You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Ο χρόνος και η στιγμή

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Ο χρόνος και η στιγμή

«Για μας τους εφήμερους θνητούς, η μόνη αιωνιότητα είναι η στιγμή και είναι προτιμότερο να την πιεις παρά να την κλάψεις.»
Eduardo Galeano, Καθρέφτες[1]

«Η στιγμή είναι ο χρόνος της ηδονής αλλά και ο χρόνος του θανάτου, ο χρόνος των αισθήσεων και της αποκάλυψης του υπερβατικού.»

Οκτάβιο Παζ, Η άλλη φωνή-η ποίηση στο τέλος του αιώνα[2]

“Ο χρόνος ο παρών κι ο παρελθών χρόνος   /  Ίσως κι οι δυο να ’ναι παρόντες στο μέλλοντα χρόνο, / Κι ο μέλλων να εμπεριέχεται στον παρελθόντα. /  Εάν όλος ο χρόνος εσαεί είναι παρών / Σύμπας ο χρόνος δεν μπορεί να ανακτηθεί.”

Τ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα[3]

 

Με τον τρόπο του χάικου

 

ρόδι ραγίζει
η στιγμή εκρήγνυται
σπόρος του πάντα

*

1 Στιγμές του είναι

 

           «Ex hoc momento pendet aeternitas.[4]»

                                                        Επιγραφή ρολογιών

 

Σαν κουραμπιές λιώνει στο στόμα η στιγμή. Αφράτη σαπουνόφουσκα, ολοστρόγγυλη. Στα χρώματα της ίριδας εμπεριέχει το όλο. Σκάει και διαχέεται στο τίποτα. Και ποιός γνωρίζει κάτι για το τίποτα. Άχνη λιωμένη κουραμπιέ, γεύση υπόγλυκη. Υφή χωμάτινη στα χείλη μεταμορφώνεται σε άχρωμη επίγευση. Ενδέχεται, οι πιο νόστιμοι κουραμπιέδες εμποτισμένοι ονειρόχρωμα, οι πιο μεθυστικοί, της όποιας φαντασίωσης οι πιο φανταστικοί, μπορεί λέω, να πλάθονται στο τίποτα. Ξέρει κανείς; Άλλοτε άνοστα κι άλλοτε λαίμαργα τις τρώμε πριν μας φαν. Πολλές φορές μας κατακλύζουν απροσδόκητα, άλλοτε πάλι μάταια τις προσδοκούμε με λαχτάρα. Κάποιες ελάχιστες λιώνουν εκστατικά σαν ζάχαρη και πριν προλάβουμε ν’ αφομοιώσουμε τη γλύκα τους μας λιώνουνε αυτές. Τις μασουλάμε άλλοτε έντρομοι, άλλοτε απαθείς, κάποτε κάποτε γαλήνιοι. Άλλοτε ράθυμα τις μηρυκάζουμε κι αυτές αδιάφορες μας σπρώχνουν στο κενό. Έτσι κι αλλιώς αφού γλυκόπικρες τις τρώμε και μας τρων, τουλάχιστον ας μη τις καταπίνουμε αμάσητες. Τουλάχιστον ας τις αφήνουμε σιγά σιγά να λιώνουνε στο στόμα. Ν’ απολαμβάνουμε, να νιώθουμε έστω το όλο της στιγμής στον ουρανίσκο, στη γλώσσα, στην κοιλιά, στο δέρμα, υποδόρια. Στιγμές του είναι, του πάντα και του τίποτα.

2 Κόρες της Εύας  

 

Κάθονται στην ταράτσα κι απολαμβάνουν το ελαφρύ μεσημεριανό γεύμα που ετοίμασε με  φινέτσα. Εκείνη τη λεπταίσθητη σουηδική φινέτσα που περιβάλει το Σουηδικό σπίτι, όπου την επισκέφτηκε. Νιώθει πανευτυχής, της λέει, που φιλοξενείται εκεί γράφοντας το νέο βιβλίο της κι απολαμβάνοντας τις φθινοπωρινές ομορφιές της Καβάλας. Αντάμωσαν πριν λίγο, έχουν δυο ολόκληρες μέρες μπροστά τους.

Ανυπομονεί να μιλήσουν για την ομορφιά της ζωής και της γραφής, τη χρήση της μεταφοράς και την αίσθηση του χρόνου σε βιωματικές, θεραπευτικές και λογοτεχνικές διεργασίες, που ήταν το θέμα του τελευταίου βιβλίου της. Μια ιδιότυπη και περίτεχνη μελέτη κατά κοινή ομολογία. Να μιλήσουν για το περίβλημα, το κουκούτσι, και κυρίως την ψίχα, το άφατο που απλώνεται μπροστά στα μάτια τους απρόσιτο λαμπυρίζοντας κάτω απ’ τα πόδια τους σε κάθε κυματισμό του πελάγους τόσο κοντά και τόσο μακριά, μυστηριακό κι ανερμήνευτο. Να ανασύρουν αλλοτινές εικόνες κι εμπειρίες. Μια ζωή κι δυο προσπαθούσαν να λύσουν κόμπους, να συναρμολογήσουν κομμένα νήματα, να λειάνουν τραχιά βότσαλα. Ιχνηλάτες που άνοιγαν δρόμους για να σβήσουν φωτιές, άναβαν σπίθες σε μισοσβησμένους εσωτερικούς τόπους κι εστίες. Μια ζωή επιτελούσαν το θεραπευτικό έργο τους μεταμορφωμένες σε κοντέινερ ανθρώπινου πόνου, όπου στοιβάζονταν βουνά από στάχτες κι αποκαΐδια, θυμό, ματαιώσεις, πληγές και τραύματα, φοβίες, αγωνίες, παραλογισμούς, ιδεοληψίες. Σε αφυπηρέτηση πλέον είχαν να παλεύουν μόνο με τους δικούς τους δαίμονες.

Σαν δυο παιδούλες, κόρες της Εύας, καθισμένες η μια απέναντι στην άλλη, λες και ήταν μαζί από πάντα, ατένιζαν τον ορίζοντα προσπαθώντας ν’ αγγίξουν το φευγαλέο και την αιωνιότητα της στιγμής. Οι λέξεις τους γλάροι φτερούγιζαν αναπάντητα ερώτημα, έγνοιες, πόθους, χαρές, ματαιώσεις ελπίδες, προσδοκίες. Για καφέ κατέβηκαν στο δωμάτιο. Πάνω στο κρεβάτι αραδιασμένες οι εκτυπωμένες σελίδες του  γραπτού της σπινθήριζαν σαν θαλάσσιοι κυματισμοί βγαλμένοι στην επιφάνεια ν’ ανασάνουν, διαμηνύοντας θεάσεις για το μέγα αίνιγμα, για την αναζήτηση είσπραξης νοήματος, για τον χρόνο που πλέον επείγει. Βουλιάζοντας στις φιλόξενες πολυθρόνες ανέσυραν παιδικές μνήμες απ’ τις διαδρομές της νιότης, στους κάμπους του σκανδιναβικού νότου η μια, του ελληνικού βορά η άλλη. Μνημόνευσαν αγαπημένους νεκρούς τους, αναμοχλεύοντας την οδύνη της απώλειας και του πένθους με απορία και δέος μπρος στο ασύλληπτο της άλλης όχθης. Είπαν για το χρόνο που περνά και χάνεται. Χάνεται; Αναρωτήθηκαν ή χανόμαστε κι αυτός Κρόνος; Ή μήπως κυλά κυκλικά στο διηνεκές κι εμείς μαζί του; Ανθρώπινη επινόηση; Στατικός; Εν κινήσει; Με ή δίχως αρχή κι ατελεύτητος; Ποιό το νόημα, κατέληξαν σκεφτικές. Τί μπορεί να είναι σημαντικότερο από το πώς τον βιώνει ο καθένας; «Ο χρόνος δεν υφίσταται δίχως εμάς» εκστόμισε κι αμέσως της πέρασε σφήνα η σκέψη: ωραία ψευδαίσθηση. Ψευδαίσθηση; Κι όμως τί θα ήταν ο χρόνος χωρίς εμάς. Τί είναι όταν χανόμαστε στην άλλη διάσταση και πού πάει, πού πάει δίχως εμάς; Στο πουθενά, στο τίποτα; Τίποτα; Τίποτα δεν πάει χαμένο, συμφώνησαν μπερδεμένες.

«Αυτό με το χρόνο αποτελεί ένα άλλο αέναο κι αναπάντητο ερώτημα» ψιθύρισε χαμογελώντας. «Γραμμικός, κυκλικός, συμβατικός, αντικειμενικός, υποκειμενικός, επινοημένος, πραγματικός, φανταστικός, χωροχρόνος, του ονείρου ή της στιγμής και του αιώνα του άπαντα είναι πάντα παρόν, κουρδισμένο ρολόι που μετρά τα βήματα και τη διαδρομή μας αμείλικτος», συνέχισε με μια ανάσα. Μακάρι να είναι πλούσιος σε εμπειρίες, εβένους, κεχριμπάρια κι αρώματα, ακόμη και Λαιστρυγόνες, όμως όχι στην ανυπαρξία του αβίωτου, ευχήθηκαν μ’ ένα στόμα. «Αν θα μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε, πιθανόν ο ίδιος να επιθυμούσε να κρέμεται τσαμπί ζουμερά ντοματίνια στη ντοματιά του βίου μας να ταΐζαμε πετεινά του ουρανού, ίσως πάλι να ήθελε να είναι στιγμές εφήμερης λιβελούλας πεθαίνοντας σε ερωτική έκσταση», μουρμούρισε ασυναίσθητα η ίδια.

Περιδιάβαιναν την παραλία και τις ταβέρνες της πόλης μιλώντας και χαμογελώντας, ενώ παρεμβάλλονταν παρατεταμένες σιωπές περισυλλογής και θαυμασμού του περιβάλλοντα χώρου. Ούτε που κατάλαβαν πώς πέρασαν δυο μέρες. Θα την συνόδευε μέχρι το ΚΤΕΛ. Ετοιμάζοντας το σακίδιο είδε μέσα το αντίγραφο του δοκιμίου της «Περί χρόνου». Το είχε φέρει για να της εκθέσει ιδέες της κι ερωτήματα μια και το θέμα απασχολούσε και τις δυο, μα δεν χρειάστηκε. Η εγγύτητα που βίωσαν κι αυτά που συζήτησαν ήταν πολύ πιο σημαντικά. Όταν επέστρεφε σπίτι θα το πετούσε και θα  το έγραφε απ’ την αρχή σκιαγραφώντας το χρόνο σαν μια εφήμερη λιβελούλα. Ή μήπως θα ήταν καλύτερα να το άφηνε στην άκρη. Εννόησε. Υπάρχουμε στο παρόν και το παρόν είναι τώρα. Αυτό που της χρειαζόταν δεν ήταν να γράφει για τον χρόνο αλλά να τον ζει. Να ζει στο εδώ και τώρα του χρόνου. Η ζωή μας θέλει. Η ζωή περιμένει να τη ζήσουμε, κι αυτή; Τί κάνει αυτή;  Κρύβεται πίσω από το πληκτρολόγιο του λαπ τοπ κυνηγώντας τη μεγάλη χίμαιρα.

«Η ζωή είναι ωραία, παρά τα δύσκολα. Η πρόκληση είναι μπροστά μας» ψιθύρισε η φίλη της αγκαλιάζοντάς την λίγο πριν ανέβει στο λεωφορείο για την επιστροφή.

Ένιωθε γεμάτη, ένιωθε μια γαλήνια πλήρωση.

 

 

Γράφει: «καλέ μου χρόνε / είσαι ο ξενιστής μου / μη μου κομπάζεις». Το ποντίκι πέφτει απ’ την κουρασμένη παλάμη της που αφήνεται χαλαρή. Ασυναίσθητα τρίβει το αριστερό χέρι στο κάτω μέρος λίγο μετά τον αγκώνα όπου το στηρίζει όσο γράφει. Μα επιτέλους τί παιχνίδια της παίζουν ο νους και ο χρόνος. Πού βρίσκεται τέλος πάντων. Για κλάσματα του δευτερολέπτου νιώθει τελείως μπερδεμένη. Μάλλον αποκοιμήθηκε στο γραφείο ενώ έγραφε, σκέφτεται. Αυτό το δοκίμιο την κούρασε τόσο. Μήπως θα έπρεπε να το άφηνε για την ώρα στην άκρη; Μήπως θα ήταν καλύτερα να το διέγραφε από τα σχέδιά της; Από τότε που είχε συλλάβει την ιδέα έπεσε με τα μούτρα στο γράψιμο με την αίσθηση πως θα ήταν ο κολοφώνας της συγγραφικής πορείας της.

 

Κοιτά την ώρα κι αυτόματα τινάζεται επάνω σαν ελατήριο. «Αχ, χρόνε/ είμαι η πιστή σου μητέρα[1]  κι εσύ μ’ ορίζεις ανελέητα ανά πάσα στιγμή», φωνάζει σχεδόν, πατώντας νευρικά, enter. Πρέπει να βιαστεί, δεν θέλει με τίποτε να χάσει το λεωφορείο για Καβάλα όπου την περιμένει η φίλη της.

Την ίδια στιγμή έτσι όπως στέκει όρθια μ’ ένα απότομο φρενάρισμα του οδηγού πέφτει στο κάθισμα του λεωφορείου.

Στο παράθυρο προβάλει μεγαλόπρεπα η κορφή του αιωνόβιου Παγγαίου όρους.

*

3 Αρχέγονος παφλασμός

 

«Μικρός είμι και μέγας, ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επίγειος και ουράνιος»

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

 

Περιπλανήθηκε για πολύ. Χρόνια ολόκληρα. Κάποτε στο γέρμα του χρόνου βρέθηκε στο γιαλό. Όμορφο δειλινό πριν πέσει η νύχτα. Τα χρώματα διαχέονταν στον ορίζοντα. Οι χρυσοκόκκινες αντανακλάσεις τους λούζονταν στον αφρό. Οι άνθρωποι περιφέρονταν διάφανοι. Βουτούσαν τα πόδια στο νερό, αγνάντευαν το πέλαγος. Αφουγκράζονταν τον φλοίσβο των κυμάτων στωικοί, αμέριμνοι, με τη λάμψη και την καρτερία της πέτρας. Όλα σε αρμονία, σε απόλυτη συνοχή. Τ’ αρμυρίκια, τα κρινάκια του γιαλού, οι γλάροι, οι αστερίες, οι υγρές πατουσίτσες των παιδιών, τα αγγίγματα, τα βήματα, τα βλέμματα, τα βότσαλα, η αταραξία των βράχων. Όλα σε ένα ενιαίο και συνεχές παρόν στεφανωμένο με αχνές ηλιαχτίδες.

Έστρεψε ένα γύρω το βλέμμα, αφέθηκε στη θέαση. Αφέθηκε σε μια πρωτόγνωρη συγκίνηση. Ένιωθε μόνο, τίποτε άλλο. Ένιωθε. Στη χούφτα η υφή της άμμου. Στα χείλη η αλμύρα. Στα ρουθούνια οι οσφρητικοί αδένες συνδιαλέγονταν με θαλάσσια αρώματα. Τ’ αυτιά λες και μετασχηματίστηκαν σε τεράστια κοχύλια. Ένας παρατεταμένος ήχος διαχέονταν από μέσα μέχρι τις απολήξεις των νεύρων. Ένας  υπόκωφος βόμβος που λες και ερχόταν απ’ τα πέρατα και την νανούριζε, λες και την υπνώτιζε. Κάτι σαν το μουρμουρητό γαλάζιας φάλαινας, σαν συριγμό σειρήνας. Οι μύες της χαλάρωσαν, οι αρθρώσεις λύθηκαν. Την πλημμύρισε μια γαλήνια αίσθηση. Σαν να είχε βγει έξω από το σώμα. Σαν να μην είχε έρθει ποτέ, και ποτέ να μην είχε φύγει. Λες και ήταν εκεί από πάντα. Ένα με όλα από τις απαρχές του κόσμου. Λες και την πήραν και την τύλιξαν αγκαλιά βελούδινα χέρια. Ο χρόνος σταμάτησε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από την αίσθηση ύπαρξης στο αιώνιο εδώ, στο ατελεύτητο τώρα. Τα όρια του εαυτού είχαν ατονήσει, συνάμα λες και είχαν διευρυνθεί. Βρισκόταν σε απόλυτη συνοχή και συγχώνευση με το περιβάλλον. Απόλυτα ενταγμένη. Ενσωματωμένη στο ενιαίο μιας ατέλειωτης υπόστασης. Πόσο να κράτησε άραγε η ανερμήνευτη εμπειρία; Μια στιγμή; Ένα εκατομμυριοστό της; Αιώνες μήπως; Δεν είχε ιδέα, αφού ο χρόνος έπαψε να υφίσταται. Αφού όλες οι διαστάσεις της είχαν αφανιστεί. Αφού ο νους της είχε πάψει να λειτουργεί. Μόνο εκείνη η μυστηριώδης αίσθηση, η ασύλληπτη βίωση εγγύτητας, του ανήκειν, της συνεκτικότητας και συνέχειας. Μόνο αυτό.

Ίσως ονειρευόταν, αλλά όχι. Ίσως ήταν απλά μια ενύπνια εμπειρία, και όμως… Ίσως είχε κλείσει για λίγο τα κουρασμένα μάτια και την παραπλάνησε ο Μορφέας. Και όμως όχι, όχι. Βρισκόταν σε συνθήκη του πιο ξύπνιου ξύπνου της. Την κυρίευσε κάτι εξωπραγματικό. Την συνεπήρε κάτι υπερβατικό, άρρητο κι ανερμήνευτο. Μάταια προσπαθούσε να βρει λόγια να το εκφράσει. Φάνταζε άφατο. Άστραφτε απρόσιτο. Ήταν κάτι πριν απ’ το λόγο, πέρα από τη λογική και το λογισμό. Ήταν μια ενορατική βίωση υπέρτατης συνοχής και συγχώνευσης με το Όλο. Ορατό και αόρατο. Υπαρκτό και ανύπαρκτο. Χωρίς αιτία κι αφορμή. Δίχως αρχή και τέλος. Δίχως σκοπό και στόχο. Δεν υπήρχαν σκέψεις, ενέργειες, δράσεις, παρά μόνο η αίσθηση της ύπαρξης στο μαζί κι όμως σε απόλυτη αυτονομία, χωρίς να τίθεται θέμα εξατομίκευσης. Λες και η συνοχή ήταν συνακόλουθο της αυτονομίας. Όλα, έμβια και άβια, έμψυχα κι άψυχα, συνυπήρχαν στην αίσθηση ενότητας και  ενιαίου με το νερό, με τη γη, με τον ουρανό, με το σύμπαν. Όλα αδιαίρετο Ένα.

Λες και ήταν αντικατοπτρισμός μιας αβυθομέτρητης πηγής, μιας θαλάσσιας σπηλιάς, της συμπαντικής ουσίας του γίγνεσθαι και του είναι που μας περιβάλλει στο εδώ και στο επέκεινα, στο πριν και στο μετά, στο ποτέ και στο πάντα. Αυτή που φανερώνεται στο όνειρο, που καταγράφεται στον συγκινησιακό νου, στο δέρμα, στο σώμα, σ’ ολόκληρο το είναι. Ο αρχέγονος παφλασμός που μας κατοικεί από πάντα και μας ενέχει.

 

*

4 Διαδρομές [2]

-VII-

Η θάλασσα, ο ορίζοντας, το ουράνιο τόξο και η πρώτη σταγόνα

Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε

Η απορία που διαγράφεται στα χείλη

Το φτερούγισμα το ερωτικό, η γέννηση και ο θάνατος

Η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή και το τέλος πάλι

Όλα σφιχτοδεμένο στεφάνι στην τροχιά του σύμπαντος

Το βουβό κλάμα, το χαμόγελο και η έκσταση

Η χαρά, η οδύνη, ο κόπος και η ανάπαψη

Οι αισθήσεις και η αντίληψη, ο λόγος και η συνείδηση

Το βίωμα και η ύπαρξη

Η αναζήτηση που τέλος δεν έχει

Ο δρόμος ο πλατύς π’ ανοίγει άλλους δρόμους

Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε

Η γέννηση και ο θάνατος

Η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή και το τέλος πάλι.

 

 

 

[1] Eduardo Galeano, Καθρέφτες, μτφρ: Ισμήνη Κανσή, εκδ. Πάπυρος, 2012.                                                                             
[2] Οκτάβιο Παζ, Η άλλη φωνή Η ποίηση στο τέλος του αιώνα, μετάφραση: Πέγκυ Πάντου, σ. 74, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991.
[3] «Τέσσερα Κουαρτέτα Ι»: Τ. Σ. Έλιοτ, Τα ποιήματα, Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη, εκδόσεις Printa, 2024
[4]  Σε αυτή τη στιγμή στρέφεται η αιωνιότητα.

 

[1] «Χωρίς εμένα»: Γιλά Μοσσάεντ, Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω, μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, σ. 72, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2015.
[2] «Διαδρομές»: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Διαδρομές, σ. 20, Γαβριηλίδης 2015.

 

              

 

Δέσποινα Καϊτατζή Χουλιούμη

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.