You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Άβρα Αυδή, Μονοπάτια, Διηγήματα, Εκδόσεις Γράφημα, 2023, σ. 224.

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Άβρα Αυδή, Μονοπάτια, Διηγήματα, Εκδόσεις Γράφημα, 2023, σ. 224.

 

«Καιροί για συνδέσεις, καιροί για πράξεις αγάπης.»

 

 Τα «Μονοπάτια» ( Γράφημα 2023), το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο της Άβρας Αυδή, αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων όπου μέσα από την περιεκτική και πλούσια θεματολογία της αντικατοπτρίζεται η πολυετής και στιβαρή φιλολογική, θεατροπαιδαγωγική, γλωσσική και συγγραφική σκευή της.

Ο τίτλος και η εικόνα που κοσμεί το εξώφυλλο με τα δυο παιδιά πιασμένα χέρι χέρι, μπρος σε έναν λευκό, απάτητο, αλλά και αχνό δρόμο παραπέμπουν στα μονοπάτια της ζωής, προϊδεάζοντάς μας για το περιεχόμενο.

Διαβάζοντάς τα «Μονοπάτια» μου ήρθαν στο νου οι ακόλουθοι στίχοι μου:

«Θέλω να νιώσω το κάθε βήμα / Το κάθε στραβοπάτημα και πισωγύρισμα / Το κάθε μάτωμα, το κάθε πέταγμα / Τους κραδασμούς και κελαηδήματά μου // Μπροστά στην τελική πορεία / Θέλω κλείνοντας ήρεμα τα μάτια / Να σταθώ ανάλαφρα, γαλήνια / δρόμοι σύντροφοι κι οδηγοί / Όμορφα να με προετοιμάσουν για τον άλλο δρόμο»[1]. Οι αγωνίες και η αναζήτηση συγκινήσεων και νοήματος των ηρώων, τα στραβοπατήματα, τα πισωγυρίσματα, τα ματώματα και τα κελαηδήματά τους παραπέμπουν στην θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Έρικ Χάμπουργκερ Έρικσον, σύμφωνα με την οποία το άτομο αναπτύσσεται ψυχοκοινωνικά καθ’ όλη την διάρκεια της ζωή του, και φτάνοντας προς το γέρμα στο τελευταίο στάδιο, αποτιμώντας τη διαδρομή του, βιώνει πλήρωση και γαλήνη, διαφορετικά κατακλύζεται από αισθήματα συντριβής και απόγνωσης. Αυτήν την αποτίμηση πλήρωσης και γαλήνης αναζητούν οι ηρωίδες της Άβρας Αυδή, που είναι και το ζητούμενο άλλωστε.

Στα «Μονοπάτια» το συγγραφικό υποκείμενο είναι μια ώριμη γυναίκα που σφύζει από ζωτικότητα, δημιουργική διάθεση, αναζήτηση, εγγύτητα και προσφορά. Με αφορμή τον εγκλεισμό λόγω κόβιντ στέκεται με παρρησία «ενώπιος ενοποίω» και με όχημα τη μνήμη, τη φαντασία και τη δημιουργική ενασχόληση της γραφής,  αναθυμάται, στοχάζεται, συμπάσχει, αναζητά ανεμελιά, χαρά, πραγμάτωση, αλλά και βαθύτερη αυτογνωσία, συμφιλίωση και νόημα.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες των διηγημάτων της Αυδή αποτελούν διάφορα προσωπεία του συγγραφικού υποκειμένου, μέσα από τα οποία πραγματεύονται βιωματικές εμπειρίες και υπαρξιακές αναζητήσεις για τη ζωή και το θάνατο, τον εγκλεισμό της πανδημίας και την κανονικότητα, τον έρωτα και το δύσκολο παιχνίδι της αγάπης, την εγγύτητα και την απώλεια. Οι περισσότεροι χαρακτήρες της Αυδή, αφορούν σε ώριμες γυναίκες, οι οποίες κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς μιλούν για τα ανθρώπινα πάθη και παθήματα, τον αγώνα για αναζήτηση του εαυτού, βίωση ελευθερίας και νοήματος ή προβάλουν την αλληλεγγύη και τη συμπόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με το λειτούργημα του εκπαιδευτικού και το προσφυγικό, τη συνθήκη των προσφύγων μαθητών και την εθελοντική στήριξη τους στη μάθηση. Αφορά δηλαδή σε μια γραφή που μέσα από τη γυναίκεια ματιά στοχεύει στη βαθύτερη γνώση του εαυτού και του άλλου και την είσπραξη νοήματος και αυτοπραγμάτωσης, αγγίζοντας την ουσία και τη χαρά της ύπαρξης μέσα από κάθε όμορφη αλλά και δύσκολη συνθήκη.

Όταν τα μονοπάτια στενεύουν ή γίνονται κακοτράχαλα και δύσβατα η Αυδή καταφεύγει, στη φαντασία, στην επινόηση, στο χιούμορ, αλλά και τον αφουγκρασμό της σοφίας της φύσης, ενώ οι ηρωίδες της, τολμούν και βλέπουν κατάματα, τα ελλείμματα και τις ματαιώσεις τους, όπως η Ευδοκία στο «Ότι γράφει δεν ξεγράφει» (σ. 155- 158), που ενώ καταβάλει προσπάθειες ν’ αντισταθεί στην κακοποιητική και τραυματική σχέση με τον σύζυγό της, δεν μπορεί να θέσει οριστικό τέλος. Έρχονται αντιμέτωπες με τις αγωνίες τους, αναζητώντας την αλήθεια τους, αγωνίζονται, παλεύουν να κερδίσουν τη ζωή, να αγγίξουν τα όνειρά τους και τις επιθυμίες τους για το ακατόρθωτο ή καταφεύγουν στο όνειρο. Άλλοτε καταφεύγουν στη γιόγκα ή στο θεατρικό παιχνίδι, εξωτερικεύοντας τα ανείπωτα και τραυματικά παίζοντας σαν ανέμελα παιδιά, ή στη δημιουργική γραφή, σε «παιχνίδια που γλυκαίνουν την ψυχή.» (σ. 220).

Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Το παιχνίδι της γραφής», όπου πραγματεύεται τη χαρά της γραφής παρομοιάζοντας την με δημιουργικό παιχνίδι, τελειώνει με την ακόλουθη παράγραφο: «-Αχ! Πώς θα ‘θελα να παίξω μαζί τους. – Παίξε, λοιπόν, το παιχνίδι στους αμμόλοφους. Να μια καλή αρχή για το κείμενο. Και μη τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά. Αναμενόμενο το μάγκωμα. Είναι μέρος του παιχνιδιού, » (σ. 221). Η Αυδή, μέσα από το παιχνίδι της γραφής μιλά εμμέσως για το παιχνίδι της ζωής, δίνοντας ερεθίσματα στον αναγνώστη να παίξει παρά το όποιο μάγκωμα στα μονοπάτια της διαδρομής του.

Η συγγραφέας αξιοποιεί σχεδόν όλες τις αφηγηματικές τεχνικές. Συχνά η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, κάποιες φορές γίνεται μονόλογος, ενώ άλλες φορές μετατρέπεται σε εσωτερικό μονόλογο με συνειρμική γραφή σκιαγραφώντας εσωτερικές διεργασίες των ηρώων και εξωτερικεύοντας βαθύτερες ή ανομολόγητες σκέψεις και συγκινήσεις τους. Αξιοποιείται επίσης ο διάλογος, προσδίδοντας μεγαλύτερη ζωντάνια και εκφραστικότητα. Άλλες φορές πάλι η αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη με έναν παντογνώστη αφηγητή.

Ο χρόνος αφήγησης αναφέρεται στη εποχή της συγγραφέα με αναδρομές στο παρελθόν, και συμπίπτει με αυτή του αφηγητή και του αναγνώστη, όπως πχ τα διηγήματα με αναφορά στην πανδημία και στο προσφυγικό. Τα γεγονότα παρουσιάζονται ευθύγραμμα αλλά και με αναχρονίες. Ένα τυχαίο ερέθισμα πάει την αφηγήτρια πίσω στο  παρελθόν σε κάποιο παιδικό ή νεανικό βίωμα ή σε κάποια παλαιότερη οικογενειακή συνθήκη ή σε πρόδρομες αφηγήσεις όπως στο διήγημα «Το κακό είναι αλλού» (σ. 49-60), όπου η ηρωίδα αναφέρεται στο τροχαίο που θα συνέβαινε στο γιο της.                                                                   Εντυπωσιακός είναι επίσης ο διακειμενικός πλούτος στη γραφή της Αυδή, ο οποίος εμπλουτίζει την αφήγηση και εμβαθύνει τον στοχασμό της, εντείνοντας παράλληλα την αναγνωστική απόλαυση  και τον αναστοχασμό του αναγνώστη. Η συγγραφέας συνομιλεί με πολλούς λογοτέχνες και στοχαστές, αλλά και με εμβληματικούς μουσικούς και εικαστικούς όπως, τον Πικάσο ή με συγκεκριμένα έργα τους.

Άλλες φορές εγκιβωτίζει μηνύματα ή αυτούσια γραπτά ηρώων της. Συγκλονίζει πχ ο εγκιβωτισμός των κειμένων της ευφυέστατης και γενναίας προσφυγοπούλας Σενέζ, στο διήγημα «Το βιβλίο της Σενέζ από το Αφγανιστάν» (σ. 2205-2015), η οποία με πρότυπό της την Υπατία, αγρυπνούσε τις νύχτες προσπαθώντας να βρει λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου, ενώ επιθυμούσε να επινοήσει μια μαθηματική εξίσωση με την οποία θα επικρατούσε στον κόσμο η ειρήνη.

Το ύφος αν και ανάλαφρο σφυρηλατείται με τη σοβαρότητα και το βάθος μιας παιγνιώδους διάθεσης. Κάποιες φορές γίνεται ειρωνικό, ακόμη και σαρκαστικό, όπως στο «Δον Ζουάν τρόπον τινά» (σ. 159-168), όπου με καυστικότητα και αυτολύπιση αποκαθηλώνεται και συνθλίβεται η γοητεία ενός αστού ερωτύλου γυναικοκατακτητή, τον οποίο απορρίπτει ερωτικά μια απλή καθαριστριούλα. Βεβαίως πίσω από το χιούμορ και την ελαφρότητα της στιγμής αναδύεται εύσχημα ο βαθύς στοχασμός και η ωριμότητα της σκέψης της Αυδή. Η γραφή που χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα, καθώς σε πολλά διηγήματα υπάρχουν διάσπαρτα άμεσα ή έμμεσα βιωματικά στοιχεία, είναι ρέουσα και γλαφυρή γεμάτη λυρικές και ποιητικές εκφράσεις, όμορφες περιγραφικές εικόνες από το φυσικό ή το αστικό τοπίο και μεταφορές. Ο αφηγηματικός λόγος με τη χρήση καθημερινών λέξεων, χαρακτηρίζεται από προφορικότητα και εκφέρεται αβίαστα και φυσικά, λες και γίνεται μια οικεία κουβέντα στο σαλόνι κάποιου σπιτιού ή στο γιαλό ακούγοντας τον φλοίσβο των κυμάτων.  Δεν παρατηρείται πάντα η εστίαση στο χτίσιμο των χαρακτήρων, ωστόσο πετυχαίνεται εύστοχα η σκιαγράφηση του ψυχολογικού κλίματος και η δυναμική ενδοψυχικών συμβάντων, διαπροσωπικών σχέσεων ή ψυχοκοινωνικού προβληματισμού. Οι αφηγήσεις της Αυδή διαπνέονται από μια ανθρωπιστική, υπαρξιακή και ψυχοδυναμική θεώρηση. Όπως οι αναφορές στο άλυτο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και στις συμβιωτικές σχέσεις μητέρας και γιου. Στο διηγήματα «Οι Θύρες της Αντίληψης» (σ. 47 ) πχ, όπου η συμβιωτική και υπερπροστατευτική μητέρα ωθεί εν αγνοία της τη συνομήλικη φίλη της να φλερτάρει με το γιο της, σε μια προσπάθεια να τον αποτρέψει από τις κακές παρέες συνομηλίκων του για τις οποίες ανησυχεί. Το θέμα πραγματεύεται απαλά με χιούμορ κι ευαισθησία χωρίς έντονες συγκρουσιακές περιγραφές. Ενώ στο διήγημα «Το κομοδίνο» (σ. 61-65) σκιαγραφείται και σαρκάζεται εντονότερα η απροκάλυπτη ανταγωνιστικότητα της συμβιωτικής μητέρας απέναντι στην ερωμένη του γιου της και η κτητική ενόρμησή της. Γενικά τα θέματα αγγίζονται άλλοτε με χιούμορ και φαντασία και άλλοτε με ειρωνεία και σαρκασμό, καταδεικνύοντας κι απαξιώνοντας κακώς κείμενα και κοινωνικά στερεότυπα.

Τα «Μονοπάτια» της Άβρας Αυδή είναι γραμμένα από γυναίκα, αφηγούνται ιστορίες με κεντρικούς χαρακτήρες γυναικών, και αγγίζουν θέματα που απασχολούν ή αφορούν τις γυναίκες, όπως ο καρκίνος του μαστού, η γυναικεία αντιπαλότητα με τη μητέρα ή τη μητέρα του συζύγου, η σχέση της με το άλλο φύλλο ή η απιστία και η κακοποιητική συμπεριφορά του άνδρα, για να αναφέρω ορισμένα. Κατά συνέπεια αφορούν σε «γυναικεία γραφή» σύμφωνα με τις θεωρήσεις του γαλλικού φεμινισμού, και των Cixous και Kristeva[1], προβάλλοντας μεταξύ άλλων το αυτοβιογραφικό στοιχείο και την ανάδειξη της φωνής του σώματος και του πνεύματος της γυναίκας ως απάντηση στον φαλλοκεντρισμό.

Εν κατακλείδι τα «Μονοπάτια» αποτελούν περάσματα από τους βίους, τις αγωνίες αλλά και τις συγκινήσεις των ανθρώπων και ιδιαίτερα των γυναικών στην πορεία αναζήτησης του εσώτερου πυρήνα, της πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωσης στο διάβα της ζωής, αγγίζοντας την ουσία και τη χαρά της. Ο πλούσιος στοχασμός δίνεται μέσα από μια θηλυκή ματιά αναζήτησης, αγάπης, εγγύτητας και φωτός, όπως εκφράζεται πολύ όμορφα με ποιητικότητα στο ακόλουθο απόσπασμα: « Το σκοτάδι ακόμη πυκνό, βαρύ. Το κόβω κομματάκι κομματάκι με το μαχαίρι της αγάπης για τον εαυτό μου και για τους άλλους. Καιροί για συνδέσεις, καιροί για πράξεις αγάπης. Μια χαραμάδα φως.», (Μια χαραμάδα φως, σ. 83). Τα  «Μονοπάτια» μας ταξιδεύει σε δικά μας βιωμένα ή ποθητά μονοπάτια ωθώντας μας σε διεργασίας αναστοχασμού και αναζήτησης χαράς και νοήματος, παρά τα ευτράπελα ή τα σκοτεινά και τα δύσκολα γύρω μας και μέσα μας.

 

 

 

 

[1]          «Ο δρόμος»: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ο Δρόμος, σ. 11-12, ΔΕΠΚΑ Σερρών, 2006.           

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.