Ο τίτλος της συλλογής, προέρχεται από το ποίημα «Στης δυστοπίας τον τόπο», το οποίο στιγματίζει την κατάσταση της ζωής μας με τα παρακάτω λόγια: «Στην ξιπασιά βαπτισμένοι εκουσίως / σαρκοβόρα αρπαχτικά ακάματα / κάτω απ’ τα μάτια σκιές χαραγμένες / αδιαπέραστες πηχτές σκιές / ούτε μια τόση δα σπίθα φευγαλέα // σαπίλας μυρωδιά τον αέρα γεμίζει / έρμαιο η πόλη κλυδωνίζεται / στο μάτι ενός τυφώνα // στης δυστοπίας τον τόπο / ο αλέκτωρ σωπαίνει».
Την ίδια διακειμενική συνομιλία η Δερμάνη συνεχίζει και στο ποίημα «Εις μάτην»: «Σε θάλασσα ζοφερή / σε γη καταχθόνια / αγωνίας ανάσες επώδυνες / καθημαγμένες σάρκες γυμνές / από πληγών κι εγκαυμάτων έξαρση // μέρες απειλητικές / γύπες μας διαφεντεύουν / ρουφάνε αίμα / τα σωθικά ξεσκίζουν / δεν έχει τόπο η ζωή να σταθεί //εις μάτην φωνούν οι αλέχτορες / όλοι κεκοιμημένοι».
«Δεν έχει τόπο η ζωή να σταθεί»: την κυνηγά και την νικά ο θάνατος, το κύριο θέμα της ποιητικής συλλογής της Βίκυς Δερμάνη. Την ποιήτρια διακατέχει βαθιά απογοήτευση και απαισιοδοξία. Η Δερμάνη πενθεί, θρηνεί, αποτάσσεται την μικρότητα, την διαφθορά, το ψέμα, τον πόλεμο, τον ξεπεσμό του κόσμου μας, την απώλεια της ψυχής και την δειλία μπροστά σε όλα τούτα, και παλεύει ν’ ανιχνεύσει έστω και μια μικρή χαραμάδα ελπίδας. Η ήττα της ‘καθαρότητας των ουρανών’, για να χρησιμοποιήσω δυο λέξεις του Οδυσσέα Ελύτη, τουτέστιν του φωτός, η οποία είναι και η ουσία της κατάστασής μας, αυτή η ήττα, έτσι όπως μας την παρουσιάζει στο ποίημα «Εις τα εξ ων συνετέθησαν», επιστρέφει τον άνθρωπο στο χώμα του θανάτου, τόσο του κυριολεκτικού, όσο και του μεταφορικού.
Διαβάζω: «Ξεμυαλισμένοι απ’ τ’ ουρανού το καθάριο / για λίγο καιρό γλυκά το θάνατο ξεγέλασαν // εν μέσω ανελπιστίας και χρόνων ανελέητων / ηττημένοι παλιννόστησαν στο εμπύρετο χώμα». Το χώμα πυρέσσει, φλέγεται από τον πυρετό της καταστροφής, με την οποία ταυτίζεται, και από την πληθώρα των νεκρών που δέχεται.
Χρώματα; Ο θάνατος είναι μαύρος, ενώ το χώμα εμπύρετο, μ’ έναν καταπληκτικό επιθετικό προσδιορισμό που παραπέμπει στο κόκκινο. Εξίσου η Δερμάνη αναφέρεται συχνά στο αίμα, όπως και στη φωτιά, η οποία έχει διττή σημασία – της καταστροφής, ή της επανάστασης. Πολλαπλή σημασία στα ποιήματα έχει και το λευκό χρώμα – η αναφορά του υποδηλώνει πότε το σάβανο και πότε την λύτρωση (μαζί με τον ύπνο), ενώ μια φορά υποδηλώνει και την αθωότητα (στο ποίημα «Επιστροφή»).
Η ποίηση της Βίκυς Δερμάνη σε τούτη τη συλλογή, είναι μια εικόνα – Γκουέρνικα. Μια εικόνα γεμάτη πίκρα αλλά και δύναμη, μεταφορές, συμβολισμούς, και αποφθεγματικό λόγο, που «σπάει κόκκαλα». Και μια εικόνα που εμπεριέχει πολλές προσωπογραφίες του έσω και του έξω κόσμου, σκιαγραφημένες με τα πιο δυνατά, τα πιο έντονα χρώματα.
Εξίσου, αποτελεί και μια ποίηση που αγγίζει όλα τα καυτά προβλήματα του καιρού μας, και περιλαμβάνει πολλά, πραγματικά εμβληματικά ποιήματα. Ξεχώρισα, όσον αφορά αυτά τα τελευταία, το «Σιωπή συντριπτική», το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι παραπέμπει στο χρονικό μιας γυναικοκτονίας, το «Νεκρό φεγγάρι», που φωτογραφίζει την Γάζα, αλλά και τον κάθε καθημαγμένο από έναν πόλεμο τόπο, το «Χρέος ηθικό», που ενεργεί σαν μια σφιγμένη, υψωμένη γροθιά υποσχόμενη αντίσταση σε όλα όσα μας πληγώνουν και μας νεκρώνουν, και το οποίο αποτελεί το απόγειο του λυρισμού στην παρούσα συλλογή· κι ακόμη το «Ανομβρία», το οποίο συνομιλεί με τους εξίσου εμβληματικούς, γνωστούς στίχους του Μιχάλη Κατσαρού, (από το ποίημά του «Θα σας περιμένω» του έργου του «Κατά Σαδδουκαίων»), που λένε «Μην αμελήσετε. / Πάρτε μαζί σας νερό. / Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», το «Επιστροφή», το οποίο χαράζει γεμάτο πάθος την επανάσταση της αγάπης, και το «Κάποτε», ποίημα που μπορεί να χαρακτηριστεί προσωπικό, και το οποίο αφιερώνει ολόκληρη την ύπαρξη της ποιήτριας στην αγάπη, το κυριότερο συναίσθημα που λείπει σήμερα από τον κόσμο, με τους στίχους «… θα ζήσω κάποτε / θα είμαι ολόκληρη εγώ / αυτό που δεν έζησα θα γίνω// ένα χωράφι σπαρμένο αγάπη».
Παραθέτω εδώ, ολόκληρο, το ποίημα «Χρέος ηθικό»: «Αγριολούλουδα στους τοίχους φύτρωσαν / στους έρημους δρόμους συνθήματα / μικροί σε μπόι άνθρωποι / φοβηθήκανε κρυφτήκανε / σε υποταγής και υποτέλειας κλουβί / χάλκινα χρόνια ως τύμπανα / έκρουαν των ονείρων τις κηδείες // πέλαγο ανοιχτό μου οφείλονταν / σου οφείλονταν πηγή καθάρια / χρέος ηθικό η αιφνίδια ζωή // ίσως μια μέρα, σου είπα / ίσως συναντηθούν οι δρόμοι μας».
«Ίσως»: Μια χαραμάδα ελπίδας. Η ζωή, που θα αναβλύσει αιφνίδια, είναι ηθικό μας χρέος. Εξάλλου, η ζωή περιμένει «όπως ο ταξιδιώτης το τρένο στο σταθμό». Το ρήμα ‘περιμένω’ εδώ αποκτά κομβική σημασία, καθώς στέκει ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή, την οποία ωθεί να ανατείλει. Με πείσμα ο άνθρωπος μαθαίνει να φέρνει το αύριο ακόμα και υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες: «…μα αίφνης // ζυγά πτερύγια έβγαλε // έμαθε με βράγχια ν’ αναπνέει // ολόκληρος θάλασσα έγινε κι αρμύρα // το αύριο ανάμεσα απ’ τα κύματα // ξεπρόβαλε» («Εκμάθηση»).
Σε μια δεύτερη διακειμενική συνομιλία με το Ευαγγέλιο, στο πρώτο ποίημα της συλλογής της, υπό τον τίτλο «Εγέρθητι», η ποιήτρια, αντιστρέφοντας τους όρους, έχει ήδη προειδοποιήσει τον άνθρωπο με τους στίχους «Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει… //… πριν χρειασθεί, για να σωθείς, θαύμα να γίνει», αλλά τώρα πια, η επανάσταση, όπως και η ανάσταση, είναι τελικά αναπόφευκτες. Και στα τελευταία ποιήματα, όπου αυτές ανθίζουν, η ψυχική και η λεκτική ένταση κλιμακώνεται με πάθος μέχρι την κορύφωσή της: «Εμβαπτισμένη θα επιστρέψω κάποτε / όταν κλείσουν του πόνου οι γέφυρες // εκεί που απάγωτα τα χνώτα του κόσμου /εκεί που βροχή κατακλυσμιαία το αίμα ξέπλυνε / εκεί που του δικαίου το νήμα γνέφει η Κλωθώ / εκεί που ο άνεμος τον μανδύα της αγάπης σαλεύει // θα επιστρέψω κάποτε εκεί / που τα άνθη φέρονται σε βοτρυώδη ταξιανθία / που των δακρύων τα ποτάμια επί ματαίω δεν χύθηκαν / που των ανθρώπων τα μύχια βελουδένια υφαίνονται // ως Σαπφώ // ως Τελέσιλλα // ως περιστέρι λευκό // ως γαρύφαλλο κόκκινο // θα επιστρέψω κάποτε // και τότε να με φοβάστε!» («Επιστροφή»).
Και θα ολοκληρώσω την παρουσίασή μου με ένα μικρό ποίημα, που καταδεικνύει, μεταξύ των άλλων, και την δύναμη της ποίησης σε τούτο τον αγώνα του φωτός ενάντια στο σκότος: Το ποίημα ονομάζεται «Δραπέτης»: «Θα βρίσκει πάντα τρόπο / να δραπετεύει η ψυχή // με λίμες με σχοινιά / με όνειρα ή στίχους»…