Εγώ ήθελα να φύγω. Ανάμεσα σ’ έμενα και την πόλη υψωνόταν ένας τοίχος αόρατος, ένας τοίχος που μ’ εμπόδιζε να ανήκω, όσο κι αν το ήθελα.
Η αφηγήτρια επιστρέφει στην εργατική συνοικία όπου μεγάλωσε για το γάμο δύο παλιών φίλων της. Εκεί την κατακλύζουν οι αναμνήσεις από τη ζωή της με τον αλκοολικό πατέρα της και τον τυφλό παππού της – Γερμανοί εργάτες που απεχθάνονταν κάθε είδους αλλαγή. Θυμάται επίσης τη μητέρα της, μετανάστρια από την Τουρκία που αναζήτησε μια καλύτερη τύχη και εγκλωβίστηκε σε ένα σιωπηλό σπίτι. Τέλος, συλλογίζεται τις δυσκολίες που την ανάγκασαν να αλλάξει σχολείο και βιώνει ξανά νοερά τον φόβο και την ντροπή των παιδικών της χρόνων, που κατάφερε να ξεπεράσει για να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
«Ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεμπούτο”.
(Frankfurter Allgemeine Zeitung)