Κάνε πως κρεμάς τα ποδάρια σου απ’ έξω και δεν θα τα ξαναδείς από γόνατο και χάμω. Σε εκείνες τις θάλασσες κολυμπάνε κάτι σκυλόψαρα μεγάλα σα γαϊδούρια, θα στο κάνουν κομματάκια το ξερό σου σε δευτερόλεπτα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι όμως δεν είναι δα και μεγάλο πρόβλημα. Λοιπόν, διάλεξε ποιο πόδι δεν θες, κρέμασέ το, να στο φάει ο καρχαρίας να βάλεις ξυλοπόδαρο, μετά σου βγάζω εγώ το ένα μάτι με το πιρούνι, σου βρίσκουμε και μια καλύπτρα και είσαι έτοιμος. Μωρέ λες να βουτήξω κι εγώ το χέρι μου το ζερβό ίσα κάτω στα νερά μόλις φτάσουμε πάνω από τις φυκιάδες; Θα βιδώσω μετά ένα γάντζο, θα απαγάγουμε τον παπαγάλο από το καφενείο, θα τον κοτσάρω στον ώμο μου να φτερουγίζει κάθε φορά που θα κάνω «χικ» και θα βρωμάω κρασίλα σαν τον παπά-Γιώργη και θα λέω «Αρ» με τραβηχτό το ρο σε κάθε φράση γιατί έτσι κάνουν οι επαγγελματίες πειρατές, Κωστάκη μου. Και μην τυχόν σε ακούσω να λες κι εσύ τις ίδιες αηδίες που λέγανε τα αγόρια στην αλάνα ότι οι γυναίκες δεν κάνουν για πειρατίνες και τέτοια γιατί θα σε κουρέψω με την ψιλή. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως σε κουρέψω έτσι κι αλλιώς για να φαίνεσαι πιο τρομακτικός. Για σκέψου τι άλλο κάνουν οι πειρατές. Μα πώς μου ξέφυγε; Φτύνουν. Πρέπει να τελειοποιήσω τις χλέπες μου. Θα σου μάθαινα κι εσένα να φτύνεις αλλά δεν σου αρέσουνε αυτά, εσύ είσαι μυξιάρης και παράξενος, ξινίζεις όποτε σου πετάω τούρτες λάσπης, τα γόνατά σου δεν είναι μαθημένα στις γρατζουνιές και όλη την ώρα για φαγητά μιλάς, τρίζει η στομάχα σου και μουρμουρίζεις «τι θα φάμε» και «τι θα φάμε». Μια φορά έκοψε το μάτι σου και βρήκες αυτή τη βάρκα αλλά μετά ξανάβαλες τη μάσα στο κλούβιο σου. Κοίτα τώρα μέχρι να φύγουμε για τα ανοιχτά μην τυχόν και μου αρχίσεις πάλι τις γκρίνιες πως θα βρεθούμε στον πάτο μόλις ακουμπήσει τα νερά η μαούνα μας και τέτοια, κανόνισε την πορεία σου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρεθεί κάποιος να διορθώσει αυτές τις τρύπες και μετά είμαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε.
Έννοια σου όμως και έχω βρει μάστορα, τον κυρ Αριστείδη στην προκυμαία, θα τον πιάσω στο φιλότιμο, πάντα μας βοηθάει αλλά μην σε ξεγελάει, από λύπηση το κάνει ο κωλόγερος γιατί όποτε τον χαιρετάω τον ακούω να ψιθυρίζει «Έχε με καλά Παναγιά μου και Αϊ Νικόλα θαλασσινέ μην καταντήσουν και τα δικά μου παιδιά ορφανά». Έτσι και το ξαναπεί θα του βουλώσω το μάτι. Πάντως δεν θα του πάρει καιρό να φτιάξει το σκαρί μας, το πολύ σε μια δυο βδομάδες σαλπάρουμε και μετά ούτε καλόγριες, ούτε παπάδες, ούτε δασκάλες με κρεατοελιές στη μύτη, ούτε γειτόνισσες να γκαρίζουν να κάνουμε ησυχία, ούτε πατάτες μπλουμ, ούτε λαχανόρυζο που ζέχνει, ούτε τίποτα. Μονάχα εγώ, εσύ και τα γλαρόνια να φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια μας.
Παντού θα σε πάω, θα γυρίσουμε όλο τον κόσμο σβούρα. Η καλόγρια μου είπε πως έχω ένα μπάρμπα στη Νέα Υόρκη, στέλνει καμιά φορά δολάρια μα εγώ μήτε σεντς δεν έχω δει, αν ξεμπαρκάρουμε εκεί και τον πετύχουμε ίσως μας κρατήσει. Αλλά και να μην μας θέλει σκασίλα μας, θα τη βρούμε εμείς την άκρη, στην τελική θα αρχίσουμε να λεηλατούμε πόλεις και χωριά, αυτά κάνουν οι πειρατές. Θα γεμίσουμε τις τσέπες μας χρυσάφια και ρουμπίνια. Άσε το φαΐ. Εκεί να δεις Κωστάκη μου τι μάσα έχουμε να ρίξουμε να σου φύγει η μαγκιά. Τι μπριζόλες θα σου φέρνουνε χοντρές σαν σόλα παπουτσιού, τι γουρουνόπουλα ολόκληρα με το μήλο σφηνωμένο στο στόμα, δεν πρόκειται να ξαναπεινάσεις
Ξέρεις πού αλλού θα ήθελα να πάω; Στην Ατρακτρική. Θυμάσαι προχτές στον σινεμά που δείξανε εκείνα τα κάτασπρα βουνά; Πόσο πολύ μου αρέσει ο σινεμάς με όλες αυτές τις ταινίες και κλάματα και γέλια και αίματα και σκοτωμοί και από όλα, μπράβο σε αυτόνανε που τον σκέφτηκε. Γιατί εσύ γκρινιάζεις και δεν θες να έρχεσαι δεν το καταλαβαίνω, τόσα πράματα μαθαίνουμε. Είχες ξαναδεί εσύ χιόνι; Τόση ασπρίλα νόμιζα χάζεψα και θόλωσαν τα μάτια μου. Να μπορούσα να κάνω μια βουτιά, να σκίσω το πανί, να χωθώ μέσα του και να αρχίσω να βουτάω με τις χούφτες μου το χιόνι. Τι γεύση λες να έχει; Άραγε σου καψαλίζει τα δάχτυλα σαν το πιάνεις ή μήπως μοιάζει με την άμμο; Αποκλείεται, αυτή έχει άλλη χάρη, σε φαγουρίζει. Αλλά μην σκας, δεν θα κάτσουμε πολύ στην Ατρακτρική, ίσα ίσα να αγγίξουμε λίγο χιόνι κι ύστερα θα φύγουμε για μέρη πιο ζεστά. Πόσα πράματα μας περιμένουν σαν ξεμυτίσουμε στα ανοιχτά, ούτε φαντάζεσαι. Μόλις σαλπάρουμε θα μπορούμε να κάνουμε ό,τι κατεβάσει η γκλάβα μας. Κάνα δυο βδομάδες ακόμα υπομονή. Ως τότε θα σκαρφαλώνουμε εδώ στην πλώρη της βάρκας μας και θα αγναντεύουμε. Να βλέπεις εκεί που σμίγει η θάλασσα με τον ουρανό; Εκεί ανάμεσα θα σφηνώσουμε κι εμείς. Σαν φτάσουμε στα ανοιχτά θα βλέπουμε το σκατόνησο να εξαφανίζεται πίσω μας, μια κουκίδα που όλο θα μικραίνει ώσπου να την καταπιούν το μπλε και το γαλάζιο. Μπορεί σαν φύγουμε να βουλιάξει κιόλας, ποιος ξέρει. Μακάρι να βουλιάξει και να πάρει μαζί κι όλους αυτούς τους γρουσούζηδες καθώς θα στροβιλίζεται κάτω από το νερό. Αλήθεια σου λέω, καθόλου δεν με νοιάζει, στα κομμάτια να πάνε όλοι. Δεν αργεί η μέρα που θα φύγουμε, στο υπόσχομαι. Μόνο κοίτα μην δειλιάσεις τελευταία στιγμή και δεν έρθεις γιατί θα σαλπάρω μόνη μου, κατάλαβες;
Βιογραφικό σημείωμα