«Το χρέος μου απέναντι στον εαυτό μου» [1]
Η ποιήτρια και συγγραφέας Λίλια Τσούβα στο δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο της με τον ευφάνταστο τίτλο «Γοβάκια από πάγο» και υπότιτλο «Η Σακατζαγουία και άλλες γυναίκες» (εκδόσεις Κουκίδα, 2023), μας ταξιδεύει και πάλι διαχρονικά και διαπολιτισμικά. Αυτή τη φορά όμως για να μιλήσει για τη δύναμη και τη δυναμική της γυναίκας, αλλά και την καταδυνάστευση και την κακοποίησή της μέχρι θανάτου από την πατριαρχία και τον ανδρικό σοβινισμό.
Το εξώφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου κοσμείται από τον πίνακα του Munch «Red and White», όπου ο ζωγράφος απεικονίζει τη γυναικεία αγάπη περιβεβλημένη με πάθος (κόκκινο) αλλά και αγνότητα (λευκό), σε αντίθεση με τον υφιστάμενο διαχωρισμό της γυναίκας από τη μια ως σύμβολο μητρικής αγνότητας, όπως η Παναγία και από την άλλη ως σύμβολο ερωτικού πάθους.
Η συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στο γιο της, σαν παρακαταθήκη της μάνας προς τον γιο για στάσεις σεβασμού και ενσυναίσθησης απέναντι στη γυναίκα, απαραίτητη προϋπόθεση για εδραίωση υγιούς συναισθηματικού δεσμού μαζί της. Στην προμετωπίδα οι στίχοι του Λεοπόλ Σεντάρ Σενγκόρ: «Ξέρω ο χειμώνας θα φωτιστεί/ από μια μακριά ανοιξιάτικη μέρα», προϊδεάζουν για την απόσταση ανάμεσα στο ποθητό της άνοιξης και την παγωνιά της επικρατούσας συνθήκης των κοινωνικών στερεοτύπων σχετικά με τη θέση της γυναίκας ανά τους αιώνες. Ωστόσο παράλληλα ίσως παραπέμπουν στην ελπίδα μιας επερχόμενης άνοιξης για ισοτιμία και αγαστή συνύπαρξη των δυο φύλων. Ίσως αυτή να είναι και η αιτία της συγγραφής του βιβλίου. Η συγγραφέας αναμοχλεύοντας και μιλώντας για την συνεισφορά, τους αγώνες και τα πάθη εμβληματικών γυναικών συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορά και σε μια μορφή αντίστασης. Το αναφέρει και η ίδια στον πρόλογο του βιβλίου άλλωστε: «Σε μια εποχή που το γυναικείο ζήτημα έχει έντονα αναδυθεί, η ενασχόληση θεωρήθηκε καθήκον, μηδαμινή προσφορά.» (σ. 11).
Στα «Γοβάκια από πάγο» η Λίλια Τσούβα παρουσιάζει το βίο ένδεκα εμβληματικών γυναικείων μορφών, τη δράση και τη συνεισφορά τους στις τέχνες και τα γράμματα, και γενικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής τους, παράλληλα με τον κατατρεγμό, τα πάθη και τα παθήματά τους επειδή τόλμησα να ορθώσουν το ανάστημά τους με αποτέλεσμα κάποιες απ’ αυτές όπως η Υπατία να το πληρώσουν με τη ζωή τους.
Η συγγραφέας έχοντας και την σκευή των μεσαιωνικών φιλολογικών σπουδών της ανέτρεξε και μελέτησε πλούσια βιβλιογραφία την οποία παραθέτει στο τέλος του βιβλίου (πολύτιμη για τους αναγνώστες που θα ήθελαν να εντρυφήσουν βαθύτερα.) για να συλλέξει στοιχεία για τη βιογραφία και τη δράση των γυναικών, τα οποία συνθέτοντάς τα με μυθοπλαστικά στοιχεία, τα παρουσιάζει μέσα από ένα γλαφυρό λογοτεχνικό ανάγνωσμα όπου σκιαγραφεί τις εμβληματικές ιστορικές γυναικείες μορφές και τη δραματική πορεία τους με ελεγχόμενο συναίσθημα, με ήρεμο ύφος και τόνο, με ρεαλιστική γραφή, αλλά και λυρική συνάμα με ρέοντα αφηγηματικό λόγο, εμπλουτισμένο με ποιητικές πινελιές, με ενδιαφέρουσες φωτογραφίες προσώπων και έργων τέχνης, καθώς και σημαντικές διακειμενικές αναφορές, όπως το μότο στο κεφάλαιο «Η μοναχή Ροσβίτα», χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Κουκλόσπιτο» του Ερρίκου Ίψεν, όπου η Νόρα αναφωνεί αναφερόμενη στο ιερό χρέος της: «Το χρέος μου απέναντι στον εαυτό μου» (σ. 64).
Το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα παράλληλα με τη λογοτεχνική απόλαυση να αποκτήσει μια σφαιρική εικόνα για τη διαχρονία της άνισης θέσης της γυναίκας σε διάφορους τόπους και πολιτισμούς, και να πλουτίσει τις γνώσεις του για τις συγκεκριμένες γυναίκες, την Ιουδήθ, τη Μπουντίκα, την Σαπφώ, την Ασπασία, την Υπατία, την Σακατζαγουία, τη Θεοφανώ, τη Θεοδώρα, τη Σότζερνερ Τρουθ, τη Ροσβίτα και την Άννα Μαρία Βαν Σούρμαν, οι οποίες άφησαν το αποτύπωμά τους με τη διάφανη λάμψη τους αλλά και έλιωσαν αλίμονο κάποιες από αυτές σαν γοβάκια από πάγο κάτω από την πυρά της μισαλλοδοξίας και της πατριαρχικής βαρβαρότητας. Προσωπικά κάποιες από τις εμβληματικές γυναικείες μορφές δεν τις γνώριζα, ενώ για την Θεοφανώ, για την οποία είχα διαβάσει μόλις πριν από μερικά χρόνια, έμαθα περισσότερα σχετικά με τη δυναμική και σπουδαία προσωπικότητα αυτής της βυζαντινής πριγκίπισσας που στέφτηκε αυτοκράτειρα και εισήγαγε βυζαντινά πολιτισμικά στοιχεία στην Οθωνική Αναγέννηση της Γερμανίας αναβαθμίζοντάς την πολιτισμικά, μορφωτικά, διοικητικά και εμπορικά.
Το βιβλίο χωρίζεται σε ισάριθμα με τις γυναικείες ιστορικές μορφές κεφάλαια αρχίζοντας με το κεφάλαιο «Η ιέρεια των νερών» που αναφέρεται στην Ιουδίθ, τη γυναίκα που κατόρθωσε μόνη της να σώσει από την πολιορκία την πόλη της, (σ. 13). Στο «Θηλυκός Όμηρος», με μότο στίχο του ποιητή Αλκαίου του Μυτιληναίου σύγχρονου της Σαπφώς που απευθύνεται στην ανεπανάληπτη μέχρι σήμερα για όλο τον Δυτικό πολιτισμό λυρική ποιήτρια «στεφανωμένη με βιόλες, ιερή, γλυκοχαμόγελη Σαπφώ»[2], την οποία εξόρισε από την πατρίδα της ο Πιττακός και η οποία μετά από αμνηστία του ιδίου επέστρεψε στην πατρίδα της την Μυτιλήνη και ίδρυσε το ξακουστό της ωδείο. Το κεφάλαιο «Θηλυκός Όμηρος» κλείνει με τον ανάλογο λυρισμό, ύμνο προς την μοναδική λυρική μούσα: «Αγαπημένη Σαπφώ, το φως άναψες στο μισοΰπνι της ποίησης. Ένα μάτσο χρυσά λουλούδια το γυναικείο σου άστρο. Στον ρυθμό των βημάτων σου προχώρησε η ανθρωπότητα. Τα ερωτικά σου χάδια την πλάση όλη αγκάλιασαν.» (σ. 28).
Όπως και στη συλλογή διηγημάτων της «Το τραγούδι των Ινουίτ» (2021), η Λίλια Τσούβα επιλέγει τις ιστορικές γυναικείες μορφές στις οποίες αναφέρεται από διάφορες φυλές, και διάφορα γεωγραφικά και πολιτισμικά μήκη και πλάτη της γης που εκτείνονται χρονικά από τη βιβλική και αρχαιοελληνική εποχή μέχρι τους τελευταίους αιώνες. Έτσι μαθαίνουμε για την ιθαγενή Σακατζαγουία που την κέρδισε στο παιχνίδι ένας γάλος έμπορος και την έκανε τρίτη σύζυγό του, ενώ θα μπορούσε να ήταν παππούς της, μια νεαρή ινδιάνα που με το μωρό της δεμένο στην πλάτη πρωτοστάτησε ως διερμηνέας στην χαρτογράφηση της Βόρειας Αμερικής. Μαθαίνουμε για τη δράση της σκλάβας Ιζαμπέλα Μπάουμφρι που άλλαξε το όνομά της σε Σότζερνερ Τρουθ και στις αρχές του εικοστού αιώνα πρωτοστάτησε στην εδραίωση στη συνείδηση των πολιτών του νόμου κατά της δουλείας ή για την Άννα Μαρία Βαν Σούρμαν (1607-1678) την πρώτη γυναίκα απόφοιτη ευρωπαϊκού πανεπιστημίου, της Ουτρέχτης, το 1636. Διαβάζουμε για την ιδιοφυΐα και την επίδραση της Ασπασίας στο μεγαλόπνοο έργο του Περικλή ή για το έργο και τον βίαιο κι απάνθρωπο θάνατο της Υπατίας, της σπουδαίας μαθηματικού των ελληνιστικών χρόνων,
Στο τελευταίο κεφάλαιο «Γοβάκια από πάγο», απ’ όπου και ο τίλος του βιβλίου, όπου η αφηγήτρια μέσα από το πρόσωπο μιας Κυρίας επί των τιμών σκιαγραφεί την προσωπικότητα και το σημαντικό νομοθετικό έργο υπέρ των γυναικών της Θεοδώρας, που σαγήνευσε με την ομορφιά, τα νιάτα και την ευφυΐα της τον Ιουστινιανό, πετυχαίνοντας από ηθοποιός να στεφθεί αυτοκράτειρα και να επιτελέσει σημαντικό υποστηρικτικό και νομοθετικό έργο υπέρ των γυναικών, και η οποία παρ’ όλα αυτά χαρακτηρίστηκε και παρέμεινε στη συνείδηση των ιστοριογράφων όπως του Προκόποιου μια πόρνη, μια ακόλαστη. Το κεφάλαιο για την Θεοδώρα, όπως και το βιβλίο τελειώνει με τη σκέψη της αφηγήτριας αναλογιζόμενη και τις άλλες γυναίκες που όχι μόνο δεν δικαιώθηκαν για το σημαντικό έργο τους, αλλά μαρτύρησαν ή και θανατώθηκαν: «Η γυναίκα όμως το γνωρίζει. Φοράει γοβάκια από πάγο. Και ο πάγος λιώνει πάντα το καλοκαίρι» (σ. 85).
Η συγγραφέας Λίλια Τσούβα με το βιβλίο της «Γοβάκια από πάγο» αφηγείται τη ζωή εμβληματικών γυναικών με γλώσσα ρέουσα και ποιητικές αφηγηματικές πινελιές προσφέροντας αναγνωστική απόλαυση, ενώ παράλληλα λες και τις αποτίει φόρο τιμής, πετυχαίνει να τις φέρει στην επικαιρότητα, να τονώσει τη μνήμη μας, να μας διαφωτίσει και να μας αφυπνίσει σχετικά με τα κοινωνικά στερεότυπα ανά τους αιώνες, τον κατατρεγμό και τη συνθήκη της γυναίκας, ειδικά τώρα που το γυναικείο ζήτημα και οι φρικτές γυναικοκτονίες μας αφήνουν άναυδους παγώνοντας την καρδιά μας.
1] Ίψεν Χένρικ, Το κουκλόσπιτο, μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Ηριδανός, 20211.
[2] «στεφανωμένη με βιόλες, ιερή, γλυκοχαμόγελη Σαπφώ» (μετάφρ. Αγγελική Κοτταρίδη).
*
Η Δέσποινα Καίτατζή-Χουλιούμη είναι κλινική ψυχολόγος, γράφει ποίηση και πεζογραφία και μεταφράζει από τα σουηδικά. «Με λένε Εύα» (εκδ. Μανδραγόρας, 2023) είναι το τελευταίο της ποιητικό βιβλίο, ενώ το τελευταίο μετάφρασης είναι η ποιητική συλλογή της Γιλά Μοσάεντ «Αργοπορούν οι λέξεις» (εκδ. Μανδραγόρας, 2024).