«Σε πρώτο πρόσωπο»[1] και «Εκ βαθέων»[2]
Η ποιήτρια και συγγραφέας Χριστίνα Αργυροπούλου στο τελευταίο βιβλίο της με τίτλο Τοπία μνήμης Η ζωή ως αφήγηση αφηγήσεων. Εγώ και ο κόσμος μου, (Έναστρον, 2023), αναθυμάται και μας αφηγείται για τα περάσματα της ζωής της, για τον τόπο της και τους τόπους που ρίζωσαν μέσα της, για τους λατρεμένους γονείς της, τους προσφιλείς οικείους της, αλλά και τους πρώτους δασκάλους της, όπως και άλλα πρόσωπα που χαράχτηκαν μέσα της. Επίσης καταγράφει ηθογραφικά και κοινωνικά στοιχεία του τόπου μας από τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι σήμερα.
Η Άνθρωπος Χριστίνα Αργυροπούλου, η εκπαιδευτικός, η Δασκάλα, η μελετήτρια, η συγγραφέας και η ποιήτρια, που αφιέρωσε της ζωή της στην παιδεία, στη διδασκαλία, στη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, της αρχαιοελληνικής γραμματείας και της σύγχρονης λογοτεχνίας και ποίησης, αρχίζει την αφήγηση της ζωής της με προμετωπίδα τον Σωκράτη να μιλά για έναν νέο ανδράποδο, ένα απαίδευτο: «Ιδού χρυσούν ανδράποδον, είπε ο Σωκράτης, δια μειράκιον πλούσιον, αλλά απαίδευτον» (Antologium Ioannis Stobei…) (σ. 7), ενώ αφιερώνει το βιβλίο στα εγγόνια της για «Να γνωρίζουν ότι η μόρφωση / η παιδεία, η δια βίου εκπαίδευση και οι λογοτεχνικές αναγνώσεις είναι αξίες διαχρονικές και αγώνισμα ζωής!» (σ. 9).
Το βιβλίο προλογίζει ο Θανάσης Αγάθου, ο οποίος συμπυκνώνοντας προσανατολίζει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του κάθε κεφαλαίου και ο οποίος θεωρεί ότι: «Η συγγραφέας αποτίει έναν προσωπικό φόρο τιμής στη φύση και στη γλώσσα, που την γαλούχησαν από την παιδική της ηλικία μέχρι σήμερα.» (σ. 16). Η ίδια η Αργυροπούλου στην εισαγωγή του βιβλίου της αναφέρει: «ο άνθρωπος γυρνά πάντα εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, δεν κόβεται εύκολα ο ομφάλιος λώρος με τον παιδότοπο, με τις μυρωδιές και τις εικόνες, με τα ιδιόλεκτα της μητρικής του γλώσσας.» (σ. 23).
Το ύφος της Αργυροπούλου, όπως και στην ποίησή της χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα και από ανθρωπιστική, αντιπολεμική, οικουμενική και στοχαστική θέαση με μια διάθεση αποτύπωσης της διαδρομής της, μέσα από τόπους και προσωπικά βιώματα, και παράλληλα την εστίαση στην σκιαγράφηση της ψυχοκοινωνικής συνθήκης των κρίσεων και των απωλειών. Ο λόγος της ρέει αβίαστα πλούσιος με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, αλλά και με βαθιά έγνοια και σεβασμό στη γλώσσα[3], που γεννήθηκε στις αμμουδιές του Ομήρου και την οποία μελέτησε και τίμησε μέσα από το διδακτικό, το ερευνητικό και δοκιμιακό έργο της, ενώ το διακείμενο κι εδώ είναι πλούσιο, καθώς διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο συνομιλεί με τους μεγάλους της αρχαιοελληνικής και σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, παραθέτοντας παραδειγματικά αποσπάσματά τους.
Η συγγραφέας ανοίγει την καρδιά της με αθωότητα μικρού παιδιού, αλλά και με σθένος και αίσθηση συνευθύνης ενεργού πολίτη, όπως και με σοφία και γενναιοδωρία περιηγητή «Έτσι σοφός που έγινε, με τόση πείρα,»[4] για να μας μιλήσει «Σε πρώτο πρόσωπο», όπως στο ομώνυμο ποίημα της και τίτλο της πρώτης ποιητικής συλλογής της, όπου δηλώνει με παρρησία: «Σας μιλώ σε πρώτο πρόσωπο de profundis/ αντιστέκομαι όσο αντέχω μα όταν το γυαλί/ξεχειλίσει, χάνεται το πρώτο πρόσωπο,/γίνεται τρίτο, ξένο και α-προσπέλαστο!» (2018, σ. 34). Φαίνεται πως το “γυαλί ξεχείλισε” κατά την τρομακτική βίωση της περιόδου του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας και μαζί ξεχείλισε και η ανάγκη έκφρασης και αφήγησης επιστρατεύοντας τη μνήμη για να ξετυλίξει τον μίτο της ζωής της πυροδοτώντας την δημιουργία του σημαντικού αυτού βιβλίου.
Η Αργυροπούλου αφηγείται με όχημα την ψυχοπνευματική λειτουργία της μνήμης, βασικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης –τι θα ήμασταν δίχως αυτήν αλήθεια-, καταθέτοντας μια μνημονική αναδρομή σε πρόσωπα, τόπους και έργα της βιοτής της. Η ίδια στο ποίημά της «Η μνήμη» δηλώνει: «Αφέντρα της ζωής η Μνήμη.» (2018, σ. 13), που γενικά στην ποίησή της αποτελεί βασικό άξονα. Όπως στο ποίημα «Συνεικόνες», όπου σκιαγραφεί την βιωματική διεργασία της μνήμης, η οποία ως σκηνοθέτης την υποβάλει σε συνθήκη αναβίωσης: «Ανοίγει και κλίνει σκηνικά η μνήμη και εγώ ως θεατής/ με την εσωτερική φωνή και όραση τις ξαναζώ, τις βλέπω/ να συνωμοτούν πίσω απ’ τα βλέφαρά μου και με ταξιδεύουν» (2022, σ. 20).
Ο τόπος και η γλώσσα τρέφουν τον ψυχισμό του ατόμου και τρέφονται από αυτόν. Τον διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από αυτόν. Οι αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις και διαδράσεις του ατόμου με τον τόπο και τη γλώσσα του μέσα από συναισθηματικούς δεσμούς και βιωματικές εμπειρίες επιδρούν κυρίαρχα στην συνείδηση του κόσμου που το περιβάλλει, τη συνείδηση της ταυτότητάς του, την αίσθηση του ανήκειν και του υπάρχειν, και τις διεργασίες αυτογνωσίας.
Η Χριστίνα Αργυροπούλου και σ’ αυτό, όπως και στα ποιητικά βιβλία της μας μιλά «Σε πρώτο πρόσωπο» με παρρησία και «Εκ βαθέων» καταθέτοντας την έγνοια και τον προβληματισμό της για τον ελληνισμό ως ιδιότητα γλωσσικής παράδοσης, εθνικής ταυτότητας και διαχρονικής λογοτεχνικής δημιουργίας από τον Όμηρο έως σήμερα. Αφηγείται την βιωμένη αλήθειά της, που αποκτά συλλογικές διαστάσεις, καθώς αγγίζει το κοινό αίσθημα με ουμανιστική ευαισθησία και οικουμενικό πνεύμα. Ρίχνει το βλέμμα στο παρελθόν, σκιαγραφεί το μουντό του παρόντος και την ανησυχία της για τα μελλούμενα, ψάχνοντας οδούς διαφυγής στη μνήμη, στη γλώσσα, στον τόπο, στην φιλία, στο όνειρο, στον οραματισμό, στον ορθολογισμό και τη συνευθύνη.
Γνωρίζουμε, ιδιαίτερα όσοι ασχολούμαστε με τη γλώσσα, την ψυχογλωσσολογία και την ψυχοσυναισθηματική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, ότι η μητρική γλώσσα αποτελεί τον σημαντικότερο λεκτικό κώδικα έκφρασης του συγκινησιακού φορτίου και του ψυχοσυναισθηματικού κόσμου του ατόμου, γιατί αυτή και μόνο αυτή φέρει τα πρώτα λεκτικά ακούσματα και τις πρώτες διαπροσωπικές συγκινησιακές διαδράσεις του με τους Σημαντικούς Άλλους εδραιώνοντας τους συναισθηματικούς δεσμούς του, και επειδή μόνο μέσω αυτής καταγράφεται στον ψυχισμό του ο βαθύτερος πολιτισμικός πλούτος του γένους και το ψυχοσυναισηματικό αποτύπωμα των γεννητόρων Τόση είναι η έγνοια της Χριστίνας Αργυροπούλου για την ελληνική γλώσσα και την μητρική της, που στο 5ο κεφάλαιο αφιερωμένο στις θεωρήσεις και την αγωνία της για τη γλώσσα πάει ένα βήμα παραπέρα, καθώς στον υπότιτλο «Οι ντοπιολαλιές από το Α έως το Ω» (σ. 283-292) αφήνει παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές ένα γλωσσάρι με λέξεις από την ντοπιολαλιά που την γαλούχησε. Παραφράζοντας τον εθνικό μας ποιητή θα λέγαμε πως η ποιήτρια Χριστίνα Αργυροπούλου «Άλλο δεν έχει στο νου πάρεξ ανθρωπισμό και γλώσσα»[5]
Η ποιήτρια και συγγραφέας Χριστίνα Αργυροπούλου στο τελευταίο βιβλίο της με τίτλο Τοπία μνήμης Η ζωή ως αφήγηση αφηγήσεων. Εγώ και ο κόσμος μου, (Έναστρον, 2023), με όχημα τη μνήμη αφηγείται την πορεία της διαδρομής της στο χρόνο, καταβυθίζεται στα πρώτα βιώματα, ανασύρει πρόσωπα και τόπους αγαπημένους και καταθέτει «Σε πρώτο πρόσωπο» με παρρησία και «Εκ βαθέων» έναν απολογισμό ζωής, αποτίοντας φόρο τιμής στους γονείς και δασκάλους της, στην γλώσσα της την ελληνική, στον τόπο της, αλλά και στους τόπους σπουδών και εργασίας της ανά τον κόσμο, καταγράφοντας παράλληλα λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας αρχίζοντας από την μετεμφυλιακή περίοδο και φτάνοντας μέχρι σήμερα. Η Αργυροπούλου, με την αφηγηματική προφορικότητα της ρέουσας γλώσσας της, μας συγκινεί και μας συναρπάζει θυμίζοντάς μας βιώματα της δικής μας διαδρομής και εγείροντας τους στοχασμούς και αναστοχασμούς μας σε θέματα αξιών και κοινωνικού γίγνεσθαι. Παράλληλα μέσα από μια ανθρωπιστική και οικουμενική θεώρηση μας αφήνει παρακαταθήκη τις αγωνίες και τον προβληματισμό της για μια ανθρωπινότερη κοινωνία και Ευρωπαϊκή Ένωση και έναν ειρηνικό κόσμο, φιλικό στο περιβάλλον και σε όλους τους έμβιους οργανισμούς, για την επιβίωση, του ανθρώπου, της ανθρωπιάς και του πλανήτη.