You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη:* Gunnar Olofsson &  Thomas Thomell, Γάβρα Η ιστορία ενός ελληνικού χωριού και των κατοίκων του, Μελέτη_ μτφρ: Ξενοφών Παγκαλιάς, εκδόσεις Θεμέλιο, 2020, σ. 323

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη:* Gunnar Olofsson &  Thomas Thomell, Γάβρα Η ιστορία ενός ελληνικού χωριού και των κατοίκων του, Μελέτη_ μτφρ: Ξενοφών Παγκαλιάς, εκδόσεις Θεμέλιο, 2020, σ. 323

                                                    

«Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας[1]»

                          

Το βιβλίο «Γάβρα Η ιστορία ενός χωριού και των κατοίκων του», των Γκούναρ Όλοφσον  και Τούμας Τομέλ αρχικά εκδόθηκε στη Σουηδία το 2012, εκδόσεις Arkiv και στη συνέχεια μεταφράστηκε  από τον Ξενοφώντα Παγκαλιά και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Θεμέλιο το 2020. Αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο, στο πολύπαθο προσφυγικό χωριό ΓΑΒΡΑ του Κιλκίς και στους κατοίκους του. Το χωριό που άδειασε κι ερήμωσε τρεις φορές και αναστήθηκε τρεις φορές.  Το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το 1947 στην αναγκαστική μετεγκατάσταση στον εμφύλιο, και  το ’60  με τη μετανάστευση, (σ. 285). Το χωριό Ισμακλί κατά την τουρκοκρατία, το ξανάχτισαν 70 οικογένειες ξεριζωμένων και κατατρεγμένων πόντιων προσφύγων από το χωριό Τσινσκαρό της περιοχής  Τσάλκα, τη σημερινή Γεωργία και το 1927 το μετονόμασαν Γάβρα.

Ο ανθρώπινος ψυχισμός διαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις του με τον Άλλον, και τον τόπο του. Ο τόπος, είναι μια πολυσήμαντη έννοια με πολλές παραμέτρους πέρα από τη γεωγραφική, όπως πχ την ψυχοκοινωνική, τη γλωσσική, την κοινωνικοοικονομική, την κοινωνικοπολιτική, την ιστορική, την πολιτισμική, την γεωφυσική, την κλιματική κλπ. Ο ανθρώπινος ψυχισμός διαμορφώνεται επίσης από τη γλώσσα του, κυρίως τη μητρική, η οποία μαζί με τις έννοιες και τα σημαινόμενα φέρει τον βαθύτερο πολιτισμικό πλούτο του γένους του και το ψυχοσυναισθηματικό αποτύπωμα των γεννητόρων του.

Ο τόπος και η γλώσσα τρέφουν τον ψυχισμό του ατόμου και τρέφονται από αυτόν. Τον διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από αυτόν. Οι αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις του ατόμου με τον τόπο και τη γλώσσα του μέσα από συναισθηματικούς δεσμούς και βιωματικές εμπειρίες επιδρούν κυρίαρχα στη εδραίωση της συνείδησης του εαυτού και της ταυτότητας του ατόμου, την αίσθηση του ανήκειν και του υπάρχειν, την συνείδηση  του κόσμου που το περιβάλει. Η ψυχοκοινωνική συνθήκη και οι ατομικές και συλλογικές βιωματικές εμπειρίες στον τόπο διαβίωσης καταγράφονται στον ψυχισμό του ατόμου και διαμορφώνουν ή και προδιαγράφουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ζωής του.

 

Το βιβλίο αποτελεί μια ακτινογραφία των  Γαβριωτών μεταναστών της Σουηδίας μέσα από μια κοινωνιολογική μελέτη, αλλά και μια βαθιά τομή στην ανθρωπογεογραφία της νεότερης ελληνικής προσφυγιάς και μετανάστευσης. Μια διαχρονική κοινωνιολογική έρευνα που πραγματοποίησαν ο ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Γκούναρ Όλοφσον (Gunnar Olofsson) και ο κοινωνιολόγος-βιβλιοθηκονόμος Τούμας Τομέλ (Thomas Thomell) με την υποστήριξη και άλλων ερευνητών.

Προλογίζει ο οικονομολόγος και συγγραφέας Άξελ Σωτήρης Βαλντέν, όπου σκιαγραφεί το προφίλ των δυο ερευνητών με τους οποίους συνεργάστηκε όντας φοιτητής και αριστερός ακτιβιστής το ’70, επισημαίνοντας το επιστημονικό κύρος του  Όλοφσον και την βαθιά γνώση της Ελλάδας και των Ελλήνων της Σουηδίας του Τούμας Τομέλ. Ο Γκούναρ Όλοφσον είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας με πλούσιο ερευνητικό έργο σε θέματα εργατικής τάξης, εργατικού δικαίου και μετανάστευσης και ηγετική μορφή του αριστερού κινήματος της Σουηδίας, ενώ ο κοινωνιολόγος-βιβλιοθηκονόμος Τούμας Τομέλ είναι κάτι παραπάνω από φιλέλληνας, ανένταχτος αριστερός που συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα κατά της Χούντας, εκδίδοντας και διανέμοντας το περιοδικό (Δελτίο για την Ελλάδα). Στη μεταπολίτευση εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και το  1978 ανέλαβε τη διεύθυνση του Σουηδικού σπιτιού στην Καβάλα, όπου ζει σήμερα.

Τα ερευνητικά δεδομένα βασίζονται σε μια κοινωνιολογική μελέτη του  Τούμας Τομέλ από το ’70, που συνεχίστηκε σε μια διαχρονική έρευνα το ’90. Συγκεκριμένα οι συγγραφείς μελέτησαν τη ζωή και την ιστορία των προσφύγων Γαβριωτών μεταναστών της Σουηδίας σε βάθος χρόνου εκατονταετίας, αλλά και ανατρέχοντας σε ιστορικά στοιχεία σε βάθος χιλιετιών σχετικά με την ποντιακή καταγωγής τους. Βασικό ερευνητικό ερώτημα ήταν το: «Πώς διαμορφώνεται η πορεία των ανθρώπων, κατά τη διάρκεια της ζωής τους από τις ιστορικές διαδικασίες και την εξέλιξη της κοινωνικής δομής;», σ. 40. Άντλησαν πληροφορίες μέσα από 20 ποιοτικές συνεντεύξεις, αφηγήσεις της προσωπικής ιστορίας Γαβριωτών, ερωτηματολόγια, και συγκεκριμένες κοινωνιολογικές  εφαρμογές σχετικές με την μελέτη γενεαλογικών δέντρων, ομάδες σύγκρισης και αλλεπάλληλες επισκέψεις στο χωριό Γάβρα.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται η ιστορική ανασκόπηση των Γαβριωτών, η καταγωγή και η προέλευσή τους, ο ξεριζωμός τους από τον Πόντο και η εγκατάστασή τους στη Γάβρα.

Εδώ μεταξύ άλλων συγκλονίζει η μαρτυρία του Χέμινγουεϊ για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, όπου παρομοιάζει την τραυματική πορεία τους προς την Ελλάδα με κοπάδι βουβάλια οδηγούμενα από καουμπόις: «Το μόνο που μπορούν να κάνουν τώρα είναι να κρατούν τη θέση τους στην πομπή-φάντασμα, ενώ το λασπωμένο ελληνικό ιππικό τους οδηγεί, όπως περίπου  οι καουμπόις οδηγούν ένα κοπάδι βουβάλια.»( σ. 74). Συγκλονίζουν επίσης τα στοιχεία που καταγράφουν την προσπάθεια εξόντωσης των Γαβριωτών κατά τον εμφύλιο και το κυνήγι τους μετεμφυλιακά, που τους εξανάγκασαν σε νέα προσφυγιά και  μετανάστευση. Πρόσφυγες και αριστεροί ένας καυτός συνδυασμός, δυο ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά που καθόρισαν την πορεία και τις ζωές των Γαβριωτών με εκδίωξεις και ξεριζωμούς, αλλά και με αντίσταση και αγώνα.

Το δεύτερο μέρος τους βιβλίου «Η έξοδος από την Γάβρα», αναφέρεται στη μετανάστευση των Γαβριωτών στη Σουηδία, την εκεί ζωή τους και την παλιννόστησή τους στο χωριό, ενώ στον επίλογο οι ερευνητές και συγγραφείς καταθέτουν τα τελικά συμπεράσματα και τις παρατηρήσεις τους. Το βιβλίο, παρότι αφορά σε επιστημονική μελέτη με πλούσια δεδομένα, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον εκλαϊκευμένο ανάγνωσμα. Αναφέρεται στο δράμα και την πρόκληση της μετανάστευσης, τον ξεριζωμό, τις απώλειες, τη νοσταλγία, αλλά και την πρόκληση για αγώνα για βελτίωση της ψυχοκοινωνικής συνθήκης ανθρώπων που εκδιώχθηκαν για πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς λόγους. Μιλά για την προσφορά των Ελλήνων μεταναστών στη χώρα ένταξης, τη Σουηδία, τον δεύτερο τόπο τους, και τις προσπάθειές τους να ενταχθούν σ’ αυτή, νοσταλγώντας τον τόπο προέλευσής τους και τη βίωση της μεταναστευτικής κρίσης όπως τη διατύπωσε η Söderling, E. (1984)[[2]], την προσπάθειά τους να φτάσουν στο τελευταίο στάδιό της μεταναστευτικής κρίσης, που αφορά στην εδραίωση και εσωτερίκευση της αίσθησης του να ανήκει κανείς σε δυο τόπους, όπου το άτομο επιλέγει αν θα μείνει και θα ριζώσει στον δεύτερο τόπο του ή θα παλιννοστήσει, πατώντας σταθερά στον έναν τόπο και φέροντας στην καρδιά του τον άλλον. Μιλά επίσης για τη μνήμη, την επιμονή και το κουράγιο της αναβίωσης και αναστήλωσης του γενέθλιου τόπου , όπως είχαν κάνει μετά τον εμφύλιο οι  δικοί τους.

Το βιβλίο των Ούλσον και Θουμέλ αποτελεί ένα ντοκουμέντο, για ένα χωριό σύμβολο αλλεπάλληλων ξεριζωμών αλλά και προκλήσεων, προσφυγιάς, μνήμης και νοσταλγίας αλλά και συσπείρωσης και πάλης για αντιμετώπιση του δράματος του ανθρώπινου ξεριζωμού, καθώς και τον αλλεπάλληλο αγώνα για ανασύσταση και ρίζωμα.». Διαπιστώνουμε ότι ο τόπος αφορά σε τόπους.  Τον Πόντο, τόπο καταγωγής, τη Γάβρα, τόπο προέλευσης κι επιστροφής αλλά και τη Σουηδία, τόπο καταφυγής για βελτίωση της ζωή τους, όπου έζησαν και εργάστηκαν και πρόσφεραν οι Γαβριώτες, όπου γέννησαν και ανάθρεψαν τα παιδιά τους. Καταδεικνύει τη μοίρα των ξεριζωμένων που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά και γεννά ερωτήματα για την ψυχική οδύνη και τις πληγές που αφήνουν οι αλλεπάλληλοι ξεριζωμοί. «Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας /Πρόσφυγες οι γονείς μετανάστες εσωτερικοί μετά /άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες /Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς /ας ρίζωσαν στο έρμα μας πατρίδες /Και τώρα των παιδιών μας η σειρά/ξεριζωμένα δέντρα να πορεύονται /Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας». Νομίζω ότι αυτό το ποίημα από την ποιητική συλλογή μου «Λιγοστεύουν οι λέξεις», εκφράζει τη συνθήκη των Γαβριωτών ή έστω συνομιλεί μαζί τους.

 

Διάβασα το «Γάβρα» με μεγάλο ενδιαφέρον. Μου έφερε εικόνες και μνήμες από την 16ετή ζωή μου στη Σουηδία, αναμόχλευσε το τραυματικό βίωμα της προσφυγικής καταγωγής μου, το τραύμα του ξεριζωμού μου από τον δεύτερο τόπο μου την Ουψάλα, τη βίωση του διλήμματος της μόνιμης εγκατάστασης ή της παλιννόστησης, όπως το εξέφρασα στο ποίημα μου «Dilemma», όπου γράφω στην κατακλείδα: «Στου κρεβατιού την άκρη κάθομαι ως το χάραμα/ ο κόμπος στο λαιμό αλλόκοτα χοροπηδά/ μια απ’ τη μια και μια απ’ την άλλη/ Εξαντλημένη γέρνω σε μαχαίρι δίκοπο»[[3]].   Κατάγομαι από ποντιακή προσφυγική οικογένεια, έζησα από το 1971 έως το 1987 στη Σουηδία. Θυμάμαι μια Γαβριώτισα από αυτούς που είχαν μετεγκατασταθεί στα μέσα του 70 στην Ουψάλα που μας είχε βοηθήσει να ράψουμε τις πρώτες στολές του χορευτικού μας στον Ελληνοσουηδικό Σύλλογο. Εργάστηκα με Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες και τα παιδιά τους ως δασκάλα ενισχυτικής και ως ψυχολόγος στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής της Ουψάλας. Επίσης  μελέτησα την σχολική συνθήκη των Ελλήνων μαθητών, τα θέματα μισογλωσσίας τους, ετερότητας, αίσθησης ταυτότητας μεγαλώνοντας σε ένα άλλο τόπο. Στη συνέχεια μελέτησα τις ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές των Ελλήνων επισκεπτών μας στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας, το τραύμα της προσφυγιάς, τον αποχωρισμό των παιδιών τους, τη νοσταλγία, τις δυσκολίες να ενταχθούν στη χώρα υποδοχής ή να αποφασίσουν να παλιννοστήσουν, αφήνοντας πίσω για δεύτερη φορά τα παιδιά τους, αλλά και όσους και όσα αγάπησαν στον δεύτερο τόπο τους.

 

Πραγματικά εντυπωσιάζει η βαθιά ιστορικοκοινωνική, πολιτική και ψυχοκοινωνική τομή που κάνουν οι δυο μελετητές και συγγραφείς. Βασική αίσθηση που μας αφήνει η ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί το πώς επέδρασε ο τόπος, η Γάβρα στην προκειμένη περίπτωση στη ζωή των Γαβριωτών στις δεδομένες ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και εξελίξεις, αλλά και ο δεύτερος τόπος τους βεβαίως, η Σουηδία, όπως και ο τόπος της ποντιακής καταγωγής τους. Η «Γάβρα» των Όλοφσον και Θουμέλ προσφέρει γνώσεις για τη μεταναστευτική συνθήκη των ξεριζωμένων, προκαλεί αναστοχασμούς και εγείρει πολλά ερωτήματα στον αναγνώστη. Η γνώση και η επίγνωση που αντλούμε διαβάζοντας το βιβλίο είναι πολύτιμη. Νομίζω πως μπορεί να αξιοποιηθεί στην κατανόηση και βελτίωση της στάσης μας ως πολίτες και ως πολιτεία απέναντι στους σύγχρονους πρόσφυγες και μετανάστες της χώρας μας, καθώς μας βοηθά να ρίξουμε μια ανθρωπινότερη ματιά στους σύγχρονους ξεριζωμένους που αναζητούν απάγκιο στον τόπο μας. Πολύ ορθά ο Βαλτέν εκφράζει την ελπίδα να συμβάλει το «Γάβρα» στην καταπολέμηση της ξενοφοβίας μέσα από την κατανόηση της ιστορίας και της δημιουργικής συνάντησης πολιτισμών και ατόμων.

 

(Εισήγηση από την παρουσίαση του βιβλίου στην 19η ΔΕΒΘ, 6-5-2023)

 

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος, συγγραφέας και μεταφράστρια. Τελευταίο βιβλίο μετάφρασης είναι η ανθολόγηση και μετάφραση ποιημάτων της Κάριν Μπόγιε «Στον πυθμένα των πραγμάτων» και τελευταίο βιβλίο της η ποιητική σύνθεση «με λένε Εύα», Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2023.

 

 

 

 

 

[1]             Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2017, σ. 13.

 

[2]             Söderling, E. Invandringens psykologi. Narur och Kultur, Stockholm, 1984, s. 27.

[3]             Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, ο.π. σ. 22.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.